Η 77η Γενική Συνέλευση των Ενωμένων Εθνών και το παρασκήνιο των διπλωματικών επαφών αποτέλεσαν τον καθρέπτη των ελληνοτουρκικών σχέσεων στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα και επιβεβαίωσαν τις ιδιαίτερα κρίσιμες προοπτικές σε βάρος της κυριαρχίας Ελλάδας και Κύπρου, αυξάνοντας ταυτόχρονα και τις προϋποθέσεις πολεμικών περιπετειών στην περιοχή.
Στο βήμα της Γ.Σ. προηγήθηκε ο Τούρκος Πρόεδρος, Ερντογάν, που επιτέθηκε με πρωτοφανή οξύτητα και έκταση σε βάρος της Ελλάδας, κατηγορώντας την για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων στο Αιγαίο. Φορτίζοντας συναισθηματικά την ομιλία του με φωτογραφίες νεκρών παιδιών, χαρακτήρισε τις δράσεις του Λιμενικού σαν «εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας», τα οποία πρέπει να σταματήσουν ΟΗΕ και ΕΕ. Αναφέρθηκε στις διακρίσεις που επιβάλλει η Ελλάδα σε βάρος της «τουρκικής» μειονότητας της Θράκης και κάλεσε την ΕΕ «να μην κάνει τα στραβά μάτια». Ο ίδιος, ωστόσο, παραβλέποντας τη διαχρονική απειλή πολέμου (casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια) και τις πρόσφατες «προειδοποιήσεις» για εισβολή «ένα βράδυ ξαφνικά» (για να επιβληθεί στην πράξη η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών), χαρακτήρισε «γελοία» την Ελλάδα, που «επιδιώκει να κάνει επίδειξη δύναμης». Φορώντας τον μανδύα του ειρηνοποιού ισχυρίστηκε ότι στο «Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θέλουμε να λυθούν όλα με βάση τους κανόνες της καλής γειτονίας και με βάση το Διεθνές Δίκαιο. Στην Ανατολική Μεσόγειο η διατήρηση της ειρήνης εξαρτάται από τον σεβασμό των δικαιωμάτων όλων των πλευρών».
Στην ίδια κατεύθυνση και για την Κύπρο πρόβαλε τη λύση των δύο κρατών θεωρώντας ότι «το κλειδί για τη λύση, είναι να αναγνωριστεί η διεθνής ύπαρξη της ΤΔΒΚ» και ζήτησε «από τη διεθνή κοινότητα να τερματίσει τις κυρώσεις και το εμπάργκο και να σταματήσει αυτή η τυραννία». Παρέλειψε όμως να αναφερθεί ότι το 37% της Κύπρου, ενός ανεξάρτητου κράτους, παραμένει υπό στρατιωτική κατοχή, ότι μετά την τουρκική εισβολή του 1974 το ένα τρίτο των Ελληνοκυπρίων οδηγήθηκαν στην προσφυγιά, ότι εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι υπήκοοι έχουν εποικίσει τα κατεχόμενα ούτε ότι η Τουρκία, βάσει της αυθαίρετης ερμηνείας του διεθνούς δικαίου, μειώνει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου κατά 44%, σε βάρος τόσο των Ελληνοκυπρίων όσο και των Τουρκοκυπρίων, καταπατώντας έτσι και τη θαλάσσια κυριαρχία της Κύπρου και ότι πρόσφατα ακόμα, επεκτείνοντας τα κατεχόμενα εδάφη, άνοιξε τα Βαρώσια κόντρα στις αποφάσεις του ΟΗΕ.
Την τουρκική προκλητικότητα σιγοντάρουν με κάθε ευκαιρία οι υπερατλαντικοί «σύμμαχοι», επιβεβαιώνοντας ότι η προσπάθεια απόσπασης της Τουρκίας από τη ρωσική επιρροή ενθαρρύνει τις τουρκικές αμφισβητήσεις σε Αιγαίο και Ανατ. Μεσόγειο. Ο Μπάιντεν υπόσχεται να επιλύσει το ζήτημα των F-16, ενώ ο επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μπλίνκεν, σε συνάντηση που είχε με τον Τούρκο ομόλογό του στο περιθώριο της Γ.Σ. επαινεί το έργο που έχει κάνει η Τουρκία για να βοηθήσει στην ίδρυση του λιμανιού σιτηρών στη Μαύρη Θάλασσα, δηλώνει «ευγνώμων για το έργο που κάνουμε μαζί ως σύμμαχοι και εταίροι του ΝΑΤΟ, για τις πολλές προκλήσεις ασφαλείας που αντιμετωπίζουμε μαζί», απορρίπτοντας την εικόνα του νταή και ταραχοποιού που επιχειρεί να οικοδομήσει η ελληνική κυβέρνηση.
Από τη μεριά του ο Μητσοτάκης, «δεν τσίμπησε», (σύμφωνα με δική του διατύπωση) στις τουρκικές προκλήσεις, που υποβαθμίζοντάς τις, τίς απέδωσε σε «προεκλογικό παιχνίδι». Επιχειρώντας να εμφανιστεί σαν πιστός θεματοφύλακας των Νατοϊκών συμφερόντων στην περιοχή κατηγόρησε την τουρκική κυβέρνηση για «αναθεωρητισμό», «αποσταθεροποιητικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή, σε μία κρίσιμη περίοδο, καθώς διεξάγεται ο πόλεμος στην Ουκρανία». Στα πλαίσια των «άνωθεν» εντολών να «τα βρούμε» με την Άγκυρα ξέπλυνε την επιθετική ρητορική του Ερντογάν, αναγνωρίζοντας ότι η Τουρκία είναι ένα σημαντικό κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ με σημαντική συμβολή στην ουκρανική κρίση και επισήμανε ότι μπορεί να γίνει «εταίρος» της Ελλάδας και της ΕΕ, «εάν το επιλέξει». Αναφερόμενος στην υπογραφή (1930) του «Συμφώνου Ειρήνης και Φιλίας» Βενιζέλου-Ατατούρκ, μίλησε ακόμα και για τους δεσμούς φιλίας των δύο λαών. Την ομιλία Μητσοτάκη στη ΓΣ του ΟΗΕ έσπευσαν να επικροτήσουν πανηγυρικά τα ελεγχόμενα εγχώρια μέσα ενημέρωσης σαν σοβαρή και ρεαλιστική στάση της Αθήνας, που μακριά από μαξιμαλιστικές κορώνες, επικεντρώνεται στη συνοχή των Ευρωατλαντικών συμμαχιών και στην ασφάλεια της Μεσογείου. Φυσικά από την «έγκριτη» αρθρογραφία δεν έλειψαν και οι αναφορές στους αναγκαίους συμβιβασμούς και υποχωρήσεις που προϋποθέτει ο ρεαλιστικός διάλογος.
Την επόμενη κιόλας της ομιλίας Μητσοτάκη, η τουρκική πλευρά άνοιξε προς στιγμήν παράθυρο για συνάντηση των δύο στο περιθώριο της συνόδου της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Κοινότητας, στην Πράγα στις 6-7 Οκτώβρη, με τον εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας, Καλίν, να μην αποκλείει μια συνάντηση Ερντογάν – Μητσοτάκη. Υποστήριξε μάλιστα ότι κάτι τέτοιο εξαρτάται από την Αθήνα, παραβλέποντας το «Μητσοτάκης γιοκ». Είναι προφανές ότι η προοπτική μιας τέτοιας συνάντησης δημιουργεί εντυπώσεις που εξυπηρετούν τον «νταή», ενώ προσφέρει άλλοθι και σε τρίτους που δεν θέλουν να ενοχλούν την Τουρκία έστω και με «καταδικαστικές» δηλώσεις. Τα ιμπεριαλιστικά κέντρα υποδείχνουν στην Ελλάδα την κατευναστική διέξοδο του διαλόγου προς αποφυγή του πολέμου. Διάλογο βέβαια με την τουρκική ατζέντα διεκδικήσεων, όπου τις παραχωρήσεις θα κάνουν Ελλάδα και Κύπρος. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη τοποθέτηση του Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Μπορέλ. Υποδείχνει ότι «μοναδικός δρόμος για την προώθηση των σχέσεων καλής γειτονίας αποτελεί η σταθερή προσήλωση στις διεθνείς συμφωνίες και στην ειρηνική επίλυση των διαφορών συμπεριλαμβανομένης της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Δηλαδή οι εταίροι μας στην ΕΕ προτρέπουν να οδηγηθούμε στη Χάγη με το πακέτο των «διαφορών» που διεκδικεί η Άγκυρα.
