Την τροφοδοτούν ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας, η ενεργειακή κρίση και τα αντιλαϊκά μέτρα που προκαλούν μεγάλες απεργίες σε όλη την Ευρώπη
Έντονοι είναι εδώ και καιρό οι κραδασμοί στο αστικό πολιτικό σύστημα των ισχυρών οικονομιών της Δυτικής Ευρώπης, όπου τα σοβαρά διακυβεύματα του μέλλοντος απαιτούν και τον ανασχηματισμό του πολιτικού προσωπικού για την καλύτερη διαχείριση της κρίσης. Έτσι η -υφέρπουσα εδώ και χρόνια- βαθιά οικονομική καπιταλιστική κρίση μετατρέπεται και σε πολιτική. Οι εξελίξεις αντανακλούν ευρύτερες διεργασίες, με φόντο τη μεγάλη ένταση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών παγκοσμίως αλλά και εντός του Δυτικού μπλοκ, την ενεργειακή φτώχεια, τις προβλέψεις για παρατεταμένη ύφεση, τις εκατόμβες νεκρών και την πλήρη παράλυση του δημόσιου συστήματος Υγείας, την «απογείωση» του πληθωρισμού, που εντείνουν στο έπακρο τη λαϊκή οργή και δυσαρέσκεια.
Όλα αυτά πυροδοτήθηκαν, δυναμιτίστηκαν και τροφοδοτούνται από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπου η ΕΕ ακολούθησε τις ΗΠΑ στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Βλέπουν τώρα, με την ενεργειακή «θηλιά» που όλο και περισσότερο σφίγγει η Ρωσία, ότι, πιεζόμενοι από τις ΗΠΑ, «αυτοπαγιδεύτηκαν», με τις κυρώσεις να γίνονται «μπούμερανγκ» και να απειλούν με κατάρρευση τις οικονομίες τους, ενώ ενισχύονται οι θέσεις των ΗΠΑ, που φαίνεται να ωφελούνται οικονομικά, στρατιωτικά και πολιτικά από την παράταση της Ρωσικής εισβολής και του πολέμου στην Ουκρανία, χωρίς όμως να μένουν και αυτές στο απυρόβλητο από την κρίση.
Οι εξελίξεις αυτές εξηγούν απόλυτα τις ισχυρές αντιθέσεις που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και στο στρατόπεδο του ΝΑΤΟ, για τη στάση απέναντι στη Ρωσία και την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία. Ισχυρά κράτη της Ευρωζώνης δεν κρύβουν τις επιδιώξεις τους για τερματισμό του πολέμου, ευελπιστώντας σε μια ομαλοποίηση της αγοράς ενέργειας. Εντείνουν ταυτόχρονα τις ανησυχίες των αστικών επιτελείων για την άνοδο της λαϊκής δυσαρέσκειας και τις επιπτώσεις στην πολιτική σταθερότητα και καταβάλλεται προσπάθεια να αντιμετωπιστούν, τόσο με το καρότο των επιδομάτων για τη «αντιμετώπιση» της ακρίβειας, όσο και με το μαστίγιο της καταστολής και της τρομοκρατίας.
Εντείνονται έτσι οι ενδοαστικές αντιθέσεις σε Ιταλία και Βρετανία, μετά την επιλογή των απερχόμενων πρωθυπουργών για παραίτηση, αλλά και οι ζυμώσεις και οι ανησυχίες σε Γερμανία, Γαλλία.
Στη Βρετανία, η παραίτηση πρωθυπουργού Τζόνσον -που έγινε με πρόσχημα τα υπαρκτά σκάνδαλα- έφερε ραγδαίες εξελίξεις στο κυβερνητικό στρατόπεδο, που έχουν να κάνουν με την υλοποίηση του «Brexit», τον τρόπο αντιμετώπισης της επιθετικότητας του Πούτιν στην Ουκρανία, την αντιμετώπιση της πανδημίας κλπ.
Αμείωτες παραμένουν οι ενδοαστικές αντιθέσεις, οι τριγμοί και τα ενδοκυβερνητικά παζάρια στη Ιταλία, με φόντο τις διαφωνίες που έχουν ανακύψει για κομβικά ζητήματα, όπως ο βαθμός και ο τρόπος εμπλοκής στη σύγκρουση στην Ουκρανία και τα μέτρα που εξαγγέλθηκαν για τη μείωση -υποτίθεται- της ακρίβειας. Το μέλλον της συμμαχικής κυβέρνησης του Μάριο Ντράγκι -μετά την παραίτησή του, αλλά την μη αποδοχή της από τον Πρόεδρο της Ιταλίας Σέρτζιο Ματαρέλα- παραμένει αβέβαιο, με όλα τα ενδεχόμενα να είναι ανοιχτά, καθώς το λαϊκιστικό «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» αμφιταλαντευόταν για το εάν θα του δώσει ψήφο εμπιστοσύνης. Τελικά η κυβέρνηση Ντράγκι κατέρρευσε. Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με το γεγονός ότι, όπως δήλωσε εκπρόσωπος του ιταλικού μονοπωλίου ενέργειας ΕΝΙ, η Gazprom μείωσε κατά το ένα τρίτο τη ροή ρωσικού φυσικού αερίου προς την Ιταλία.
Σοβαρά είναι όμως και τα προβλήματα που προκύπτουν στην οικονομία της Γερμανίας, την ατμομηχανή της ΕΕ, όπου ο Κλάους Μίλερ, επικεφαλής της γερμανικής Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, σε συνέντευξή του προέβλεψε «πιθανό τριπλασιασμό» του κόστους ενέργειας για τα νοικοκυριά στη Γερμανία. Έτσι τις έντονες ανησυχίες εξέφρασαν ο αντικαγκελάριος και υπουργός Οικονομίας, Ρ. Χάμπεκ, που χαρακτήρισε σενάριο «πολιτικού εφιάλτη» το ενδεχόμενο ανεπάρκειας του ρωσικού φυσικού αερίου στη χώρα, αλλά και ο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Χημικών Βιομηχανιών (VCI), Κρίστιαν Κούλμαν, που μίλησε για κίνδυνο «καρδιακής προσβολής» της γερμανικής οικονομίας. Ήδη οι δύο μεγάλες χώρες όπου εξάγονται τα γερμανικά προϊόντα, η Ρωσία και η Κίνα, δεν είναι πλέον οι καλύτεροι πελάτες.
Αλλά και στη Γαλλία, που μετά τις εκλογές το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αστάθεια, προβλήματα έχει η κυβέρνηση που όρισε ο Μακρόν, αφού η πρόταση μομφής που κατέθεσε η αντιπολίτευση εναντίον της δεν πέρασε, με τη βοήθεια του κόμματος της Λεπέν, επιβεβαιώνοντας τους διαύλους επικοινωνίας που αναζητούνται μεταξύ των διαφορετικών αστικών δυνάμεων. Η προσέγγιση του Μακρόν με τη Λεπέν δεν ήταν και τόσο συγκυριακή, αφού ο πρώτος είχε προτείνει στη Λεπέν τη συγκρότηση κυβέρνησης «εθνικής συνεννόησης» και η δεύτερη είχε δηλώσει ότι επιδιώκει μια «εποικοδομητική προσέγγιση». Το «συνοικέσιο» σηματοδοτήθηκε με τέσσερις τουλάχιστον βουλευτές του Μακρόν να ψηφίζουν για αντιπροέδρους της Εθνοσυνέλευσης δύο βουλευτές οι οποίοι εξελέγησαν με την Μαρί Λεπέν.
Και οι εξελίξεις αυτές γίνονται στο φόντο του ενεργειακού ελλείμματος, που μπορεί να μην είναι της τάξης εκείνου της Γερμανίας, με τον υπουργό Οικονομικών Μπρουνό Λε Μερ πάντως να προτείνει «προετοιμασία» για «πλήρη διακοπή της προμήθειας ρωσικού φυσικού αερίου, που είναι σήμερα η πιο πιθανή εξέλιξη και που προϋποθέτει ότι θα επιταχύνουμε την ενεργειακή μας ανεξαρτησία. Δεν μας αρέσει να εξαρτόμαστε από άλλους. Η πρώτη ανεξαρτησία πρέπει να είναι ενεργειακή» και τον Μακρόν να υπερθεματίζει για την ενίσχυση της παραγωγής ενέργειας από πυρηνικούς σταθμούς.
