Για μεθοδικότητα, επαγγελματισμό και καλή προετοιμασία της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα κομπάζει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Με αυτό το προπαγανδιστικό περιτύλιγμα κρύβει τους πραγματικούς ενορχηστρωτές των επώδυνων εξελίξεων που κυοφορούνται σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της κυριαρχίας της χώρας. Ουάσιγκτον, Βερολίνο και Βρυξέλλες με την εντολή «βρείτε τα», προς Αθήνα και Άγκυρα, επιδιώκουν «ήρεμα νερά» σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, στους κόλπους της Δύσης. Οι ιμπεριαλιστές, ενώ από τη μια κλείνουν το μάτι στην Τουρκία που διεκδικεί συνδιαχείριση του Αιγαίου και αμφισβητεί την κυριαρχία ελληνικών νησιών, ενώ αδιαφορούν για την πενηντάχρονη κατοχή της Κύπρου, ανέχονται τη «Γαλάζια Πατρίδα», το Τουρκολιβυκό σύμφωνο και τόσα άλλα, από την άλλη επιβάλλουν στον προβλέψιμο «σύμμαχό» τους να υποκλιθεί δουλικά στις επιλογές τους παραχωρώντας «γη και νερό» με αντάλλαγμα την αμφίβολη «μείωση της έντασης».
Γι’ αυτό, το Στέιτ Ντιπάτμεντ τόσο πριν όσο και μετά την ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής χαιρέτισε «με σθεναρό τρόπο», «τις εποικοδομητικές επαφές μεταξύ των ΝΑΤΟικών συμμάχων Τουρκίας και Ελλάδας».
Στην ίδια κατεύθυνση και ο εκπρόσωπος της ΕΕ έκφρασε την ικανοποίηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Σύνοδο Ελλάδας – Τουρκίας.
Συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης των τουρκικών αξιώσεων
Της επίσκεψης Ερντογάν προηγήθηκε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», όπου μίλησε «για μια “νέα σελίδα” στις σχέσεις μας και την αρχή του “win-win”». Στη «νέα σελίδα» περιέγραψε το σύνολο των απαράδεκτων τουρκικών διεκδικήσεων, διαψεύδοντας όσες προσδοκίες καλλιεργήθηκαν για παραπομπή μόνο του θέματος της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τόνισε ότι «υπάρχουν πολλά αλληλένδετα προβλήματα που πρέπει να λυθούν εκτός από την υφαλοκρηπίδα… Δεν είναι σωστή η επιλεκτική προσέγγιση. Να μιλάμε για ορισμένα θέματα και να μη μιλάμε για κάποια άλλα». Συνέχισε υποδεικνύοντας ότι «Όταν προσφεύγουμε στη διεθνή δικαιοσύνη, δεν πρέπει να αφήνουμε κανένα πρόβλημα πίσω. Πάνω από όλα όμως πρέπει να μιλάμε για όλα μας τα προβλήματα με γενναιότητα και να κατευθύνουμε σωστά την κοινή μας γνώμη».
«Κάρφωσε» το Μητσοτάκη και απέδωσε την επαναπροσέγγιση εξηγώντας: «Ρωτήσατε τι άλλαξε. Πραγματικά από πλευράς μας δεν έχει αλλάξει τίποτα… Νομίζω ότι αυτό που άλλαξε πρόσφατα είναι ότι η ελληνική πλευρά έχει αναθεωρήσει την οπτική της απέναντί μας και άρχισε να κατανοεί ότι είμαστε ένα έθνος που δεν θα αρνηθεί ποτέ τη χείρα φιλίας που θα του απλωθεί… Πιστεύω ότι ο κύριος Μητσοτάκης αυτό το αντιλαμβάνεται και βλέπει ότι ειλικρινά επιθυμούμε να ξεπεράσουμε τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και να προχωρήσουμε περαιτέρω τις σχέσεις μας. Παρατηρώ επίσης στον ίδιο μια προσέγγιση παρόμοια με τη δική μας και αυτό είναι ευχάριστο. Ρωτήσατε τι θα έλεγα στον κύριο Μητσοτάκη. Θα του πω το εξής: Κυριάκο φίλε μου, δεν σας απειλούμε αν δεν μας απειλήσετε».
Πρότεινε ακόμα και τη μέθοδο της προσέγγισης, που πρέπει να είναι «κλειστή σε εξωτερικές παρεμβάσεις» χωρίς την ανάμιξη τρίτων, επιδιώκοντας να μετατρέψει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε διμερές ζήτημα έχοντας το πλεονέκτημα της οικονομικοστρατιωτικής υπεροχής έναντι της Ελλάδας.
Υπενθυμίζοντας ΝΑΤΟικές συμφωνίες της Μαδρίτης (Σημίτη, Ντεμιρέλ) που αναγνώριζαν ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα της κάθε χώρας στο Αιγαίο, πρόσθεσε ότι «πρέπει να σεβόμαστε αμοιβαία τα δικαιώματα και τα ζωτικά συμφέροντα ο ένας του άλλου».
Αναφέρθηκε επίσης προκλητικά «στα συνεχιζόμενα προβλήματα της τουρκικής μειονότητας στην Ελλάδα». Διεκδίκησε ενίσχυση των κονδυλίων από την Ευρώπη, μίλησε για «ίσο καταμερισμό βαρών και ευθυνών για την πρόληψη της μετανάστευσης». Στην ίδια κατεύθυνση «υιοθέτησε» την πρόταση των κατεχομένων της Κύπρου για «κοινή επεξεργασία (ενεργειακών) αποθεμάτων και κατανομή των εσόδων, έως ότου επιτευχθεί συνολική λύση στο νησί».
Ο Ερντογάν επανέλαβε τα περί «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη στη διάρκεια των κοινών δηλώσεων με το Μητσοτάκη, προσθέτοντας ότι «η επίτευξη δίκαιης μόνιμης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό με βάση τις πραγματικότητες στο νησί (δηλαδή εισβολή και κατοχή) θα είναι προς όφελος ολόκληρης της περιοχής».
Σχετικά με τις ελληνοτουρκικές διαφορές ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Μαρινάκης, τείνει να ευθυγραμμιστεί με την τουρκική θεώρηση λέγοντας ότι: «η διαφορά μας είναι μία. Ο καθορισμός ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας. Όμως υπάρχουν μια σειρά από σοβαρά θέματα, σημαντικά ζητήματα, τα οποία και είναι σημαντικό να συζητούνται. Και γενικότερα ο διάλογος, ως μια διαδικασία που προσπαθούμε να θωρακίσουμε και είναι καθήκον και των δύο πλευρών να τον προστατεύουν, είναι σημαντικός». Από την άλλη μεριά, ερωτηματικά προκαλεί η αναφορά του Κ. Μητσοτάκη ότι υπάρχει «μία διαφορά που μπορεί να υπαχθεί σε διεθνή δικαιοδοσία», αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο για περισσότερα θέματα που μπορούν να αντιμετωπιστούν διαφορετικά.
Η γκρίζα διακήρυξη της Αθήνας
Στα πλαίσια της λεγόμενης Θετικής Ατζέντας και της ενίσχυσης των διμερών σχέσεων, υπογράφτηκαν επτά συνολικά μνημόνια κατανόησης, επτά διακηρύξεις και μία συμφωνία που αφορούν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων μεταξύ των υπουργών των δύο χωρών στο πλαίσιο του 5ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας – Τουρκίας. Μητσοτάκης και Ερντογάν έθεσαν στόχο να διπλασιάσουν διμερές εμπόριο την επόμενη 5ετία στα 10 δισ. ευρώ. Προβλήθηκε επίσης (στα πλαίσια της ενίσχυσης των τουριστικών ροών) ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη «ζήτησε και εξασφάλισε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να ενεργοποιηθεί η δυνατότητα Τούρκων πολιτών και των οικογενειών τους να επισκέπτονται όλο τον χρόνο για επτά μέρες δέκα νησιά μας (Λήμνος, Λέσβος, Χίος, Ρόδος, Σύμη, Καστελόριζο, Σάμος, Λέρος, Κάλυμνος, Κως) που είτε διαθέτουν προσφυγικές δομές είτε έχουν άμεσες πορθμειακές συνδέσεις με την Τουρκία».
