Εκδηλώνοντας με σταθερό τρόπο τις επεκτατικές και επιθετικές επιδιώξεις της, τόσο διακηρυκτικά όσο και έμπρακτα, η Τουρκία καταφέρνει να εδραιώνει τις θέσεις της, εγκαθιδρύοντας το «νέο καθεστώς» του Ερντογάν στην Ανατολική Μεσόγειο. Δεν υπάρχει αμφιβολία και από τα τελευταία γεγονότα γίνεται φανερό ότι, όσο η Τουρκία επιβάλλει την πολιτική αμφισβήτησης της συνθήκης της Λωζάνης προς κάθε κατεύθυνση, τα σενάρια θερμών επεισοδίων που γεννούν οι ολοένα και αυξανόμενες διεκδικήσεις της στο Αιγαίο πληθαίνουν.
Μετά την συμφωνία για την οριοθέτηση ΑΟΖ με τη Λιβύη, με την οποία η Τουρκία αγνοεί προκλητικά κάθε έννοια διεθνούς δικαίου αλλά και κοινής λογικής, απειλεί καθημερινά για έναρξη ερευνών στα νοτιοανατολικά της Κρήτης. Στον ΟΗΕ και το ΝΑΤΟ και σε κάθε άλλο όργανο του δυτικού ιμπεριαλισμού όπου η κυβέρνηση της ΝΔ αναζητά λόγια και υποσχέσεις των «προστατών» της, αποδεικνύεται η μία και μοναδική αλήθεια. Μοναδικό κριτήριο για τη στάση την οποία κρατούν οι αδίστακτοι ιμπεριαλιστές των ΗΠΑ και της ΕΕ (αυτοί που η κυρίαρχη προπαγάνδα ονομάζει συμμάχους) είναι η εξυπηρέτηση των σχεδίων και των συμφερόντων τους. Όποιος σχεδιάζει να στηρίξει την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας του σε αυτά δεν μπορεί παρά να έχει την τραγική μοίρα των ραγιάδων. Αυτή τη μοίρα που σύσσωμο το αστικό σύστημα αναζητά, ως ύστατο διπλωματικό χαρτί(!), στη… Χάγη. Δηλαδή στο δικαστήριο που φτιάχτηκε για να περιφρουρεί τα συμφέροντα του δυτικού ιμπεριαλισμού.
Προς επιβεβαίωση των παραπάνω, ο ΟΗΕ επικύρωσε τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης για τον ορισμό των ΑΟΖ, αδειάζοντας την κυβέρνηση και το αστικό σύστημα στην Ελλάδα και ανοίγοντας ακόμα περισσότερο την όρεξη του Ερντογάν για νέες διεκδικήσεις. Όπως απέδειξαν και τα τελευταία γεγονότα με αφορμή την επέτειο των Ιμίων, η Τουρκία με σταθερό τρόπο μετακινεί τα σύνορα και τις διεκδικήσεις της προς τα δυτικά με στόχο να κάνει πράξη τα σύνορα της «γαλάζιας πατρίδας». Οι παραβιάσεις κάθε είδους είναι καθημερινό φαινόμενο, ο Ερντογάν κάνει λόγο για τη «θέρμανση των νερών» της Ανατολικής Μεσογείου και οι «πολεμικές αναλύσεις» φουντώνουν.
Παρά το ότι τα γεγονότα δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνειών, δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά, με εμμονικό πλέον τρόπο, προκειμένου η πραγματικότητα να προσαρμοστεί στις προκατασκευασμένες αναλύσεις και θέσεις τους, αγνοούν ή -ακόμη χειρότερα αμφισβητούν- την τούρκικη επιθετικότητα. Ανακαλύπτουν(!) τον ανταγωνισμό των δύο αστικών τάξεων και δικαιολογούν ούτε λίγο ούτε πολύ τις κινήσεις της Τουρκίας ως αμυντικές ενέργειες στον επιθετισμό της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης! Καταλήγουν σε γενικόλογες διακηρύξεις περί ειρήνης και φιλίας των λαών και προδικάζουν έναν ενδεχόμενο πόλεμο ως άδικο και αντιδραστικό από όλες τις πλευρές. Παρουσιάζουν αυτή τη θέση ως συνεπή αντιπολεμική γραμμή που υπηρετεί την διεθνιστική και αντικαπιταλιστική προοπτική. Όμως σε αυτούς τους καιρούς, οι θέσεις με τις οποίες θα παρουσιαστούν οι δυνάμεις της αριστεράς είναι ιδιαίτερα κρίσιμες. Επειδή από αυτές θα εξαρτηθεί αν όντως θα συμβάλουν στην ανάπτυξη του αναγκαίου αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ή αν θα βρεθούν στο περιθώριο αφήνοντας πεδίο στις δυνάμεις του σωβινισμού και της αντίδρασης.
Ξανά για την ανάγκη παραδοχής
της πραγματικότητας
Πολλές δυνάμεις επαναλαμβάνουν διαρκώς ότι «αν αναγνωρίζεις την τούρκικη επιθετικότητα» ρίχνεις «νερό στο μύλο του αφηγήματος της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης», ότι είναι σαν να προάγεις την «ανάγκη για εξοπλισμούς και περικοπές μισθών» και πολλά ακόμη αντίστοιχα λογικά άλματα. Επιμένουμε να λέμε ότι δεν μπορεί καμία πραγματική ανάλυση να ξεκινάει από την κατασκευή της πραγματικότητας με τρόπο που αυτή θα υπακούει στα συμπεράσματα και τις θέσεις. Μπορεί και πρέπει να ισχύει μόνο το αντίστροφο. Σε κάθε άλλη περίπτωση τέτοιες αναλύσεις είναι καταδικασμένες να βουλιάξουν στις αντιφάσεις τους, όπως ήδη συμβαίνει με όλες αυτές τις δυνάμεις. Όταν συμβαίνουν όλα αυτά, καταντάει στρουθοκαμηλισμός η άρνηση της τούρκικης επιθετικότητας, που σήμερα -στο κάδρο πάντα των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών- μπορεί να οδηγεί τις εξελίξεις.
Τα «ύστατα» επιχειρήματα του τύπου: «εμείς έχουμε καθήκον να ασχοληθούμε και να καταγγείλουμε μόνο τη δική μας αστική τάξη» (τα πνευματικά δικαιώματα της φράσης ανήκουν στο ΣΕΚ που τη διατύπωσε πριν δυο τουλάχιστον δεκαετίες) κρίνονται το λιγότερο ως αστεία, αφού αναιρούν την ιστορία και την πολεμική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Αν ήταν έτσι, δεν θα έπρεπε να μιλάμε για ιμπεριαλισμό και εξάρτηση, δε θα έπρεπε να αναφερόμαστε ούτε στις ΗΠΑ ούτε σε καμιά άλλη ιμπεριαλιστική δύναμη, ούτε βέβαια να καταγγείλουμε την επέμβαση της Τουρκίας στη Συρία. Εκτός και αν υπάρχει κάποιος που θεωρεί ότι οι κούρδοι, που εδώ και χρόνια αποτέλεσαν το μακρύ χέρι των αμερικάνων στην περιοχή, πολεμούν κάτω από τη σημαία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού.
Για τη «φύση» και τις αναλύσεις
των μεγαλοαστικών τάξεων
Οι αναλύσεις που παρουσιάζουν δυνάμεις της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς (και όχι μόνο), ειδικά το τελευταίο διάστημα, αρχίζουν και τελειώνουν στις επιδιώξεις των δυο αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Με στόμφο κάθε φορά παρατίθεται το επιχείρημα της «επιθετικής φύσης όλων των αστικών τάξεων», σαν να πρόκειται για κάποιο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε σήμερα η επαναστατική θεωρία. Και σαν να θέλουν να πουν αυτοί που το διατυπώνουν ότι, αφού είναι όλες οι αστικές τάξεις από τη φύση τους επιθετικές, κάθε πόλεμος που διεξάγεται ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη είναι από τη φύση του αντιδραστικός και άδικος.
Το ότι όλες οι αστικές τάξεις θέλουν από τη φύση τους να είναι επιθετικές δε σημαίνει ότι όλες μπορούν να είναι επιθετικές. Και πολύ περισσότερο ότι απαλλάσσονται των ευθυνών τους αυτές που τελικά επιτίθενται, αμφισβητώντας σύνορα, καταπατώντας ξένα εδάφη και δημιουργώντας κατεχόμενες περιοχές.
Οι αναλύσεις που παρουσιάζονται από αυτές τις δυνάμεις συγχέουν την επιθυμία της ελληνικής αστικής τάξης να είναι επιθετική με την πραγματική δυνατότητα της Τουρκίας να είναι επιθετική και κυρίως με την ίδια την επιθετικότητα της Τουρκίας. Βάζουν στο ίδιο ζύγι τους χάρτες κάποιων ακροδεξιών ή τυχοδιωκτικών μη θεσμικών-κυβερνητικών στοιχείων που παρουσιάζουν την «μεγάλη ιδέα» της ελληνικής ΑΟΖ (και που στην πράξη δεν έχουν καμία απολύτως αξία), με την προκλητική και άκρως επιθετική ανακήρυξη της τούρκικης ΑΟΖ που αγνοεί ακόμη και την Κρήτη. Και «ξεχνούν» πάντα (προκειμένου να μην τραυματιστεί το αφήγημα της ελληνικής επιθετικότητας) να αναφέρουν ότι ακόμη και η ΑΟΖ που πήγε να ορίσει η Ελλάδα διμερώς με την Αλβανία, μετά από απαίτηση της Τουρκίας ακυρώθηκε. Ισοσταθμίζουν τις -χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα- αμερικανόπνευστες τριμερείς της Ελλάδας, με την εισβολή στη Συρία. Αντιπαραθέτουν την (από πολλές πλευρές αμφίβολης πραγματοποίησης) συμφωνία για τον East Med, με την έμπρακτη αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης. Θεωρούν την επέκταση (σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) της ελληνικής πλευράς από τα 6 στα 12 μίλια ως επιθετική ενέργεια. Ξεχνούν βέβαια ότι, πέρα από τις διακηρύξεις, η Ελλάδα δεν διεκδικεί στην πράξη αυτό το δικαίωμα, που η Τουρκία, βάσει του διεθνούς δικαίου, ασκεί για τον εαυτό της. Όπως επίσης δεν θεωρούν και τόσο επιθετική ενέργεια το γκριζάρισμα του Αιγαίου και την ευθεία αμφισβήτηση νησιών και βραχονησίδων, τόσο… όσο τουλάχιστον να την αναφέρουν. Πολλές φορές μάλιστα αναμασούν τα επιχειρήματα του υπουργείου εξωτερικών της Τουρκίας, για το ποια νησιά δεν αναφέρονται ονομαστικά στη συνθήκη της Λωζάνης και την ανάγκη αποστραιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου!
Ανακαλύπτουν στη «νέα συμφωνία για τις βάσεις» όχι το βάθεμα της ολόπλευρης εξάρτησης της χώρας και την ασφυκτική υποταγή της στις ανάγκες των ΗΠΑ, αλλά την ισχυροποίηση και την αναβάθμιση του ρόλου της! Επαναλαμβάνουν δηλαδή αυτούσιο ό,τι ακριβώς ισχυρίζεται η υποτελής και ξενόδουλη μεγαλοαστική τάξη της χώρας για… τον εαυτό της! Και ύστερα αγωνιούν για το ποιος ρίχνει νερό στο μύλο της προπαγάνδας… της κυρίαρχης τάξης.
Εσχάτως έγιναν και οπαδοί του ενδοτισμού της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, θεωρώντας μάλλον ότι η πολιτική των υποχωρήσεων που ακολουθείται αποσοβεί τον πόλεμο! Οπότε ακούσαμε και την κριτική στη θέση του Μ-Λ ΚΚΕ που καταγγέλλει τον ενδοτισμό της ελληνικής αστικής τάξης, ως μιας θέσης… φιλοπόλεμης! Δυστυχώς για όλους, η υποτέλεια και ο ενδοτισμός αυτός είναι το κύριο στοιχείο της ελληνικής πολιτικής στην παρούσα φάση και, συμπληρώνοντας την τούρκικη επιθετικότητα, όχι απλά δεν απομακρύνει, αλλά φέρνει όλο και πιο κοντά τα σενάρια πολέμου. Και σίγουρα όποιος φαντάζεται αντιπολεμικό κίνημα, υπέρμαχο του ενδοτισμού της «δικής του» αστικής τάξης, μάλλον πλανάται πλάνην οικτράν.
Ο κατάλογος των «επιχειρημάτων» αυτής της πλευράς θα μπορούσε να είναι μακρύς. Άλλωστε σε αυτό επιδίδονται αυτές οι δυνάμεις. Σε ατέρμονες αναλύσεις των επιδιώξεων των δυο αστικών τάξεων, οι οποίες παρουσιάζονται σαν εξίσου επιθετικές «από τη φύση τους», με την επιθετικότητα τους να «εναλλάσσεται στο χρόνο». Καταλήγουν πάντα στις αντιδραστικές επιδιώξεις των δύο εξαρτημένων αστικών τάξεων, με την «ελληνική επιθετικότητα» μάλλον να επικαλύπτει την τούρκικη και με συμπεράσματα του τύπου ότι: «η ελληνική αστική τάξη παίζει το ρόλο του υπάκουου παιδιού ενώ η τούρκικη του άτακτου»! Πρόκειται για την ολοκληρωτική άρνηση των γεγονότων και της πραγματικότητας! Η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, αφού οι επιδιώξεις και των δύο αστικών τάξεων είναι αντιδραστικές, ο ενδεχόμενος πόλεμος θα είναι άδικος και από τις δύο πλευρές!
Το δίκαιο κρίνεται από τα συμφέροντα
των λαών και όχι των αστών
Ακόμα και αν όλες οι ανυπόστατες αναλύσεις για το ρόλο και τις δυνατότητες των δύο αστικών τάξεων ίσχυαν, και πάλι, στον τρόπο που εξάγουν το συμπέρασμα για τον χαρακτήρα του πολέμου, οι δυνάμεις τις «αντικαπιταλιστικής αριστεράς» διαπράττουν ένα τεράστιο σφάλμα. Πραγματικά, από πότε το δίκαιο ή το άδικο ενός πολέμου κρίνεται με βάση τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα των αστικών τάξεων; Ακόμη και στις πρώτες δίκαιες επαναστάσεις και τους εθνικοαπελευθερωτικούς πολέμους που διεξήχθηκαν, οι αστικές τάξεις επεδίωκαν πάντα την εγκαθίδρυση του δικού τους εκμεταλλευτικού συστήματος. Και μόνο υπό αυτή την έννοια, οι βαθύτερες επιδιώξεις τους είναι πάντα εχθρικές προς τα λαϊκά συμφέροντα. Αυτό βέβαια από μόνο του, δεν έκρινε ποτέ το δίκαιο ή το άδικο αυτών των πολέμων. Αλλά και στους σύγχρονους πολέμους δεν ισχύει κάτι άλλο. Οι επιδιώξεις των μεγαλοαστικών τάξεων, ειδικά στα συγκροτημένα καπιταλιστικά κράτη, από τη φύση τους δεν μπορεί παρά να είναι και αντιδραστικές. Αυτό δεν εμπόδισε ποτέ την πραγματική αριστερά και το κομμουνιστικό κίνημα να τοποθετηθούν καθαρά για το δίκαιο και το άδικο του πολέμου, στη Συρία, στη Λιβύη, στο Ιράκ, το Αφγανιστάν ή… την Κύπρο. Αλήθεια ποια θέση θα διατύπωναν αυτές οι δυνάμεις για την εισβολή και την κατοχή της Κύπρου στη βάση μιας τέτοιας ανάλυσης; Μήπως ούτε εκεί θα έβρισκαν το δίκαιο σε κάποια μεριά; Αυτοί που αναζητούν το δίκιο και το άδικο μέσα στις αναλύσεις των επιδιώξεων των αστικών τάξεων είναι καταδικασμένοι να βρίσκουν παντού άδικο!
Το δίκαιο και το άδικο των πολέμων δεν μπορεί παρά να πηγάζει και να κρίνεται με βάση τα δίκαια των λαών. Εάν η ελληνική αστική τάξη αμφισβητήσει τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας και διεκδικήσει τμήμα της επικράτειας της, τότε ο πόλεμος θα είναι άδικος από την πλευρά της Ελλάδας και δίκαιος από την πλευρά της Τουρκίας, όπως συνέβη το 1922. Όχι επειδή θα θίγονται τα συμφέρονται της τούρκικης μεγαλοαστικής τάξης, αλλά επειδή θα θίγονται τα δίκαια του τούρκικου λαού. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στην περίπτωση (η οποία αυτή τη στιγμή είναι η πιθανή) που η Τουρκία επιτεθεί στην Ελλάδα. Δεν θα αναζητήσουμε το δίκαιο στις επιδιώξεις και το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης. Το δίκαιο υπάρχει στα συμφέροντα του ελληνικού λαού, που πραγματικά αγωνιά και αγωνίζεται για την πατρίδα του και την εθνική ανεξαρτησία. Και το ερώτημα τίθεται ξανά και ξανά. Γιατί αυτό που θα αναγνώριζαν ως δικαίωμα και δίκαιο (και σωστά) για τον τούρκικο λαό, αυτές οι δυνάμεις αρνούνται να το αναγνωρίσουν και για τον ελληνικό; Το τελευταίο αποτελεί πολύ σοβαρό ερώτημα για την φάση που διανύουμε. Οι απαντήσεις που θα δώσει η αριστερά θα είναι κρίσιμες για το μέλλον. Γι’ αυτό και επιμένουμε ότι επιταγή των καιρών είναι η αριστερά να μπολιαστεί με την κατανόηση της ανάγκης.