Μια λύση που θα δώσει υποτίθεται συνέχεια στη λειτουργία της πολύπαθης μεταλλευτικής βιομηχανίας, δόθηκε μετά από διαπραγμάτευση των διοικήσεων ΛΑΡΚΟ και ΔΕΗ.
Η ΛΑΡΚΟ υποχρεώθηκε στην ουσία να αποδεχθεί τους όρους που έθεσε η ΔΕΗ και η συμφωνία που έγινε θα πάρει τη μορφή σύμβασης, που θα εγκριθεί από τις γεν. συνελεύσεις των δυο εταιρειών. Βάσει της συμφωνίας η ΛΑΡΚΟ αποδέχθηκε να περιορίσει την παραγωγή της, ώστε το μηνιαίο κόστος της ηλεκτρικής κατανάλωσης από τα 5,5 εκ. ευρώ σήμερα να μειωθεί στα 4,4 εκ. ευρώ. Το ποσό αυτό θα εκχωρείται από εισροές πελατών της ΛΑΡΚΟ στη ΔΕΗ.
Η εταιρεία δεσμεύτηκε επίσης και για παροχή εγγυήσεων προς τη ΔΕΗ για έγκαιρη αποπληρωμή του ρεύματος σε μηνιαία βάση. Υπήρξε επίσης συμφωνία για αποπληρωμή του υφιστάμενου χρέους των σχεδόν 300 εκ. ευρώ. Η συμφωνία αυτή αίρει την καταγγελία της υφιστάμενης σύμβασης σχετικά με την ηλεκτροδότηση της βιομηχανίας, που έληγε μετά το τελεσίγραφο της ΔΕΗ, στις 11 Ιανουαρίου και η ΛΑΡΚΟ διασφαλίζει τη συνέχιση της λειτουργίας της.
Ένα θέμα όμως είναι κατά πόσο η μείωση της παραγωγής για τον περιορισμό της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα φέρει και έσοδα στη βιομηχανία ώστε να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις της. Το ζητούμενο της μείωσης του κόστους παραγωγής, που είχε υποδείξει παλιότερα η ΔΕΗ, ίσως έχει αποδέκτες τους εργαζόμενους και τις απολαβές τους. Πάντως η λύση αυτή δεν φαίνεται να εξασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία της ΛΑΡΚΟ, καθώς δεν προκύπτει κάποιος σχεδιασμός για τον εκσυχρονισμό της εταιρείας και την καθετοποίηση της παραγωγής.
Εκτός του χρέους προς τη ΔΕΗ (η οποία παραμένει βασικός μέτοχος της ΛΑΡΚΟ) επίκειται και η οριστική απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΔΕΕ). Ππληροφορίες κάνουν λόγο για τις 24 Ιανουαρίου, με την επιδίκαση ποσού άνω των 135 εκατομμυρίων, για δήθεν παράνομες κρατικές ενισχύσεις. Το ποσό αυτό αφορά σε εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου προς τις τράπεζες, αλλά και για τη συμμετοχή του σε αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, στην οποία ήταν βασικός μέτοχος (τώρα οι μετοχές του έχουν περάσει στο ΤΑΙΠΕΔ), κατά την περίοδο από το 2009 έως και το 2011.