Τόσες μέρες μετά και ο λαός της Θεσσαλονίκης και της Ελλάδας παραμένει συγκλονισμένος από τη στυγερή δολοφονία του Άλκη Καμπανού από χουλιγκάνους του ΠΑΟΚ, κάποιοι εκ των οποίων έχουν σχέσεις με φασιστικές συμμορίες. Αυτή τη στιγμή η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο των ανακρίσεων, ενώ στην πορεία αποδείχτηκε ότι στην επίθεση μπλέχτηκαν συνολικά 12 άτομα. Να σημειωθεί ότι η ομάδα των χούλιγκανς τραυμάτισε σοβαρά με μαχαίρι και 2 φίλους του Άλκη που βρίσκονταν μαζί του και από θαύμα δεν έχουμε κι άλλο νεκρό. Με αφορμή το τραγικό αυτό γεγονός έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση στην ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα στα σχολεία για τις αιτίες αυτής της δολοφονίας. Πολλά «γιατί;» πλανώνται στην ατμόσφαιρα, «μήπως ήταν η κακιά στιγμή;» και πολλά ακόμη σχετικά. Οι αιτίες ωστόσο είναι βαθύτερες και δεν πρόκειται να εκλείψουν τόσο εύκολα.
Κεραυνός εν αιθρία;
Δεν ήταν καθόλου η κακιά στιγμή, ούτε κεραυνός εν αιθρία. Η δολοφονία του Άλκη είναι ένα ακόμη γεγονός στη σειρά των οπαδικών δολοφονιών και βέβαια ένα ακόμα στη σειρά της οπαδικής βίας, που παράγει κάθε μέρα γεγονότα ξυλοδαρμών και τραυματισμών. Η κυβέρνηση, οι παράγοντες του αθλητισμού, των ΠΑΕ και της αστυνομίας που κάνουν τώρα ότι έπεσαν από τα σύννεφα, απλά υποκρίνονται. Αυτοί εκκολάπτουν και συντηρούν «το αυγό του φιδιού» .
Ο καπιταλισμός έχει εμπορευματοποιήσει τον αθλητισμό, όπως και όλα τα αγαθά. Σκοπός του αθλητισμού στον καπιταλισμό είναι το κέρδος. Ιδιαίτερα το κέρδος των ολιγαρχών που ασχολούνται με τον αθλητισμό, αν και όχι μόνο αυτών. Πιο συγκεκριμένα, η ύπαρξη των ΠΑΕ, δηλαδή των ομάδων-εταιρειών, σκοπό έχουν την άμεση ή έμμεση κερδοφορία των ιδιοκτητών που τις κατέχουν. Αυτές οι εταιρείες κερδοφορούν από τις διαφημίσεις και τα εισιτήρια.
Κερδοφορούν τα μέγιστα από το στοίχημα, νόμιμο και παράνομο. Για τα λεφτά αυτού, στήνονται αγώνες, χρηματίζονται παίκτες, προπονητές και διαιτητές. Το να παίρνουν αναβολικά οι παίκτες για να έχουν καλύτερη επίδοση είναι το λιγότερο μέσα σε αυτό το βούρκο, που καμία σχέση δεν έχει με αθλητισμό. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια της κερδοφορίας και του ανταγωνισμού, μεγάλες ομάδες εξαγοράζουν μικρότερες, δημιουργούνται και αλλάζουν τα στρατόπεδα των ομάδων. Τέτοια σκάνδαλα, μάλιστα, απασχολούν τώρα την υποτιθέμενη «ανεξάρτητη» Δικαιοσύνη. Να μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι ομάδες αποτελούν το καλύτερο οικονομικό και κοινωνικό ξέπλυμα για τις παράνομες δραστηριότητες των ολιγαρχών, που αφορούν σκοτεινές υποθέσεις. Υποθέσεις άλλωστε που απασχολούν, όπως «απασχολούν», τη δικαιοσύνη. Και πάνω απ’ όλα οι μεγαλοπαράγοντες-ιδιοκτήτες των ΠΑΕ βρίσκονται σε άμεση διαπλοκή με την πολιτική εξουσία και με τη δύναμη των οπαδών των ομάδων επηρεάζουν σοβαρά την πολιτική ζωή της χώρας.
Οι οπαδικοί στρατοί είναι αναγκαίο συμπλήρωμα αυτού του «αθλητισμού» της σαπίλας. Οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ έχουν ανάγκη αυτές τις συμμορίες στα πλαίσια της αντιπαράθεσής τους. Έχουν ανάγκη τους οργανωμένους συνδέσμους για να αποκοιμίζουν συνειδήσεις, να φανατίζουν, ώστε να αποκτούν κοινωνική αποδοχή και να συνεχίζουν ανενόχλητοι το «νόμιμο» και παράνομο κυνήγι του κέρδους.