Ωστόσο ο Ερντογάν δεν παύει ούτε μέρα να ενισχύει τα «διαπραγματευτικά» του χαρτιά ενισχύοντας τις πολεμικές απειλές. Επαναλαμβάνει ότι «η Ελλάδα δεν είναι και δεν μπορεί να είναι ισότιμος συνομιλητής μας, ούτε πολιτικά, ούτε οικονομικά, ούτε στρατιωτικά» και δείχνοντας τη Δύση, επισημαίνει ότι «οι πραγματικές προθέσεις εκείνων που προκάλεσαν και εξαπέλυσαν τους Έλληνες πολιτικούς επάνω μας, είναι να εμποδίσουν το πρόγραμμά μας για την οικοδόμηση μιας μεγάλης και ισχυρής Τουρκίας. Αυτό είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι, τόσο για τους Έλληνες πολιτικούς, το ελληνικό κράτος, τον ελληνικό λαό και όσους τους χρησιμοποιούν ως μαριονέτες». Παράλληλα, το τουρκικό πρακτορείο ειδήσεων «Anadolu» δημοσίευσε εικόνες κατασκοπείας από τουρκικά drones, με την αποβίβαση τεθωρακισμένων τροχοφόρων οχημάτων σε νησιά του Αιγαίου. Η τουρκική κυβέρνηση προχώρησε σε διάβημα προς τον Έλληνα πρέσβη στην Άγκυρα, ζητώντας από την Ελλάδα να βάλει τέλος στις «παραβιάσεις» όσων προβλέπονται από τη Συνθήκη της Λοζάνης για την «αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών, ενώ ανάλογη διαμαρτυρία επέδωσαν οι τουρκικές Αρχές και στην πρεσβεία των ΗΠΑ, καθώς τα οχήματα αυτά παραχωρήθηκαν στον Ελληνικό Στρατό από τους Αμερικανούς. Επιχειρώντας να διατηρήσει στο «κόκκινο» την ένταση, ο Ερντογάν συγκάλεσε την Τετάρτη 28/9 το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας. Από την επομένη, με αιχμή την «αποστρατιωτικοποίηση» των νησιών, η τουρκική πολεμική ρητορεία, έφτασε στο μη περαιτέρω. Η απειλή ενός θερμού επεισοδίου έγινε και γίνεται ήδη όλο και πιο έντονη.
Στο μεταξύ, βήμα κλιμάκωσης του ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην Αν. Μεσόγειο αποτέλεσε η πλήρης άρση του αμερικανικού εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Την ανακοίνωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υποδέχτηκαν Αθήνα και Λευκωσία σαν «πολιτικό ορόσημο για τις σχέσεις μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και των ΗΠΑ». Όντως αποτελεί ορόσημο καθώς επισφραγίζει την περιβόητη συμφωνία «East Med Act» (τον «Νόμο για την Εταιρική Σχέση Ενέργειας και Ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου»), που ψηφίστηκε τον Δεκέμβρη του 2019, με ζητούμενο την αναχαίτιση των «κακόβουλων επιρροών Ρωσίας και Κίνας στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή». Στα πλαίσια της πρόσφατης απόφασης η κυπριακή κυβέρνηση θα ελέγχεται σε ετήσια βάση αν παίρνει τα απαραίτητα μέτρα για την απαγόρευση πρόσβασης ρωσικών πολεμικών πλοίων στα λιμάνια για ανεφοδιασμό και εξυπηρέτηση. Ακόμα, αν συνεργάζεται για την «εφαρμογή μεταρρυθμίσεων» πάνω στους κανονισμούς για «την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοοικονομική ρυθμιστική εποπτεία», διατύπωση που παραπέμπει ευθέως σε κεφάλαια ρωσικών συμφερόντων.
Σε εφαρμογή των παραπάνω και αφού «ενεργοποιήθηκαν οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ για αποφυγή διμερών συναντήσεων με τη Ρωσία» με αφορμή το διάγγελμα Πούτιν (για την επιστράτευση), ο Αναστασιάδης ανέβαλε την προγραμματισμένη (ετήσια) συνάντηση με τον Ρώσο ΥΠΕΞ, Λαβρόφ, στη Νέα Υόρκη. Την ίδια ώρα οι υπουργοί εξωτερικών τεσσάρων κρατών – μελών της ΕΕ ζήτησαν συνάντηση μαζί του. Την ίδια περίοδο ο τουρκικός τύπος πληροφορεί (αν και η Μόσχα το διέψευσε) ότι πρόκειται να ξεκινήσουν στις 15 Νοέμβρη απευθείας πτήσεις από τη Ρωσία προς τα Κατεχόμενα, με αφορμή τα εγκαίνια του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου.