Πριν από λίγες μέρες τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το Υπουργείο Εργασίας το νομοσχέδιο με επίκεντρο τον καθορισμό του κατώτατου μισθού. Το άρθρο 134 αναφέρει τον κανόνα που θα διέπει από εδώ και στο εξής την αναπροσαρμογή του: «Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και το νομοθετημένο κατώτατο ημερομίσθιο αναπροσαρμόζονται, έπειτα από διαβούλευση που διεξάγεται σύμφωνα με το παρόν, κατ’ έτος, βάσει συντελεστή που προκύπτει από το άθροισμα α) του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του δείκτη τιμών καταναλωτή μεταξύ της 1ης Ιουλίου του προηγούμενου έτους και της 30ής Ιουνίου του τρέχοντος έτους για το χαμηλότερο ποσοστό είκοσι τοις εκατό (20%) της εισοδηματικής κατανομής των νοικοκυριών και β) του ημίσεος του ετήσιου ποσοστού μεταβολής της αγοραστικής δύναμης του γενικού δείκτη μισθών κατά την ίδια χρονική περίοδο».

Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση επιδιώκει να θεσπίσει έναν μαθηματικό τύπο αυτόματης αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού, ο οποίος θα ισχύσει από το 2028 βασισμένος σε «αντικειμενικά» οικονομικά μεγέθη, όπως ο πληθωρισμός και η παραγωγικότητα της οικονομίας, στοιχεία που θα της παρέχει η ΕΛΣΤΑΤ. Κι όλα αυτά προκειμένου να ευθυγραμμιστεί η χώρα με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041 «για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση» και αύξηση του αριθμού των συλλογικών συμβάσεων”.

Η ουσία αυτού του νόμου είναι η εξής:
Πρώτο, η μονιμοποίηση του μνημονιακού μέτρου για τον κυβερνητικό καθορισμό του κατώτατου μισθού, χωρίς συλλογικές διαπραγματεύσεις, καθεστώς που ταλανίζει και αφοπλίζει τους εργαζόμενους από το 2012. Όπως γράφει το νομοσχέδιο «έως το τέλος κάθε ημερολογιακού έτους οι Υπουργοί Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, μετά από τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργικού Συμβουλίου, εκδίδουν κοινή απόφαση καθορισμού του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και του νομοθετημένου κατώτατου ημερομισθίου, που θα ισχύσουν για το επόμενο ημερολογιακό έτος». Η κυβέρνηση, έτσι, θα έχει πλέον τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, προτάσσοντας έναν «αντικειμενικό μαθηματικό τύπο» και προστατεύοντας την εργοδοσία από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων και των σωματείων τους, απαλλάσσοντας και την ίδια κυβέρνηση από κάθε ενοχλητικό απεργιακό αγώνα.

Δεύτερο, η εμφανής επιδίωξη μονίμως να συμπιέζεται ο κατώτατος μισθός και να εντείνεται η εκμετάλλευση των εργαζομένων, καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει και …έξι «αστάθμητους παράγοντες» που μπορούν να υπερκεράσουν ακόμα και τον αλγόριθμο και να αποτρέψουν τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού: «όταν η οικονομία βρίσκεται σε σημαντική ύφεση, όταν υπάρχει σημαντική απόκλιση του εθνικού πληθωρισμού (Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, όταν υπάρχει σημαντική ανισορροπία στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, όταν η αύξηση δεν συνάδει με τις μακροπρόθεσμες εξελίξεις στην παραγωγικότητα και τη δυναμική της, όταν υπερβαίνει τις δημοσιονομικές δυνατότητες του κράτους, και, τέλος, όταν υπάρχουν έκτακτες περιστάσεις».

Έτσι, φτιάχνεται ένα πλαίσιο αυθαίρετης δικαιολόγησης του περιορισμού της αύξησης του κατώτατου μισθού και του παγώματός του με την επίκληση των λόγων που περιγράφονται. Όταν, δηλαδή, μια αύξηση δεν συμβαδίζει με την “παραγωγικότητα” και “ανταγωνιστικότητα” της ελληνικής οικονομίας, όταν δεν εξυπηρετεί επαρκώς τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων! Στην πραγματικότητα η υποκριτική οδηγία της ΕΕ για «την ενθάρρυνση της αποτελεσματικότητας των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ικανότητας των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων και των οργανώσεων των εργοδοτών να διεξάγουν συλλογικές διαπραγματεύσεις» είναι ένα κάλυμμα για μια νομοθέτηση που καταργεί τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον κατώτατο μισθό και επιβάλλει τον καθορισμό του από έναν … μαθηματικό τύπο φτιαγμένο και υπολογιζόμενο σύμφωνα με υποδείξεις των επιχειρηματιών για την «μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα»-δηλαδή την κερδοφορία- των επιχειρήσεών τους.

Τρίτο,επειδή η μεταβολή του κατώτατου μισθού, του μισθού, δηλαδή, για την ανειδίκευτη εργασία δρα και σαν ρυθμιστής των μεγαλύτερων μισθών της ειδικευμένης εργασίας, είναι φανερό πως η κυβέρνηση με τον νέο νόμο θέλει να φτιάξει ένα νομοθετικό εργαλείο καθορισμού της συνολικής μισθολογικής πολιτικής, που θα συμπαρασύρει προς τα κάτω όλους τους μισθούς και θα μπορεί και να τους παγώνει με κάθε αφορμή ή πρόσχημα που θα προβάλλει . Αυτή είναι η πολιτική της κυβέρνησης σε μια αγορά εργασίας όπου το ποσοστό κάλυψης από Συλλογικές Συμβάσεις δεν ξεπερνά το 25%!

Οι εργαζόμενοι οφείλουν να αντιταχθούν σε κάθε τεχνοκρατικό και μονομερή τρόπο καθορισμού των εισοδημάτων τους μέσω ενός κυβερνητικού μηχανισμού αυτόματης αναπροσαρμογής. Οφείλουν να αντιδράσουν μαζικά και αποφασιστικά στο χτύπημα που επιχειρείται ενάντια στο καίριο δικαίωμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Να μην αφήσουν να περάσει το νέο αντεργατικό κυβερνητικό έκτρωμα !