Καθώς μπήκαμε για τα καλά πλέον στην προεκλογική περίοδο, φουντώνει η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα αστικά κόμματα, τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, για το ποιος θα είναι ο διάδοχος στην κυβερνητική εξουσία. Και μαζί με την αντιπαράθεση μεγαλώνουν και τα προεκλογικά διλήμματα και οι εκβιασμοί προς άγρα ψήφων, για να εγκλωβιστεί η γενικευμένη λαϊκή οργή στις μυλόπετρες των δύο κυρίαρχων κομμάτων.
Με ευθύνη τόσο της ΝΔ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ, τα καυτά προβλήματα που απασχολούν τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, η φτώχεια, η συνεχιζόμενη ακρίβεια σε όλα τα είδη και την ενέργεια, ο πληθωρισμός που καλπάζει, το έγκλημα των Τεμπών, μπαίνουν στο φόντο της αντιπαράθεσης. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ επιλέγουν μια φτηνή αντιπαράθεση με έντονο το στοιχείο του φτηνού εντυπωσιασμού στα όρια της χυδαιότητας, που επίκεντρο έχει τα πρόσωπα που στελεχώνουν τα ψηφοδέλτια του ενός και του άλλου κόμματος και όχι τις πολιτικές τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορεί τη ΝΔ πως έχει υποψήφιους στελέχη σαν τον Καραμανλή -πρώην υπουργό μεταφορών- που ευθύνεται για τη σιδηροδρομική τραγωδία. Παριστάνουν βέβαια τις αθώες περιστερές για το έγκλημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, που αποτελεί την τραγική συνέπεια των ιδιωτικοποιήσεων που με θέρμη προώθησε ο ΣΥΡΙΖΑ επί των ημερών του.
Από την άλλη μεριά η πρόσφατη «μεταγραφή» του Αντώναρου -εκπροσώπου τύπου της κυβέρνησης Καραμανλή- αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία για τη ΝΔ ώστε να δημαγωγήσει ενάντια στο ΣΥΡΙΖΑ για τις επιλογές του. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να ψαλιδίσει ψήφους από τη ΝΔ, δεν διστάζει να προχωρήσει σε κάθε είδους τυχοδιωκτικές ενέργειες, σαν και την μεταγραφή του Αντώναρου, πέρα από αρχές που -εννοείται πως- δεν έχουν καμία σχέση με την Αριστερά. Θεωρούν ίσως ότι με αυτό τον τρόπο θα τσιμπολογήσουν ψηφαλάκια από δυσαρεστημένους «καραμανλικούς» νεοδημοκράτες, εκμεταλλευόμενοι την αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αντώναρο και το Μητσοτάκη που οδήγησε στην απομάκρυνση του πρώτου από τη ΝΔ. Άλλωστε είναι βολική αυτή η επιλογή για το ΣΥΡΙΖΑ, αφού ενισχύει το ψευτοδίλημμα «αλλαγή ή Μητσοτάκης». Αποτελεί δε, συνέχεια των δημόσιων ανοιγμάτων του Τσίπρα προς τους δεξιούς και κεντροδεξιούς οι οποίοι «αισθάνονται ντροπή γι’ αυτή την κυβέρνηση», για να συμπληρώσει πως «δεν κυβερνά ένα ιστορικό κόμμα, αλλά μία οικογένεια που έχει μετατρέψει τη διακυβέρνηση σε Ανώνυμη Εταιρεία». Αν κάτι αποτελεί ντροπή, αυτό είναι το πόσο προκλητικά ο ΣΥΡΙΖΑ εξωραΐζει και ξεπλένει τη ΝΔ, μετατρέποντας ένα καθαρόαιμο δεξιό, αντιδραστικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα, διαχρονικό στήριγμα της ντόπιας ολιγαρχίας και του ιμπεριαλισμού, σε ένα… «ιστορικό» κόμμα.
Η κοκορομαχία όμως ανάμεσα στους δύο και το κάλπικο δίπολο που στήνουν μεθοδικά, κρύβει μια αμείλικτη πραγματικότητα την οποία και επιμελώς αποσιωπούν. Οι πολιτικές τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και της ΝΔ έχουν πάρα πολλά σημεία τομής, πολύ περισσότερα από τις διαφορές τους. Είναι η πολιτική των μνημονίων που και οι δύο υπηρέτησαν, οι εκατοντάδες αντιλαϊκοί και αντεργατικοί νόμοι που και οι δύο ψήφισαν και επέβαλαν. Είναι η πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας, της υπόκλισης στα ξένα αφεντικά τους, τους Αμερικάνους και Ευρωπαίους δυνάστες που επίσης υπηρετούν. Όλα αυτά τα στοιχεία είναι που δημιουργούν συνθήκες συγκοινωνούντων δοχείων, ώστε εύκολα να μεταπηδούν στελέχη του ενός στον άλλο και ανάποδα.