Από την πλευρά τώρα της Ρωσίας, ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου Ν. Πεσκόφ ισχυρίστηκε με κυνισμό ότι η Ρωσία δεν εργαλειοποιεί πολιτικά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο (!!!), επαναλαμβάνοντας πως το κλείσιμο συντήρησης στον αγωγό Nord Stream 1 ήταν ένα τακτικό, προγραμματισμένο γεγονός, με την ίδια την «Gazprom» να δηλώνει απειλητικά ότι δεν μπορεί να εγγυηθεί για το μέλλον την καλή λειτουργία του «Nord Stream 1». Στο μεταξύ το πρακτορείο Reuters μετέδωσε πως η Ρωσία κατέλαβε τη θέση που είχαν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ως ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής πετρελαίου της Ινδίας και στην Ισπανία πέρασε στη δεύτερη θέση στις εξαγωγές φυσικού αερίου, προσπερνώντας την Αλγερία.
Όλοι αυτοί, όλο και πιο συχνά, προετοιμάζουν τους λαούς για ένα «δύσκολο χειμώνα», με λεφτά να βρίσκονται για να σωθούν μεγάλα μονοπώλια, όπως π.χ. η «Electricite de France», «πυρηνικός γίγαντας» της Γαλλίας και ο γερμανικός ενεργειακός όμιλος «Uniper», που προέκυψε μετά την κρατικοποίηση της «Gazprom Germania», αλλά όχι για την ενίσχυση του λαϊκού εισοδήματος. Το σίγουρο είναι ότι το μεγάλο θύμα θα είναι και πάλι οι λαοί, που πληρώνουν τις πολύμορφες συνέπειες του πολέμου, της ακρίβειας, της ενεργειακής φτώχειας.
Στη Γερμανία που κατέγραψε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο ύψους 1 δισ. ευρώ για πρώτη φορά μετά από 30 χρόνια, η μεγαλύτερη εταιρεία εκμετάλλευσης κατοικιών «Vonovia», με πάνω από 550.000 διαμερίσματα σε 400 γερμανικές πόλεις, ενημέρωσε τους ενοικιαστές της ότι από Σεπτέμβρη θα ρυθμίσει τη θέρμανση ώστε τη νύχτα η θερμοκρασία να μην ξεπερνά τους 17 βαθμούς. Στην Ισπανία το 40% του λαού ακυρώνει τις διακοπές του για το καλοκαίρι εξαιτίας της ακρίβειας.
Οι τιμές ενέργειας καταγράφουν «ιστορικά υψηλά» σε όλα τα χρηματιστήρια, οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης καταρρέουν, η ισοτιμία ευρώ-δολαρίου διαταράσσεται υπέρ του δεύτερου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προβλέπει χρεοκοπίες. Το ΔΝΤ προειδοποίησε τις ΗΠΑ για οικονομική ύφεση, με τον πληθωρισμό (9,1%) να καταγράφει ρεκόρ 40ετίας και με την αμερικανίδα υπουργό Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν να επαναφέρει την πρόταση των ΗΠΑ για επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, με φόβητρο την αυξανόμενη «επισιτιστική ανασφάλεια».
Απέναντι σε όλη αυτή την επίθεση, οι λαοί της Ευρώπης, που αυτήν την περίοδο -πέρα από τη φτώχεια, τον πληθωρισμό και την μεγάλη ακρίβεια στην ενέργεια- πλήττονται από καύσωνες και πυρκαγιές, μπροστά σε έναν επερχόμενο βαρύ και δύσκολο χειμώνα, προχώρησαν σε μεγάλες κινητοποιήσεις, απεργίες και διαδηλώσεις, οι οποίες «θάφτηκαν» κυριολεκτικά από καλοταϊσμένα από τα αφεντικά τους ΜΜΕ. Βρίσκουν απέναντί τους το τεράστιο αντιαπεργιακό οπλοστάσιο που έχουν διαμορφώσει οι κυβερνήσεις, ειδικά όταν οι απεργίες πλήττουν στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας.