Με το νόμο 4962 του περασμένου καλοκαιριού το ΥΠΑΙΘ επανέφερε για πολλοστή φορά την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας και του εκπαιδευτικού έργου. Στα συρτάρια της κυβέρνησης βρίσκεται το επόμενο στάδιο, αυτό της ατομικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού. Το μέτρο της αξιολόγησης αποτελεί άλλωστε μια από τις διακηρυγμένες δεσμεύσεις της κυβέρνησης.
Σήμερα, εν μέσω της πανδημίας και με την κατάσταση σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης να σημαδεύεται από το γενικευμένο λουκέτο και τις κυβερνητικές παλινωδίες, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ ενεργοποιεί τα ψηφισμένα μέτρα.
Στα μισά λοιπόν μιας άκρως προβληματικής σχολικής χρονιάς για μαθητές και εκπαιδευτικούς και μόλις λίγες ημέρες μετά την επαναλειτουργία των γυμνασίων έπειτα από δυόμισι μήνες, το ΥΠΑΙΘ ζητά με νέα υπουργικά φιρμάνια να ξεκινήσουν οι διαδικασίες “αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου”.
Τι προβλέπεται
Σύμφωνα με την τελευταία υπουργική απόφαση προβλέπεται η αξιολόγηση, εσωτερική και εξωτερική, όλων των σχολικών μονάδων. Μέσα από ένα πολυπλόκαμο γραφειοκρατικό σχέδιο, όλοι οι εκπαιδευτικοί συγκροτούν υποχρεωτικά ομάδες που θα κληθούν να αξιολογήσουν το έργο τους. Την διαδικασία αυτή εποπτεύει αυστηρά ένας Συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου που έχει την παιδαγωγική ευθύνη του σχολείου. Στο τέλος κάθε έτους οι σχολικές μονάδες συντάσσουν και δημοσιεύουν εκθέσεις που αποτελούν την λεγόμενη εσωτερική αξιολόγηση. Παράλληλα ενεργοποιούνται οι μηχανισμοί της Διοίκησης και του Υπουργείου Παιδείας, τα ΠΕΚΕΣ (Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού) και το ΙΕΠ (Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής), οι οποίοι αναλαμβάνουν το έργο της εξωτερικής αξιολόγησης. Τέλος επανέρχεται η διαβόητη Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) η οποία αναλαμβάνει το έργο της στενής παρακολούθησης της πορείας της αξιολόγησης σε πανελλαδική κλίμακα.
Όλο το πλαίσιο που στήνεται από την κυβέρνηση καθώς και η υποχρεωτικότητα που επιβάλλεται αποτελούν στην πράξη μια ολική επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος της αξιολόγησης της περιόδου Αρβανιτόπουλου (2013), με το αυταρχικό “εντέλλεσθε” και με στόχο να καταστείλει προληπτικά την αντίσταση του εκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στα εφαρμοζόμενα μέτρα.
Κυβερνητικοί μύθοι
Η ΝΔ επαναφέρει τις ίδιες ξαναζεσταμένες συνταγές, που έρχονται και ξανάρχονται τα τελευταία 20 χρόνια από όλες τις κυβερνήσεις. Στο δημόσιο λόγο ανακυκλώνει ακόμα και την ίδια χρεοκοπημένη επιχειρηματολογία, για την δήθεν αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, του Δημόσιου Σχολείου και η οποία υποτίθεται πως θα αποτελέσει παράγοντα ενίσχυσης και στήριξης των μαθητών.
Στα κυβερνητικά επιχειρήματα υπάρχει μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη σύμπτωση. Η ΝΔ χρησιμοποιεί ως επιχείρημα την ανάγκη να “διαμορφωθεί κουλτούρα αξιολόγησης στους εκπαιδευτικούς”. Εμπνευστής αυτής της κατεύθυνσης είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γαβρόγλου πρώτος διαπίστωνε την “ανάγκη” αυτή της λεγόμενης κουλτούρας της αξιολόγησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ πρόσφερε πολύτιμη υπηρεσία στο σημερινό κυβερνητικό έργο. Με την πολιτική του συγκάλυψε τους πραγματικούς στόχους της αξιολόγησης, εξωράισε και αθώωσε το περιεχόμενό της, ξαναβαφτίζοντάς τη ως “αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου”, σκόρπισε απλόχερα ρεφορμιστικές αυταπάτες πως μπορεί να υπάρξει μέσα στο αστικό σχολείο μια “άλλου τύπου” αξιολόγηση προς όφελος της εκπαίδευσης.
Παρά τους κυβερνητικούς μύθους η αξιολόγηση -των σχολείων σε πρώτη φάση και των εκπαιδευτικών μετέπειτα- θα αξιοποιηθεί άμεσα για να χρεωθούν και να φορτωθούν όλα τα δεινά της Δημόσιας Εκπαίδευσης στις πλάτες των εκπαιδευτικών.
Τόσο η ΝΔ σήμερα όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που αποτελεί διαχρονικά τον εισηγητή – εμπνευστή της αξιολόγησης, επιχειρούν με την ίδια δημαγωγία να αποκρύψουν πως είναι πάγια απαίτηση της ΕΕ, απαρέγκλιτος όρος όλων των μνημονίων και επιταγή του ΟΟΣΑ η επιβολή της. Ακόμα και ο ΣΕΒ εδώ και χρόνια πιέζει τις κυβερνήσεις να εφαρμόσουν συστήματα αξιολόγησης ώστε η εκπαίδευση να γίνει πιο “ελκυστική” και να προσαρμόζεται ευκολότερα στις ανάγκες της διαβόητης “αγοράς”. Τα ξένα αφεντικά και οι κυρίαρχοι κύκλοι της ντόπιας ολιγαρχίας τραβάνε το αυτί σε όλες τις κυβερνήσεις, διότι ως τώρα δεν έχουν κατορθώσει να επιβάλουν την αξιολόγηση. Και αυτό οφείλεται όχι στην έλλειψη της πολιτικής βούλησης των κυβερνήσεων αλλά στη μαζική και ανυποχώρητη στάση του εκπαιδευτικού κινήματος που έχει αποτρέψει τα σχέδια αυτά.
Οι συνθήκες που διαμορφώνει η πανδημία και ο παρατεταμένος εγκλεισμός του λαού αλλά και οι ευνοϊκές προϋποθέσεις που διαμόρφωσε ο ΣΥΡΙΖΑ ανοίγουν το δρόμο σήμερα για να επιβάλει τα αντιδραστικά σχέδια η ΝΔ.
Οι πραγματικές συνέπειες της αξιολόγησης
Έχοντας ως όχημα την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου η κυβέρνηση επιχειρεί να προωθήσει την κατηγοριοποίηση των σχολικών μονάδων και το διαχωρισμό τους σε “καλά” και “κακά” με ταξικά κριτήρια. Θα χρησιμοποιήσει στην κατεύθυνση αυτή όσα εργαλεία διαθέτει και πρώτα και κύρια την σχολική επίδοση των μαθητών. Η ενεργοποίηση της “Τράπεζας Θεμάτων” παίζει διπλό και καταλυτικό ρόλο για το σκοπό αυτό. Από τη μια πλευρά επανέρχεται σαν ταξικός κόφτης για χιλιάδες μαθητές και από την άλλη θα αξιοποιηθεί ως μέτρο για το αν οι εκπαιδευτικοί κάνουν “καλά” το έργο τους. Με ένα πονηρό δηλαδή τρόπο το ΥΠΑΙΘ και η κυρίαρχη εκπαιδευτική πολιτική βγαίνουν από το κάδρο των ευθυνών για τη συνεχιζόμενη υποβάθμιση και εγκατάλειψη του Δημόσιου Σχολείου καθώς και της παρεχόμενης μόρφωσης.
Παράλληλα οι εκπαιδευτικοί καθίστανται οι μοναδικοί υπεύθυνοι για την όποια μαθητική “αποτυχία”. Έτσι, για την απόρριψη των μαθητών από το σχολείο υπεύθυνος καθίσταται ο εκπαιδευτικός και όχι η κυρίαρχη πολιτική που γεννά, αναπαράγει και εντείνει τους ταξικούς φραγμούς.
Ακόμα παραπέρα, η κατηγοριοποίηση αυτή σε συνδυασμό μάλιστα με την προωθούμενη αυτονομία των σχολείων -την απαλλαγή δηλαδή του κράτους από την υποχρέωση της καθολικής και ισότιμης ενίσχυσης της Δημόσιας Εκπαίδευσης και την μετατόπιση όλου του βάρους αποκλειστικά στα σχολεία και την Τοπική Αυτοδιοίκηση- θα σημάνει με μαθηματική ακρίβεια έναν ανελέητο ανταγωνισμό. Τα σχολεία θα οδηγηθούν σε μια ασταμάτητη κούρσα εύρεσης πόρων και χρηματοδότησης για να στηρίξουν τη λειτουργία τους. Οι περίφημοι “χορηγοί”, δηλαδή τα διάφορα επιχειρηματικά συμφέροντα ακόμα και τμήματα του εφοπλιστικού κεφαλαίου (που έχουν ήδη διεισδύσει στα σχολεία) θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη χρηματοδότηση της εκπαίδευσης. Και οι εκπαιδευτικοί μέσα από τις “καινοτόμες δράσεις” που εισηγείται το ΥΠΑΙΘ θα αποτελούν τους ιδιότυπους “πλασιέ” που θα παρουσιάζουν τις επιδόσεις των σχολείων τους, παρακαλώντας τα αρπακτικά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για μια χορηγία.
Ένα τέτοιο ζοφερό καθεστώς δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ταξική κατηγοριοποίηση των σχολείων, σε στραγγαλισμό την εκπαίδευση, να φέρει λουκέτα σε όσα σχολεία δεν “πιάνουν” τους στόχους της αξιολόγησης. Η διεθνής εμπειρία τόσο σε εκπαιδευτικά συστήματα της Ευρώπης (Μ. Βρετανία, Φινλανδία κλπ) αλλά και στις ίδιες τις ΗΠΑ είναι αποκαλυπτική για τις δραματικές συνέπειες της αξιολόγησης όπου εφαρμόστηκε.
Η κατηγοριοποίηση των σχολείων οδήγησε σε ανελέητο ανταγωνισμό με όρους επιχειρηματικότητας, σε βαθιά υποχρηματοδότηση, ασφυξία και λουκέτο. Παράλληλα η αξιολόγηση αποτέλεσε το μοχλό για την εργασιακή και μισθολογική καθήλωση των εκπαιδευτικών, οδηγώντας τους ως την απόλυση.
Ανατρέπουν τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών
Το εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών μέσα σε αυτές τις συνθήκες εντατικοποιείται ακόμα περισσότερο. Το πολυδαίδαλο σχέδιο της αξιολόγησης, η υποχρεωτική συμμετοχή όλων των εκπαιδευτικών στις “ομάδες εργασίας” τούς φορτώνουν με πρόσθετα διοικητικά και γραφειοκρατικά βάρη, σε βάρος πάντα του κύριου εκπαιδευτικού και παιδαγωγικού έργου τους.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η αξιολόγηση του σχολείου συνδέεται άμεσα, όπως ρητά δηλώνει το ΥΠΑΙΘ, με την ατομική αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Το εκπαιδευτικό του έργο, τα εργασιακά του δικαιώματα, ο μισθός, ακόμα και η εργασιακή προοπτική του βρίσκονται κάτω από τη μόνιμη απειλή και ανασφάλεια. Η αξιολόγηση θα αποτελέσει την επόμενη περίοδο το μοχλό για να ανατραπούν όλες οι εργασιακές κατακτήσεις που πέτυχαν οι εκπαιδευτικοί με τους αγώνες τους, να χειραγωγηθεί το εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό τους έργο στους στόχους που θέτει η αξιολόγηση, αγνοώντας τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών. Θα αποτελέσει τον μεντεσέ που θα οδηγήσει σε απολύσεις όσους δεν πειθαρχούν στα προστάγματα της κυρίαρχης εκπαιδευτικής πολιτικής.
Τα κυβερνητικά σχέδια δεν πρέπει να εφαρμοστούν
Το εκπαιδευτικό κίνημα έχει μια πλούσια εμπειρία και παρακαταθήκη πάνω από δύο δεκαετίες αγώνων ενάντια στην αξιολόγηση. Από τον Αρσένη και τη Διαμαντοπούλου ως τον Αρβανιτόπουλο, με τον ανυποχώρητο αγώνα του και με ατμομηχανή τα πρωτοβάθμια εκπαιδευτικά σωματεία απέρριψε και ανέτρεψε τα σχέδια για την αξιολόγηση που έφερναν τον δυσωδία του αυταρχισμού, του επιθεωρητισμού και των απολύσεων.
Οι αγώνες του εκπαιδευτικού κινήματος ενάντια στην αξιολόγηση παραμέρισαν τις δεξιές και συμβιβαστικές γραμμές των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΝΔ και του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ που αποτελούν διαχρονικά τους θιασώτες της αξιολόγησης. Απέρριψαν όμως και τις ρεφορμιστικές προτάσεις των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ που καλλιεργούσαν αυταπάτες για μια άλλου τύπου “καλή” αξιολόγηση.
Αξιοποιώντας όλη την πολύτιμη εμπειρία των αγώνων ενάντια στην αξιολόγηση, σήμερα μπροστά στη νέα κυβερνητική επίθεση στην Δημόσια Εκπαίδευση, το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να βγει ξανά στο προσκήνιο με μαζικούς όρους.
Να αποκρούσει και να αναχαιτίσει την επελαύνουσα κυβερνητική πολιτική, να αντιπαρατεθεί παράλληλα με την πολιτική του συμβιβασμού και της υποταγής, με τον ποικιλώνυμο ρεφορμισμό.
Ο αγώνας ενάντια στην αξιολόγηση είναι αγώνας για την υπεράσπιση του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου για όλα τα παιδιά.