Η πολιτική προσέγγιση του 5ου Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας αποτυπώθηκε σε κοινό ανακοινωθέν, στη λεγόμενη Διακήρυξη της Αθήνας, η οποία πέρα από τα γνωστά ευχολόγια «σχέσεις καλής γειτονίας…αμοιβαίο σεβασμό, ειρηνική συνύπαρξη και κατανόηση» και προσπάθεια «να επιλύουν κάθε διαφορά μεταξύ τους με ειρηνικά μέσα και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο», επισήμανε ότι τα δύο μέρη «δεσμεύονται να απέχουν από κάθε δήλωση, πρωτοβουλία ή ενέργεια που θα μπορούσε να υπονομεύσει ή να απαξιώσει το γράμμα και το πνεύμα αυτής της Διακήρυξης ή να θέσει σε κίνδυνο τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή τους». Η παραπάνω αναφορά αποτελεί πιστή αναδιατύπωση των συμφωνιών της Μαδρίτης. Παραλείπει κάθε αναφορά στο Casus Belli, που εξακολουθεί να απειλεί με πόλεμο και θέτει υπό τουρκική ομηρία το αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια. Η σκόπιμη ασάφεια ισοδυναμεί με το γκριζάρισμα του Αιγαίου, την παραίτηση από την ελληνική πλευρά της άσκησης της κυριαρχίας και της αποδοχής των τουρκικών αμφισβητήσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο αεροπλάνο, κατά την επιστροφή του, ο Ερνογάν χαρακτήρισε «κυνομαχίες» τις αναχαιτίσεις των μαχητικών που παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο, ζητώντας «να κλείσουμε αυτή τη σελίδα και να το τελειώσουμε». Να τελειώνουμε με τα σύνορα στο Αιγαίο;
Δείγμα γραφής αποτέλεσε η διαμαρτυρία της Τουρκίας σε τρεις ΝΟΤΑΜ που έκδωσε προηγούμενα η Ελλάδα για ασκήσεις σε περιοχές ανατολικά της Καρπάθου και νότια της Ρόδου, μεταξύ Χίου και Σάμου και σε περιοχή βορειοδυτικά της Χίου. Η Τουρκία, έκδωσε αντι-ΝΟΤΑΜ για τις ελληνικές ασκήσεις, υποστηρίζοντας πως παραβιάζουν τη Συνθήκη της Λοζάνης, καθώς γίνονται κοντά σε νησιά, που «υπόκεινται σε καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης».
Τη συνάντηση κορυφής χαιρέτισαν με ανακοινώσεις τους ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και η «Νέα Αριστερά», ενώ οι δύο μουσουλμάνοι βουλευτές της συναντήθηκαν με τον Ερντογάν στην τουρκική πρεσβεία, στο πλαίσιο της συνάντησης με τη μουσουλμανική μειονότητα.
Ωστόσο, οι επικίνδυνες εξελίξεις και παρασκηνιακές διαβουλεύσεις προκαλούν ανοιχτές αντιδράσεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο, αποτυπώνοντας και τις ανησυχίες μερίδων της μεγαλοαστικής τάξης για επικείμενες εθνικές παραχωρήσεις.
Τόσο ο Σαμαράς όσο και ο Καραμανλής, ο πρώτος πριν την επίσκεψη Ερντογάν, ο δεύτερος μετά, διαφοροποιήθηκαν από την κυβερνητική πολιτική του Μητσοτάκη, με το Σαμαρά να εκφράζει ακροδεξιούς, εθνικιστικούς κύκλους που κάνουν το γνωστό πατριδεμπόριο και τον Καραμανλή να εκφράζει τμήματα της μεγαλοαστικής τάξης που θέλουν να διαπραγματευθούν με καλύτερους όρους την συγκυριαρχία στο Αιγαίο, αποζητώντας μεγαλύτερη στήριξη από τα ξένα αφεντικά τους.