Τίποτα από αυτά δεν θα υπήρχε, αν το κράτος -το δικό τους κράτος- δεν στήριζε αυτόν τον εκχυδαϊσμό του αθλητισμού. Τώρα βγαίνουν κυβερνητικά στελέχη και δηλώνουν ότι θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ωστόσο, γιατί αυτό δε γίνεται τόσα χρόνια; Ο Άλκης δεν είναι ο πρώτος νεκρός. Η κυβέρνηση και οι κρατικοί θεσμοί μια χαρά ανέχονται την οπαδική βία και την ενθαρρύνουν. Υποθέσεις σχετικές σέρνονται στα δικαστήρια, τα οποία εντός μερικών ωρών κηρύσσουν παράνομες απεργίες και διαδηλώσεις, αλλά αφήνουν αδίκαστες για χρόνια υποθέσεις οπαδικών ξυλοδαρμών και δολοφονιών. Μάλιστα, σε βάρος ενός εκ των κατηγορουμένων για τη δολοφονία του Άλκη εκκρεμούν τέτοιες δίκες. Μεγαλοπαράγοντες και ιδιοκτήτες ΠΑΕ έχουν στενές σχέσεις με πολιτικά κόμματα, τα οποία χρηματοδοτούν κιόλας, ακόμα και με φανερό τρόπο. Μπαίνουν στα γήπεδα, χτυπούν ή οπλοφορούν, αλλά κράτος, κυβερνήσεις και Δικαιοσύνη κάνουν ότι δε βλέπουν. Αντί άλλων επιχειρημάτων, ας διαβάσουμε τις επώνυμες (Μωυσίδης, πρώην Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Θεσσαλονίκης) και ανώνυμες καταγγελίες που βγαίνουν τώρα στο φως και μιλούν για το ότι οι ΠΑΕ πίεζαν να απελευθερώνονται οι συνδεσμίτες που έχουν συλληφθεί για επεισόδια. Που καταγγέλλουν μέχρι και το ότι η ίδια η αστυνομία δίνει τα καπνογόνα και εξοπλίζει τους χούλιγκανς. Μέχρι και το ότι οι αστυνομικοί που έχουν δείξει «καλή διαγωγή», αφού πάρουν σύνταξη, αποκτούν θέση στις ομάδες. Αυτές οι καταγγελίες αποδεικνύουν όλα αυτά τα κοινά μυστικά και πολύ περισσότερο ότι οι κυβερνήσεις, το κράτος και οι θεσμοί του, όχι απλά ανέχονται όλη αυτή τη σαπίλα, αλλά είναι συνένοχοι στο έγκλημα.
Γιατί πέραν του άμεσου κέρδους που έχουν οι ολιγάρχες-ιδιοκτήτες των ΠΑΕ από όλες τις παραπάνω δραστηριότητες τους, από το κέρδος που έχει το ίδιο το κράτος από το νόμιμο στοίχημα και τον ΟΠΑΠ, υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό: η ιδεολογική χειραγώγηση-αποχαύνωση του λαού. Πρέπει ο λαϊκός άνθρωπος και ο νεολαίος να φανατίζεται, να οργανώνεται, να οργίζεται, να χτυπά και να δολοφονεί για την ομάδα του, αλλά να μην αγωνίζεται για το μισθό, για το νοσοκομείο που δεν έχει, για τα δικαιώματά του.
Είναι φανερό ότι, σε αυτά τα πλαίσια, αναπτύσσεται και η σχέση φασιστικών ομάδων και χούλιγκανς. Το αστικό κράτος θρέφει το φασιστικό τέρας, για να χτυπάει το λαϊκό κίνημα, ενώ -όπως φάνηκε και παραπάνω- μια χαρά το ίδιο κράτος πάλι θρέφει και τους χούλιγκανς. Όταν θέλουν οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ και το κράτος αναμειγνύουν αυτές τις δύο κατηγορίες, των φασιστών και των χουλιγκάνων, για να δημιουργούν τη δύναμη κρούσης που θέλουν απέναντι στο λαό και τους αγώνες του.
Η απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων του Άλκη είναι το ελάχιστο που πρέπει να διεκδικήσει ο λαός. Και αυτή θα έρθει μόνο κάτω από τη δική του πίεση. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το αστικό σύστημα θα ξανακαλλιεργεί νέους χούλιγκαν, γιατί αυτό επιτάσσει ο «αθλητισμός» του κέρδους και των ΠΑΕ. Μόνο ο λαός μπορεί να δείξει άλλο δρόμο στα παιδιά του, το δρόμο της συλλογικής διεκδίκησης, της πολιτικοποίησης. Μπορεί να δείξει δηλαδή το μόνο δρόμο που μπορεί να σώσει τη νεολαία από την «κουλτούρα» του χουλιγκανισμού, του συγκαλυμμένου φασισμού και του περιθωρίου.