Οι εργαζόμενοι αφήνουν πίσω τους μια χρονιά, που μαζί με την πανδημία, έφερε μεγάλες ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις. Βρίσκοντας άλλοθι την πανδημία η κυβέρνηση Μητσοτάκη, πέρασε νέα αντεργατικά νομοσχέδια, ενισχύοντας τους εργοδότες σε βάρος των εργαζομένων, οι οποίοι είδαν να τσακίζεται περαιτέρω το δικαίωμα για πλήρη και σταθερή εργασία, με το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, με χτυπήματα στο εργατικό ωράριο, και την εκτεταμένη χρήση της τηλεργασίας.
Πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ: τσάκισμα της σταθερής και πλήρους εργασίας –
μεγάλη μείωση μισθών
Το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ αποτέλεσε ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης δήθεν για την στήριξη των εργαζομένων και της απασχόλησης, που θα εγγυάται τον κατώτατο μισθό. Ουσιαστικά όμως δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πακέτο μέτρων – δώρο στους εργοδότες, καθώς τους εξασφάλισε απαλλαγή των εισφορών που καταβάλλουν στους εργαζόμενους. Ακόμα τους έδωσε το ελεύθερο να μπορούν να μετατρέπουν συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε μερική και εκ περιτροπής εργασία. Συγκεκριμένα το πρόγραμμα προέβλεπε την περικοπή μισθών κατά 20% με την αλλαγή της σύμβασης σε μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση. Οι εργοδότες είχαν την δυνατότητα να μειώσουν μέχρι και 50% τους μισθούς, ενώ το κράτος κάλυπτε μόνο το 60% των απωλειών των εργαζόμενων. Στις απώλειες συμπεριλαμβάνονται και το επίδομα αδείας και Χριστουγέννων, που υπολογίστηκε με βάση τα μειωμένα ποσά.
Στο πρόγραμμα αυτό είχαν την δυνατότητα να ενταχθούν ακόμα και επιχειρήσεις με κερδοφορία, καθώς μοναδικό κριτήριο ήταν να εμφανίζουν μειωμένο τζίρο κατά 20% μόνο τους προηγούμενους μήνες.
Ακόμα δεν πάρθηκε καμία μέριμνα προστασίας των εργαζομένων καθώς μετά το τέλος του προγράμματος οι επιχειρήσεις μπορούν να απολύσουν ή να αλλάξουν τις συμβάσεις σε όσους εντάχθηκαν στο πρόγραμμα. Ενώ ακόμα και όσο ίσχυε το πρόγραμμα οι εργοδότες μπορούσαν να απολύουν εργαζόμενους που δεν είχαν ενταχθεί στο πρόγραμμα. Αρχικά στο μέτρο δόθηκε ένας προσωρινός χαρακτήρας μέχρι τις 15 Οκτώβρη, ωστόσο τελικά παρατάθηκε μέχρι τέλος του 2020, ενώ το αντίστοιχο πρόγραμμα της Ε.Ε. “SURE”, από το οποίο επιδοτήθηκε το δημόσιο για το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, θα έχει ισχύ μέχρι το τέλος του 2022, γεγονός που δεν αποκλείει και το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ να διατηρηθεί με την ιδια ή παραλλαγμένη μορφή σε ισχύ δυό χρόνια ακόμη. Φαίνεται ότι η πανδημία μπορεί να είναι προσωρινή, όμως η αντεργατική τους πολιτική και το χτύπημα στην μόνιμη και σταθερή εργασία είναι μόνιμη.
Αυτό που συνέβη φυσικά, όπως συνέβαινε έτσι και αλλιώς με την μερική απασχόληση αλλά και με τους ελεγκτικούς μηχανισμούς σε πραγματική ανυπαρξία αυτό το διάστημα, είναι χιλιάδες εργαζόμενοι να δουλεύουν παρέχοντας πλήρη εργασία με μειωμένο μισθό. Όπως και να το παρουσιάζει δημαγωγικά η κυβέρνηση, θεσμοθετήθηκε άτυπα η μερική και εκ περιτροπής εργασία και κούρεμα στους μισθούς.
Ωράριο λάστιχο – κατάργηση της κυριακάτικης αργίας
Πέρα από το χτύπημα της πλήρους απασχόλησης και της αντικατάστασης από ελαστικότερες μορφές εργασίας, βασική επιδίωξη της κυβέρνησης είναι το χτύπημα στην πενθήμερη και οχτάωρη εργασία. Με την έκθεση Πισσαρίδη θέλουν να δώσουν σε αυτήν την επιδίωξη το μανδύα της “επιστημονικότητας”. Έχει προλάβει βέβαια στα μέσα Δεκεμβρίου και ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων Jumbo να προτείνει με απαράμιλλο κυνισμό την 7ήμερη και 12ωρη εργασία. Η κυβέρνηση βέβαια δεν θα χρησιμοποιούσε την ίδια φρασεολογία αλλά βήμα βήμα βαδίζει προς αυτή την κατεύθυνση. Πρώτος της στόχος η απελευθέρωση του ωραρίου, μέσα από την κατάργηση του 8ωρου και την θεσμοθέτηση των απλήρωτων υπερωριών. Οι απλήρωτες υπερωρίες και το ελεύθερο στην πλήρη αυθαιρεσία των εργοδοτών περιγράφονται από την κυβέρνηση ως “εξορθολογισμός της χρήσης και του κόστους των υπερωριών” που θα επιτευχθεί “με την ευελιξία στην χρήση υπερωριών που είναι σημαντική για την οικονομική δραστηριότητα”.
Όμως δεν μένει εκεί η έκθεση Πισσαρίδη, αλλά προτείνει και απαλλαγή της υποχρέωσης των εργοδοτών να δηλώνουν τους εργαζόμενούς τους, στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ. Στην έκθεση, ο έλεγχος του καθορισμού και της εφαρμογής του εργατικού ωραρίου παρουσιάζεται ως “γραφειοκρατική υποχρέωση”, ενώ η απαλλαγή της εργοδοσίας από αυτό τον έλεγχο ως “εξορθολογισμός” και “απλοποίηση” του καθορισμού και της εφαρμογής του εργατικού ωραρίου.
Και αν η κατάργηση του 8ωρου είναι από τις πρώτες επιδιώξεις τις κυβέρνησης, η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας είναι ένας διακαής πόθος των εργοδοτών και των κυβερνήσεων τα τελευταία χρόνια, που σήμερα παίρνει σάρκα και οστά. Το νομοσχέδιο του υπουργείου Ανάπτυξης για τη λειτουργία της αγοράς εργασίας, θέλοντας να εφαρμόσει τον κανονισμό της ΕΕ 2019/1150 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, προχώρησε στη λήψη συμπληρωματικών μέτρων, με στόχο το χτύπημα της κυριακάτικης αργίας στον κλάδο του εμπορίου σε πρώτη φάση. Στο άρθρο 18 προβλέπεται η λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές όλο το έτος σε κοινότητες με μόνιμο πληθυσμό κάτω των 5.000 κατοίκων. Στη διάταξη αναφέρονται σε “τοπικά εμπορικά καταστήματα”, τα οποία κατατάσσουν με βάση το μέγεθός τους σε “πολύ μικρές οντότητες”. Βέβαια σαν “πολύ μικρή οντότητα” θεωρείται επιχείρηση με 10 εργαζόμενους και κύκλο εργασιών 1.500.000 ευρώ! Γίνεται ολοφάνερη η πρόθεσή τους να αποτελέσει το νομοσχέδιο αυτό τον προπομπό της κατάργησης της κυριακάτικης αργίας.
Μεγαλύτερος έλεγχος
και εκμετάλλευση
των εργαζομένων
μέσω της τηλεργασίας
Ένα από τα πρώτα μέτρα με αφορμή την πανδημία που έφερε η κυβέρνηση ήταν αυτό της τηλεργασίας. Συγκεκριμένα, με πράξη νομοθετικού περιεχομένου η κυβέρνηση θέσπισε στις αρχές Μαρτίου την “εξ αποστάσεως εργασία”, την οποία ο εργοδότης μπορεί να επιβάλλει στον εργαζόμενο. Και αυτό το μέτρο παρουσιάστηκε ως προσωρινό. Οι δηλώσεις ωστόσο της κυβέρνησης στη συνέχεια δεν άφησαν καμιά αμφιβολία και ξεκαθάρισαν τη μονιμότητα της ισχύος και αυτού του μέτρου. Τον Μάιο ο Μητσοτάκης δήλωνε σε συζήτηση με τους “κοινωνικούς εταίρους”: “έχουμε πει ότι θέλουμε να κρατήσουμε -όπου γίνεται- το κεκτημένο της τηλεργασίας, διότι αποδείξαμε αυτούς τους μήνες, ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι να εργαζόμαστε και να είμαστε παραγωγικοί”! Αυτή η πολιτική ήδη έχει σαν αποτέλεσμα την αλματώδη αύξηση της τηλεργασίας, τα ποσοστά της οποίας ανέβηκαν θεαματικά από 5,3% το 2019 σε 26% το 2020 με αποτέλεσμα ένας στους τέσσερις εργαζόμενους (500.000 περίπου μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι) να δουλεύουν με τηλεργασία.
Πρώτη φορά η τηλεργασία θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα το 2006, με τη σύμφωνη γνώμη της ΓΣΕΕ που συμφώνησε τότε με τις εργοδοτικές οργανώσεις σε ένα πλαίσιο εφαρμογής της. Με αυτή την συμφωνία η τηλεργασία είχε “οικειοθελή χαρακτήρα” και μπορούσε να γίνει με ατομική ή συλλογική σύμβαση εργασίας μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Στη συνέχεια το 2010 και τους μνημονιακούς νόμους, προστίθεται στα πλαίσια της τηλεργασίας και ο όρος της “τηλεετοιμότητας” του εργαζόμενου και του καθορισμού “των χρονικών ορίων και προθεσμιών ανταπόκρισης του μισθωτού” (δηλαδή να είναι διαθέσιμος ο εργαζόμενος ανά πάσα στιγμή να ανταποκριθεί άμεσα σε εργασία που απαιτεί ο εργοδότης). Η πανδημία έδωσε σήμερα την ευκαιρία στην κυβέρνηση να νομοθετήσει ένα βήμα παραπέρα και να κάνει υποχρεωτική πια την τηλεργασία και όχι οικειοθελή όπως ήταν μέχρι τώρα. Ο εργοδότης μονομερώς δηλαδή αποφασίζει και ο εργαζόμενος, υποχρεούται να δεχτεί την αλλαγή του τρόπου παροχής εργασίας.
Η τηλεργασία παρουσιάζεται προκλητικά από την ΕΕ και την κυβέρνηση απλά σαν μια “ευέλικτη διευθέτηση εργασίας” που τάχα διευκολύνει τον εργαζόμενο. Την ίδια στιγμή βέβαια, ο ΣΕΒ ομολογεί κυνικά ότι η τηλεργασία θα φέρει μείωση των μισθών, καθώς θα απασχολούνται άτομα νεότερα, θα μειωθούν τα λειτουργικά έξοδα των επιχειρήσεων, καθώς θα μεταφερθούν στον εργαζόμενο που θα δουλεύει από το σπίτι, ενώ θα αντλούν και περισσότερο χρόνο εργασίας από τον εργαζόμενο με την μείωση των απουσιών. Επί της ουσίας, όπως αναφέρει ο ΣΕΒ, θα φέρει αύξηση της παραγωγικότητας κατά 50%!
Είναι σίγουρο πως οι εργοδότες τρίβουν τα χέρια τους, την ώρα που για τους εργαζόμενους αναπτύσσονται κίνδυνοι και πολλαπλές αρνητικές συνέπειες. Δίνεται μεγαλύτερη ευχέρεια στον εργοδότη να εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο. Έχει τη δυνατότητα να διευρύνει το χρόνο δέσμευσης του εργαζομένου για εργασία και να είναι σε υπηρεσία σε ώρες εκτός κανονικού ωραρίου. Ακόμα, εκτός από τη μεταφορά του λειτουργικού κόστους στον εργαζόμενο, μεταφέρεται σε αυτόν και η μέριμνα των όρων υγιεινής και ασφάλειας για την εργασία που απαιτεί ο εργοδότης, δηλαδή για οποιοδήποτε ατύχημα εν ώρα εργασίας, η ευθύνη είναι του εργαζόμενου, άρα δεν θα υπάρχει καμιά αποζημίωση. Τέλος, άλλα δικαιώματα που μπορούν ακόμα ευκολότερα να καταπατηθούν είναι οι υπερωρίες, άδειες ασθένειας, γονικές άδειες και άλλα.
Δεν είναι όμως μόνο οι επιπτώσεις στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, αλλά ένα ακόμα πολύ σοβαρό ζήτημα είναι ότι ο εργαζόμενος αποκόπτεται από τον χώρο εργασίας και την άμεση καθημερινή επαφή με τους συναδέλφους του, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την συμμετοχή του σε συλλογικές και συνδικαλιστικές δράσεις.
Η απάντηση που πρέπει
να δώσουν οι εργαζόμενοι
Μέσα σε μια χρονιά που η κυβέρνηση διασπείρει τον φόβο και την τρομοκρατία σε βάρος των εργαζόμενων και συνολικά του ελληνικού λαού, ταυτόχρονα νομοθετεί νέα σκληρά αντεργατικά μέτρα. Όταν η πανδημία τελειώσει η εργασιακή πραγματικότητα θα είναι ακόμα δυσκολότερη για τους εργαζόμενους. Απέναντι σε αυτή την αντεργατική πολιτική, οι εργαζόμενοι πρέπει να ξαναπιάσουν τη νέα χρονιά το νήμα των αγώνων, να οργανωθούν και να παλέψουν μέσα από τα σωματεία του και τους χώρους δουλειάς, για μόνιμη και σταθερή εργασία, για πενθήμερη και οχτάωρη απασχόληση, για την υπεράσπιση της κυριακάτικης αργίας, για την απόκρουση της τηλεργασίας.