Με τη μαζική παρουσία συντρόφων, συναγωνιστών και φίλων, που γέμισαν την αίθουσα του πολιτιστικού χώρου του ΣΗΜΑΤΟΣ, πραγματοποιήθηκε στις 19/10/2024 η εκδήλωση που διοργάνωσε το Μ-Λ ΚΚΕ για τα 60 χρόνια πάλης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος.

Στόχος της ήταν να παρουσιασθεί συνοπτικά η διαδρομή του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος από τότε που έκανε τη δημόσια εμφάνιση του, με την έκδοση του περιοδικού «ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ», μέχρι τις μέρες μας και να αναδειχθεί η συμβολή του στους ιδεολογικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες στις έξι δεκαετίες που πέρασαν αλλά και σήμερα.

Η εκδήλωση άνοιξε με ένα σύντομο βίντεο, που είχαν επιμεληθεί οι σ. Τάνια Ζωγράφου και Μαρία Δανιήλ, το οποίο έφερε εικόνες και μνήμες για τις ρίζες του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, για τους πρωτοπόρους επαναστάτες κομμουνιστές που το θεμελίωσαν, για τις ιδεολογικοπολιτικές συνεισφορές του, για τους παλιότερους και τους νεότερους αγώνες του.

Ο σ. Δημήτρης Κουφοβασίλης, στη συνέχεια, με την ομιλία του αναφέρθηκε σε σταθμούς της 60ετούς δράσης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, περιέγραψε το ιστορικό πλαίσιο εξέλιξης της δράσης του και τις δύσκολες συνθήκες μέσα στις οποίες οι μαρξιστές-λενινιστές επαναστάτες κομμουνιστές ανέπτυξαν την μεγάλη προσπάθειά τους για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Ακολούθησε η κεντρική πολιτική ομιλία από τον σ. Ακη Αδαμόπουλο που εστιάσθηκε στην κριτική που ξεδίπλωσε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα της Ελλάδας από την ίδρυσή του μέχρι και σήμερα, ενάντια στις βασικές αναθεωρητικές ιδεολογικοπολιτικές κατευθύνσεις που εισήγαγε η ρεβιζιονιστική στροφή στο κίνημα και αποτέλεσαν και αποτελούν την πηγή της μεγάλης υποχώρησης του κομμουνιστικού κινήματος. Υπογράμμισε πως, παρά τα λάθη που δεν απέφυγε, η κύρια πλευρά της συνεισφοράς του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος είναι θετική, τονίζοντας, ταυτόχρονα, την επικαιρότητα των απαντήσεών του και για τις σημερινές ανάγκες του κινήματος καθώς και την αναντικατάστατη συμβολή του στην υπόθεση της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Μετά το τέλος των ομιλιών οι παρευρισκόμενοι είχαν την ευκαιρία να δουν ιστορικά ντοκουμέντα του μ-λ κινήματος που εκτέθηκαν στην αίθουσα του ΣΗΜΑΤΟΣ.

Η εκδήλωση έδωσε υλικό και αρκετά ερεθίσματα για την ιστορία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος για να τη συζητήσουν οι παλιότεροι αγωνιστές και για τη γνωρίσουν και την κατανοήσουν καλύτερα οι νεότεροι.

Αναμφίβολα, η γνώση της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, μέρος της οποίας αποτελεί και η 60ετής ιστορία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, η άντληση διδαγμάτων από αυτή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει εμπρός η υπόθεση της αναδημιουργίας ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος που θα υπηρετήσει με συνέπεια τους μεγάλους στόχους της εργατικής τάξης και του λαού μας.

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια, συντομευμένες, τις ομιλίες της εκδήλωσης στο ΣΗΜΑ. Οι αναλυτικές ομιλίες είναι δημοσιευμένες στις ιστοσελίδες https://www.m-lkke.gr και https://www.e-pro­lo­gos.gr.

60 χρόνια αδιάκοπης πάλης για την αναγέννηση του κομμουνιστικού κινήματος

Από το σ. Δημήτρη Κουφοβασίλη (εκτεταμένα αποσπάσματα)

Συμπληρώνονται 60 στρογγυλά χρόνια από τον Οκτώβριο του 1964 και την έκδοση του πρώτου τεύχους της «Αναγέννησης», μέσα από τις σελίδες της οποίας εγκαινιάζεται η δημόσια εμφάνιση του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Μετά το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης το Φεβρουάριο του 1956, για το διεθνές κίνημα ξημέρωνε μια διαφορετική, χειρότερη ημέρα. Η γυαλιστερή όσο και αναθεωρητική καινούρια γραμμή, η ρήξη με το επαναστατικό παρελθόν και η συμφιλίωση με το καπιταλιστικό σύστημα, συνδυασμένη με τις αθρόες όσο και πραξικοπηματικές καθαιρέσεις στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος, τις διαγραφές εκατοντάδων μελών, σηματοδοτούσαν την ανοιχτή ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική επίθεση του ρεβιζιονισμού.

Όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και τα άλλα, τότε μεταλλασσόμενα, κομμουνιστικά κόμματα, διατηρούσαν ακόμη την αίγλη και την ακτινοβολία του πρόσφατου ηρωικού παρελθόντος τους. Ειδικά οι μπολσεβίκοι της ΕΣΣΔ είχαν θεμελιώσει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στην ιστορία και είχαν πρωτοστατήσει στη συντριβή της ναζιστικής μηχανής, που είχε αποτελέσει απειλή για ολόκληρη την οικουμένη. Χρειαζόταν καθαρή ταξική ματιά και ψυχικό σθένος για να μπορέσει να αρθρώσει κανείς πολιτική κριτική και να μπει σε αντιπαράθεση με το μέχρι πρότινος ηρωικό κομμουνιστικό σοβιετικό κόμμα και τη σημαιοφόρο χώρα τού σοσιαλισμού, τη χώρα του Λένιν και του Στάλιν.

Ένα μόλις μήνα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δηλαδή το Μάρτιο του 1956, η Ελλάδα μπαίνει στην τροχιά της ΕΣΣΔ: η νέα ρεβιζιονιστική σοβιετική ηγεσία, με πραξικοπηματική επέμβαση στα εσωτερικά του ΚΚΕ, οργανώνει την περιβόητη «6η Ολομέλεια», που θα καθαιρούσε τον -μέχρι εκείνη τη στιγμή- γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, και θα φύτευε τη νέα καθοδήγηση των Κολιγιάννη και Παρτσαλίδη, για να υπηρετηθεί η αναθεωρητική καινούρια κατεύθυνση.

Στην πολιτική προσφυγιά, οι σύντροφοι -στελέχη του επαναστατικού ΚΚΕ- Πολύδωρος Δανιηλίδης και Γαβρήλος Παπαδόπουλος στη Ρουμανία μαζί με άλλους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες από την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Πολωνία ιδρύουν τη Μαρξιστική Λενινιστική Οργάνωση (ΜΛΟ) των πολιτικών προσφύγων, με φωνή της το περιοδικό «Επαναστάτης».

Στη χώρα μας, οι κομμουνιστές πάλευαν σε συνθήκες άγριας αστυνομικής τρομοκρατίας και διώξεων από το κράτος της Δεξιάς και χιλιάδες εξ αυτών βρίσκονταν στην εξορία, υποκείμενοι σε απομόνωση, βασανιστήρια, σωματικά και ψυχικά μαρτύρια. Όμως, στις εξορίες και τα θανατονήσια, «λύγισαν τα βασανιστήρια, όχι οι αγωνιστές». Η αντιρεβιζιονιστική πάλη στην Ελλάδα αναπτύσσει ρίζες ήδη από το καλοκαίρι του 1956, σε έναν από τους πιο άνυδρους τόπους, στο στρατόπεδο εξόριστων του Άη Στράτη. Μάλιστα, εκείνοι που θα συγκροτήσουν τον πρώτο οργανωμένο πολιτικό πυρήνα μαρξιστών-λενινιστών στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1964 είναι κύρια πρώην εξόριστοι του Άη Στράτη. Η συγκρότηση πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Ισαάκ Ιορδανίδη, καθώς και του Γιάννη Χοτζέα, και έπειτα από σύσκεψη στην Αθήνα μιας μικρής ομάδας κομμουνιστών.

Η σύσκεψη της Αθήνας αποφάσισε τη δημιουργία μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης, εξέλεξε γραμματέα της το σύντροφο Ισαάκ Ιορδανίδη και κατέληξε πως, μετά την άλωση του ΚΚΕ από το ρεβιζιονισμό, θα πρέπει όλες οι προσπάθειες να εστιασθούν στην οικοδόμηση προϋποθέσεων για την ανασύσταση ενός πραγματικά επαναστατικού ΚΚΕ. Η σύσκεψη αποφάσισε την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», απόφαση που θα λάμβανε σάρκα και οστά μόλις 4 μήνες μετά, τον Οκτώβρη του 1964, με εκδότη της «Αναγέννησης» το σύντροφο Ισαάκ Ιορδανίδη και υπεύθυνο συντάκτη το σύντροφο Γιάννη Χοντζέα.

Το δρόμο της αντιρεβιζιονιστικής πάλης είχαν στρώσει ήδη από τις αρχές του 1963 οι «Ιστορικές Εκδόσεις», οι οποίες με την έκδοση έργων του Μάο Τσετούνγκ και ντοκουμέντων αντιρεβιζιονιστικής πολεμικής του ΚΚ Κίνας έθεταν τις βάσεις για μια προκαταρκτική συσπείρωση κομμουνιστών γύρω από ένα κέντρο.

Στον αγώνα αυτό, η ΕΔΑ απαντούσε με διαγραφές και σφοδρές συκοφαντικές επιθέσεις ενάντια στη φωνή των μαρξιστών-λενινιστών, μεταξύ άλλων με παρεμβάσεις αποκλεισμού της κυκλοφορίας της «Αναγέννησης» στα περίπτερα.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη της δουλειάς των μαρξιστών-λενινιστών και τη συγκέντρωση δυνάμεων γύρω τους. Μαζική έκφραση της δουλειάς αυτής, ήταν η συγκρότηση φοιτητικής παράταξης (ΠΠΣΠ), η οποία από το 1964 μέχρι και τη χούντα των συνταγματαρχών ανέπτυξε έντονη, ουσιαστική και πλατιά δράση.

Δυστυχώς η αμερικανοστήριχτη φασιστική δικτατορία τον Απρίλιο του 1967, δίπλα σε κάθε δημοκρατική έκφραση και ελευθερία, θα έβαζε πάγο όχι μόνο στην ΠΠΣΠ, αλλά και στην εβδομαδιαία εφημερίδα του «Λαϊκού Δρόμου», η οποία δεν είχε προλάβει να συμπληρώσει 6 μήνες ζωής από την πρώτη έκδοσή της τον Ιανουάριο του 1967.

Ούτε η ΣΠΑΚ, η Συνεπής Πολιτική Αριστερή Κίνηση, με γραμματέα της τον σ. Ισαάκ Ιορδανίδη, η οποία προσπάθησε να γίνει -σε συνθήκες απαγόρευσης της νόμιμης δράσης του κομμουνιστικού κινήματος- νόμιμη οργάνωση και έκφραση των μαρξιστών-λενινιστών, πρόλαβε να αναπτύξει τη δράση της. Δύο μόλις εβδομάδες μετά την ίδρυσή της, στις αρχές Απριλίου 1967, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θα της έδινε πρόωρο τέλος.

Πολλά στελέχη του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων ο σύντροφος Ισαάκ Ιορδανίδης, συλλαμβάνονται, και μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άλλο κομμάτι φεύγει στο εξωτερικό.

Όμως, ούτε και τώρα, οι εξορίες και τα στρατόπεδα αποδίδουν. Μόνο αναστέλλουν. Δημιουργημένη μέσα στα δύσκολα χρόνια της 7ετίας, η Οργάνωση των Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ) περνά στη νομιμότητα μετά την πτώση της δικτατορίας και κάνει σημαντικά βήματα ανάπτυξης. Επανεκδίδεται ο «Λαϊκός Δρόμος», επανέρχεται η ΠΠΣΠ στις φοιτητικές σχολές και η πλατιά φωνή των μαρξιστών-λενινιστών αναπτύσσεται με την ΠΜΣΠ (Προοδευτική Μαθητική Συνδικαλιστική Παράταξη) στο μαθητικό κίνημα και την ΠΕΣΠ (Προοδευτική Εργατική Συνδικαλιστική Παράταξη) στο πεδίο του συνδικαλισμού.

Η δουλειά της ΟΜΛΕ οδηγεί στα χρόνια 1975-1976 στον υψηλότερο, ως τότε, βαθμό την ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική επιρροή του μ-λ κινήματος.

Δυστυχώς, συνδυασμός αρνητικών εξελίξεων μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, τόσο στην εγχώρια πολιτική σκηνή (με κομματικές διασπάσεις και ταυτόχρονη εκτόνωση του ευρύτερου δημοκρατικού και λαϊκού κινήματος με την υπόσχεση της «αλλαγής» που θα έφερνε το ΠΑΣΟΚ), όσο και στη διεθνή (με καίριο ιστορικό πλήγμα την παλινόρθωση του καπιταλισμού και στην Κίνα, γεγονός που δυσκόλευε τους όρους αντιπαράθεσης με τον ρεβιζιονισμό και εν γένει με τον καπιταλισμό), η πορεία ανάπτυξης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος (και) στη χώρα μας ανακόπηκε.

Εξήντα χρόνια από την έκδοση της «Αναγέννησης», που εγκαινίασε την οργανωμένη, δημόσια εμφάνιση του µαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος της Ελλάδας, οι βασικές κατευθύνσεις που θεμελίωσε και η γενική γραµµή που πρόβαλλε για όλα τα ζητήματα που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν και σήμερα το αριστερό και κομμουνιστικό κίνημα, διατηρούν ακέραιη τη σημασία τους και αποτελούν πολύτιμη συμβολή και παρακαταθήκη για τους σημερινούς αγώνες των µαρξιστών-λενινιστών και όλου του λαού στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στον κόσμο και τη χώρα μας.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα συνεχίζει να δίνει την αναγκαία, αναντικατάστατη και επίκαιρη συμβολή του στον αγώνα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος

Από το σ. Άκη Αδαμόπουλο (εκτεταμένα αποσπάσματα)

Πριν έξι δεκαετίες, τέτοιες μέρες, κυκλοφόρησε στα περίπτερα το περιοδικό «Αναγέννηση». Η κυκλοφορία της «Αναγέννησης» αποτέλεσε την αφετηρία μιας μεγάλης πορείας που επεδίωξε να φράξει το δρόμο στην άλωση του κομμουνιστικού κινήματος από το διαλυτικό ρεύμα αναθεώρησης των αρχών του από τον ρεβιζιονισμό, όπως καθιερώθηκε να λέγεται.

Οι μαρξιστές-λενινιστές κομμουνιστές του επαναστατικού ΚΚΕ που την ξεκίνησαν είχαν επίγνωση των μεγάλων δυσκολιών αυτής της προσπάθειας και το χρόνο που θα απαιτούσε. Στο πρώτο, κιόλας, τεύχος της η «Αναγέννηση» υπογράμμιζε πως η πάλη των μαρξιστών-λενινιστών περνάει «στο στάδιο της αποφασιστικής αντιπαράθεσης στον οππορτουνισμό» και πως «το στάδιο αυτό θα είναι ένα δύσκολο και μακρόχρονο στάδιο, πού θα χαρακτηρίζεται από έντονους και πολυσύνθετους αγώνες».

Σήμερα, που τα αποτελέσματα της επικράτησης του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν γίνει ολοφάνερα, έχει αποδειχθεί πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας που ξεκίνησε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Για υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους, η επικράτηση του ρεβιζιονισμού δεν αποφεύχθηκε, παρά τη μεγάλη μάχη που έδωσε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα για να μη συμβεί αυτό. Ωστόσο, η πάλη των μαρξιστών-λενινιστών έδωσε κεφαλαιώδη συμβολή στο ξεσκέπασμα της πραγματικής φύσης του ρεβιζιονισμού και κατάφερε μέσα στη ρεβιζιονιστική λαίλαπα που έπεσε πάνω στο κομμουνιστικό κίνημα να κρατήσει όρθιο ένα κομμάτι του, κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα κόκκινο απόσπασμα που συνεχίζει να βαδίζει στον επαναστατικό δρόμο.

Αυτή είναι η κύρια συνεισφορά του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος που συνεχίζει να δίνει και σήμερα. Εχθροί και συκοφάντες του επιχείρησαν πολλές φορές να τη μηδενίσουν αλλά δεν το κατάφεραν. Στον αγώνα του το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα άκουσε και φωνές να του λένε ότι εξαντλήθηκε η προωθητική δύναμή του. Οι φωνές αυτές κατέληξαν να προβάλουν διαλυτικές απόψεις συνολικά για το κομμουνιστικό κίνημα. Σαν ασθενική ηχώ τους αντηχεί σήμερα και η άποψη ότι «το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα έκλεισε τον κύκλο του», γιατί «εδώ και χρόνια ολοκληρώθηκε αυτό που είχε και μπορούσε να δώσει στις συνθήκες της δεξιάς στροφής και της εμφάνισης της παλινόρθωσης» και ότι η εποχή μας χρειάζεται κάτι «νέο», το οποίο, ωστόσο, δεν καθορίζεται.

Αντιλαμβανόμαστε αυτές τις απόψεις ως αντανάκλαση της πίεσης που ασκεί ο σημερινός δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του κομμουνιστικού κινήματος και το γεγονός ότι το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα δεν έχει φτάσει σε εκείνη τη μαζική ανάπτυξη που να είναι ικανή να αντιστρέψει αυτόν το δυσμενή συσχετισμό. Όμως οι δυσκολίες ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος είναι κρίσιμο λάθος να οδηγούν σε θέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε μια αντικειμενική εκτίμηση του σύγχρονου ρόλου του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος και μπορούν να ανοίξουν το δρόμο σε μια εκτροπή προς λαθεμένες κατευθύνσεις που δεν συμβάλλουν στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα υπερασπίστηκε και υπερασπίζει το ιστορικό έργο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Λένιν και του Στάλιν, όπως και το αντίστοιχο στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ. Η υπεράσπιση της περιόδου του σοσιαλισμού και ο ξεχωρισμός της από τη ρεβιζιονιστική περίοδο καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες είναι ένα κρίσιμο ζήτημα. Βοηθά να δούμε στην πράξη τη διάκριση μεταξύ του σοσιαλιστικού και καπιταλιστικού δρόμου.

Σε αυτό το κεφάλαιο η αντιπαράθεση με τις σύγχρονες μορφές ρεβιζιονισμού συνεχίζεται αμείωτη. Η ρεβιζιονιστική ηγεσία που επιβλήθηκε στο ΚΚΕ μετά το 1956 αναπαρήγαγε για χρόνια όλη την αντισοσιαλιστική πραμάτεια του σοβιετικού ρεβιζιονισμού. Από τις δυο πτέρυγες στις οποίες διασπάστηκε μετά το 1968, εκείνη που εντάχθηκε στο ευρωκομμουνιστικό ρεβιζιονιστικό ρεύμα τη διατήρησε ατόφια, ως τις μέρες μας που μετατράπηκε σε ΣΥΡΙΖΑ. Η άλλη, που συνέχειά της αποτελεί η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, για δεκαετίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, διέβαλε το σοσιαλισμό ταυτίζοντάς τον με τον ρεβιζιονισμό του Μπρέζνιεφ ακόμα και του Γκορμπατσόφ, που οδήγησε στην καπιταλιστική παλινόρθωση και στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του ΚΚΣΕ.

Πόσο έχει αλλάξει αυτή τη θέση της σήμερα; Αν και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης από τα πράγματα αναγκάστηκε να πει κάποια λόγια περί «οππορτουνιστικής στροφής» στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δεν παύει να θεωρεί σοσιαλιστική τη Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1990 που διαλύθηκε. Η θέση πως από το 1917 έως το 1990 είχαμε σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση διαγράφει, στην ουσία, ότι υπήρξε μια αντεπαναστατική τομή το 1956 και, στην πραγματικότητα, συντηρεί σε μια νέα συσκευασία την υποστήριξη στο ρεβιζιονισμό. Μερίδιο στην αμαύρωση της ιστορίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έχουν και τα ρεύματα του τροτσκισμού, του λεγόμενου «αντικαπιταλισμού» και του αναρχισμού.

Στη σύγχρονη πάλη για το άνοιγμα του σοσιαλιστικού δρόμου, το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα δίνει μια σημαντική συμβολή. Ξεχωριστής σημασίας είναι η συμβολή του στην ερμηνεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες που βασίζεται στη λαμπρή θεωρία του Μάο Τσετούνγκ ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχουν τάξεις, ταξική πάλη και αγώνας ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και καπιταλιστικό δρόμο. Ότι για να αποτραπεί η καπιταλιστική παλινόρθωση στη σοσιαλιστική κοινωνία χρειάζεται αγώνας για την υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου και για τη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου με πλατιά κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, σαν αυτή που ενσάρκωσε η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση.

Σε μια εποχή όπου, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη, η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό αποικισμό και νεοαποικισμό σημείωνε μια μεγάλη ανάπτυξη, ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός προώθησε μια γραμμή υπονόμευσης του εθνικοαπελευθερωτικού και εθνικοανεξαρτησιακού αγώνα. Ο χρουστσιωφικός ρεβιζιονισμός διαστρεβλώνοντας τη λενινιστική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης κρατών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα και μετατρέποντάς την σε μια γενική γραμμή συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό, κινδυνολογώντας με τη λεγόμενη θεωρία των «σπινθήρων», η οποία παρουσίαζε τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ως «μικρούς σπινθήρες» που «μπορούν να προκαλέσουν παγκόσμιο πόλεμο», στράφηκε ενάντια στον αγώνα των κινημάτων των λαών που μάχονταν για την εθνική απελευθέρωση και την εθνική ανεξαρτησία.

Αυτή η υπονομευτική γραμμή βρήκε την έκφρασή της και στην πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Η «Αναγέννηση» στηλίτευε την ηγεσία της ΕΔΑ για το ότι «βαθμιαία εγκατέλειψε την πάλη εναντίον της κύριας αιτίας της κακοδαιμονίας του τόπου, δηλ. της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και υποδούλωσης».

Η πολιτική εγκατάλειψης του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας χαρακτηρίζει τον ελληνικό ρεβιζιονισμό ως τις μέρες μας. Οι λεγόμενοι «ανανεωτές» της Αριστεράς του ΚΚΕεσ και αργότερα του ΣΥΝασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν γίνει υποστηρικτές της ένταξης και παραμονής της χώρας μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ.

Από την άλλη πλευρά η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη από το δυτικό ιμπεριαλισμό. Έχει στείλει στις καλένδες το αντιιμπεριαλιστικό αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας. Στη χορωδία της αποκήρυξης του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία συμμετέχουν σχεδόν όλες οι οργανώσεις του τροτσκιστικού, του λεγόμενου «αντικαπιταλιστικού» και αναρχικού χώρου.

Απομένει μόνο, ουσιαστικά, το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα να καλεί σε εθνικοανεξαρτησιακό αγώνα.

Η διακήρυξη του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ για το δρόμο του «ειρηνικού περάσματος» ή, όπως αλλιώς λέγεται, για «το πέρασμα στο σοσιαλισμό με τον κοινοβουλευτικό δρόμο» πρόβαλε ένα δρόμο διαμετρικά αντίθετο από εκείνον της Οκτωβριανής Επανάστασης, καθώς και όλων των νικηφόρων επαναστάσεων που καθοδηγήθηκαν από κομμουνιστικά κόμματα. Με τη γραμμή αυτή ο ρεβιζιονισμός ανέτρεψε την επαναστατική κατεύθυνση του κομμουνιστικού κινήματος.

Η ρεβιζιονιστική ηγεσία που επιβλήθηκε πραξικοπηματικά στο ΚΚΕ τη μετέφερε και στην Ελλάδα και το αποτέλεσμά της ήταν την επαναστατική πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος να την μεταλλάξει σε μια ρεφορμιστική πολιτική προσαρμογής στο αστικό σύστημα.

Η ρεφορμιστική μετάλλαξη έβαλε στη θέση του επαναστατικού προγράμματος του κομμουνιστικού κινήματος ρεφορμιστικά πολιτικά προγράμματα που έχουν ως πυρήνα τους τη ρεβιζιονιστική θεωρία της πραγματοποίησης του μετασχηματισμού του καπιταλιστικού συστήματος σε σοσιαλισμό μέσω βαθμιαίων διαρθρωτικών αλλαγών. Αντικατέστησε τον επαναστατικό και ανεξάρτητο χαρακτήρα της πολιτικής του κομμουνιστικού κινήματος με μια πολιτική συμβιβασμού με το αστικό σύστημα και ουράς στα αστικά κόμματα. Έθεσε σε πρώτη μοίρα την κοινοβουλευτική πάλη και την αλλαγή κοινοβουλευτικών συσχετισμών και υποβάθμισε την εξωκοινοβουλευτική πάλη, ορθώνοντας εμπόδια στην ανάπτυξη των μαζικών λαϊκών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Στη θέση του αγωνιστικού, ταξικά ασυμβίβαστου πνεύματος πάλης για την επίτευξη των μικρών και μεγάλων στόχων της εργατικής τάξης και του λαού, προώθησε το πνεύμα του ταξικού συμβιβασμού.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό αντιπαρατέθηκε διαχρονικά σε όλες τις εκφράσεις ρεφορμιστικής πολιτικής που προώθησαν τα ρεβιζιονιστικά κόμματα: Η «Αναγέννηση» υπέβαλε σε συστηματική κριτική το ρεφορμιστικό πρόγραμμα που πρόβαλε η ηγεσία της ΕΔΑ με την πολιτική του «αναπτυγμένου και ολοκληρωμένου προγράμματος ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς» και των «ενδιάμεσων φάσεων για την πραγματοποίηση της εθνικοδημοκρατικής αλλαγής».

Ξεσκέπασε την πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας της ΕΔΑ ως μια πολιτική άρνησης του ηγετικού ρόλου της Αριστεράς στο κίνημα, που μετατράπηκε σε νεροκουβαλητή της πολιτικής του Γεωργίου Παπανδρέου. Η «Αναγέννηση» κατάγγειλε τη γραμμή της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας ως μια «γραμμή ευνουχισμού των λαϊκών αγώνων».

Στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα αντιπαρατέθηκε στη γραμμή προσαρμογής των ρεβιζιονιστών του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ στις μανούβρες των ψευτοδημοψηφισμάτων και της «φιλευθεροποίησης» του φασιστικού καθεστώτος. Ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τη γραμμή συγκράτησης και υπονόμευσης του μαζικού αντιφασιστικού κινήματος και άρνησης των αντιιμπεριαλιστικών αιτημάτων που ακολούθησαν οι ρεβιζιονιστές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, ιδιαίτερα αυτοί του ΚΚΕ που εναντιώθηκαν και συκοφάντησαν την κατάληψή του.

Μετά τη δικτατορία, το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα άσκησε επανειλημμένα εξαντλητική κριτική στα ρεφορμιστικά προγράμματα των ρεβιζιονιστικών ηγεσιών που προβλήθηκαν με ποικίλες ονομασίες. Κατάγγειλε τις ρεβιζιονιστικές προτάσεις για «κυβέρνηση δημοκρατικών δυνάμεων» και για «κυβέρνηση πραγματικής αλλαγής» ως πολιτικές υποβοήθησης της πολιτικής των αστικών κομμάτων και ενσωμάτωσης στο αστικό σύστημα. Και αυτό αποδείχθηκε με την πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΕ που έγινε τις δεκαετίες του 1970-1980 παρακολούθημα της «αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ. Με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα το 1989 στις οποίες ο ΣΥΝασπισμός έγινε κυβερνητικός συνεταίρος της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Και, τέλος, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία ο πρώην «ανανεωτικός» ρεβιζιονισμός κατάληξε να γίνει κόμμα-διαχειριστής των συμφερόντων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του αμερικανοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.

Η ρεβιζιονιστική πολιτική εξακολουθεί και σήμερα να εμποδίζει την ανασύνταξη των δυνάμεων του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος. Η θέση του ΚΚΕ που λέει πως «είναι έτοιμο να αναλάβει τις ευθύνες» και να «εφαρμόσει» ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, αν ο λαός το εκλέξει «πρώτο κόμμα», επαναλαμβάνει όλη την απατηλή ουσία της ρεβιζιονιστικής γραμμής τού κοινοβουλευτικού δρόμου προς το σοσιαλισμό.

Σε στιγμές κρίσης του αστικού συστήματος, όταν εκδηλωνόταν με ένταση η αντίθεση των λαϊκών μαζών στην πολιτική των κυρίαρχων αστικών κομμάτων, οι ρεβιζιονιστικές ηγεσίες δεν επέλεξαν να ενισχύσουν τον ανεξάρτητο αγώνα της Αριστεράς και τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, αλλά συναίνεσαν σε μια «διέξοδο από την κρίση» μέσα από εκλογές και από το αστικό κοινοβούλιο. Το 1989 με τη ρεφορμιστική αντίληψή τους για μια «κυβερνώσα Αριστερά», έγιναν δεκανίκια των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Το φθινόπωρο του 2011, όταν οι πολύ μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στο πρώτο μνημόνιο έφεραν σε δύσκολη θέση τους κυβερνώντες, από την οποία θέλησαν να βγουν με τον ελιγμό των εκλογών, η ηγεσία του ΚΚΕ είδε και πάλι ως διέξοδο τον κοινοβουλευτικό δρόμο και βγήκε να ζητήσει και αυτή εκλογές. Τέλος, η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» έγινε βαλβίδα εκτόνωσης του ισχυρού λαϊκού κινήματος ενάντια στα μνημόνια.

Η ρεφορμιστική πολιτική, την περίοδο που διανύουμε, έχει βρει και άλλες εκφάνσεις στην πολιτική μιας σειράς μικρών οργανώσεων που έγιναν τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ ως το 2015. Στην πολιτική, επίσης, των λεγόμενων «μεταβατικών» ή «αντικαπιταλιστικών» προγραμμάτων που προβάλλουν οι οργανώσεις του τροτσκισμού, του ΝΑΡ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πρώην κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ρεβιζιονιστική στροφή στο κομμουνιστικό κίνημα σήμανε επίθεση και ενάντια στην επαναστατική ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Ο ρεβιζιονισμός -όπως έγραφε η «Αναγέννηση»- «αντί για μια αντικειμενική εκτίμηση των επιτυχιών του παρελθόντος έκανε, ουσιαστικά, μια πρωτοφανή προσπάθεια μηδενισμού όλης τής προηγούμενης ιστορίας του κινήματος, διαγραφής των καλύτερων αγωνιστικών του παραδόσεων».

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα κατάγγειλε αυτήν την κατεύθυνση εκτίμησης της ιστορίας του ΚΚΕ και αντέταξε στη ρεβιζιονιστική παραχάραξη της επαναστατικής ιστορίας του ΚΚΕ τη θέση του ότι «παρά τα λάθη που διέπραξε στην πορεία της δράσης του, αυτό που κύρια χαρακτηρίζει το ΚΚΕ ως το 1956 είναι η θετική προσφορά του».

Διαστρεβλωτικές, μειωτικές έως και απορριπτικές εκτιμήσεις της επαναστατικής ιστορίας του ΚΚΕ αλλά και συνολικότερα της γενικής γραμμής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ως το 1956 συνεχίζονται να προβάλλονται μέχρι τις μέρες μας από τα ρεύματα του ρεβιζιονισμού, του τροτσκισμού και του λεγόμενου «αντικαπιταλισμού». Ειδικά η ηγεσία του ΚΚΕ έχει προχωρήσει, σήμερα, σε μία νέα αναθεώρηση της ιστορίας του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, έχοντας βγάλει λαθεμένη τη γραμμή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς, τη γραμμή της Μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης, κατ’ επέκταση της γραμμής που δημιούργησε την εποποιία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα μια από τις πιο πολύτιμες υπηρεσίες που έχει προσφέρει και πρέπει να συνεχίσει προσφέρει σήμερα είναι η υπεράσπιση της επαναστατικής κληρονομιάς του που περιέχει μεγάλα διδάγματα. Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, που έχει βγει από τα σπλάχνα του επαναστατικού ΚΚΕ, χρειάζεται να αξιοποιήσει αυτά τα διδάγματα.

Χρειάζεται, όμως, να διδαχθεί και από τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες της δικής του 60χρονης πορείας. Γι’ αυτό το σκοπό το Μ-Λ ΚΚΕ στο 6ο συνέδριό του, το 2018, προχώρησε στην εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων για την αγωνιστική πορεία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Έκανε αυτοκριτική τοποθέτηση για τα λάθη του και υπογράμμισε πως «το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος είναι η θετική συνεισφορά στον αγώνα του λαού μας».

Το Μ-Λ ΚΚΕ συνεχίζει το δρόμο που χάραξε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα από την ίδρυσή του, αναδεικνύοντας μέσα στους ιδεολογικοπολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες την ορθότητα, την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα της γραμμής του.

Επιδιώκει τη δημιουργική εφαρμογή και ανάπτυξη αυτής της γραμμής για να ανταποκρίνεται στις σημερινές απαιτήσεις του κινήματος και στη μεγάλη ανάγκη της αναδημιουργίας ενός πραγματικού και μαζικού κομμουνιστικού κόμματος.

60 χρόνια από τότε που οι πρωτοπόροι κομμουνιστές μαρξιστές-λενινιστές του επαναστατικού ΚΚΕ ήλθαν σε ρήξη με τον αντεπαναστατικό και διαλυτικό ρεβιζιονισμό, εμείς έχοντας πάρει την αγωνιστική σκυτάλη για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος από το σημείο που αυτοί την έφτασαν, καλούμαστε, σήμερα, με αγωνιστικό πνεύμα, δύναμη και αισιοδοξία να την προχωρήσουμε πιο μπροστά.