Τον ίδιο τυχοδιωκτισμό πληρώνει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ και με την υπόθεση του ευρωβουλευτή του Α. Γεωργούλη ο οποίος, ένα μήνα πριν τις εκλογές βρίσκεται αντιμέτωπος με καταγγελίες για γυναικεία κακοποίηση και μάλιστα σημαίνοντος στελέχους του ΠΑΣΟΚ στο ευρωκοινοβούλιο. Ανεξάρτητα από πολιτικές σκοπιμότητες που κρύβονται και τον χρόνο που «έσκασε» η υπόθεση, τώρα ο Τσίπρας και η Τσαπανίδου σπεύδουν να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα. Η μεν εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι απομακρύνθηκε ο Γεωργούλης «σε 15 λεπτά», ο δε αρχηγός του τρέχει να αποκηρύξει δημόσια τον ευρωβουλευτή του διαμηνύοντας ότι δεν θα υπάρξει «καμία συγκάλυψη. Καμία ανοχή, καμία σκιά» και πως «εμείς είμαστε με τα θύματα και θα είμαστε με τα θύματα». Βέβαια η πραγματικότητα τους διαψεύδει οικτρά, αφού τα γεγονότα ξεκινούν από το 2020 και ήταν σε γνώση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ όσο κι αν η Τσαπανίδου προσπαθεί να το υποβαθμίσει μιλώντας για «φήμες» και «κουτσομπολιά». Το αποκρουστικό επεισόδιο Γεωργούλη αναδεικνύει πόσο επιφανειακά και υποκριτικά στέκεται ο ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στη γυναικεία καταπίεση, τα φαινόμενα βίας. Και αυτό γιατί με την αντιλαϊκή πολιτική του όχι μόνο οξύνει όλες τις ταξικές αντιθέσεις και όλα τα παράγωγά τους, όπως είναι η έμφυλη βία, αλλά ακόμα παραπέρα παίρνει το μέρος της άρχουσας τάξης, του καταπιεστή και δυνάστη του λαού μας.
Ποιο είναι όμως το πραγματικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ με το οποίο διεκδικεί την ψήφο του λαού; Σταχυολογούμε μερικές από τις πιο ενδεικτικές δηλώσεις του ίδιου του αρχηγού του από τις τελευταίες δημόσιες εκδηλώσεις. Ο Τσίπρας, λοιπόν, και το κόμμα του που το 2015 θα καταργούσε τα μνημόνια με ένα νόμο και με ένα άρθρο τώρα «έμαθε από τα λάθη» και πλέον αναγνωρίζουν πως υπάρχουν «αυτά που γίνονται και αυτά που δεν γίνονται» και πλέον στο ΣΥΡΙΖΑ «λέμε μόνο αυτά που γίνονται». Ομολογεί ανερυθρίαστα ότι εξαπάτησε το λαό τάζοντας την απαλλαγή απ’ τα μνημόνια και ότι «αυτά δεν γίνονται».
Δηλαδή είτε με ΝΔ είτε με ΣΥΡΙΖΑ ο λαός μας είναι καταδικασμένος να ζει κάτω από το βάρος της πολιτικής των μνημονίων.
Διότι δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι μπορεί να «βγήκαμε απ’ τα μνημόνια» αλλά οι αναρίθμητοι μνημονιακοί νόμοι που ανέτρεψαν και ξεθεμελίωσαν τις εργατο-λαϊκές κατακτήσεις ενός ολόκληρου αιώνα είναι παρόντες. Μισθοί, συντάξεις, εργασιακά δικαιώματα συνθλίβονται καθημερινά στις μυλόπετρες των μνημονιακών νόμων που επέβαλαν ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ. Τα δημόσια κοινωνικά αγαθά της Υγείας και της Παιδείας, το νερό, το ρεύμα και οι μεταφορές ξεχερσώνονται εξαιτίας της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων που επέβαλαν τα μνημόνια. Αυτή ακριβώς την πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται πως θα υπηρετήσει με την ίδια συνέπεια, αφού η ανατροπή της είναι από τα πράγματα που «δεν γίνονται». Κατά τα άλλα διεκδικεί την ψήφο του λαού υποσχόμενος προεκλογικά ψίχουλα αντί πραγματικών αυξήσεων σε μισθούς – συντάξεις, ασπιρίνες και ευχολόγια για την ακρίβεια και τον πληθωρισμό που λεηλατεί τα εισοδήματα.
Αυτή είναι η ευκαιρία που ζητά για να κυβερνήσει για «πρώτη φορά με το δικό του πρόγραμμα».
Η όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ είναι τεχνητή. Θέλουν να εγκλωβίσουν το λαό στα κάλπικα διλήμματά τους, για να συγκαλύψουν την αντιλαϊκή πολιτική τους. Απέναντι στο στημένο δίπολο ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ η απάντηση πρέπει να είναι καθαρή: ούτε με τον έναν ούτε με τον άλλο. Με τους αγώνες, το λαό και την πραγματική Αριστερά.