Πυκνές είναι οι εξελίξεις στη Συρία και τη Μέση Ανατολή μετά την ανακοίνωση του Τραμπ για “πλήρη” και “άμεση” αποχώρηση των 2000 Αμερικανών στρατιωτών από την βορειοανατολική Συρία.
Καταρχάς η απόφαση αυτή πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις μέσα στις ΗΠΑ, στο ίδιο το ρεπουμπλικανικό κόμμα και την κυβέρνηση και στα ανώτερα κλιμάκια του Πενταγώνου, με αποκορύφωμα την παραίτηση του υπουργού Άμυνας, Ματίς. Ασκείται σφοδρή κριτική στον Τραμπ καθώς θεωρούν ότι τροποποιούνται οι γεωστρατηγικοί σχεδιασμοί των ΗΠΑ υπέρ των βασικών τους αντιπάλων στην περιοχή που είναι η Ρωσία, το Ιράν και ο Άσαντ, εγκαταλείπονται οι Κούρδοι της Συρίας ως βασική συμμαχική δύναμη και ανατίθεται στην Τουρκία ένας αμφιλεγόμενος ρόλος. Σ’ αυτό το πνεύμα κινήθηκαν και οι αντιδράσεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας, αλλά και του Ισραήλ.
Η απόφαση αυτή του Τραμπ, ανεξάρτητα από το αν, σε ποιον βαθμό, πότε και πώς θα υλοποιηθεί, από μόνη της αναμόχλευσε τα πράγματα και τις σχέσεις όλων των εμπλεκομένων δυνάμεων στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο. Δημιούργησε ένα εν δυνάμει γεωπολιτικό κενό, το οποίο ενδιαφέρει πολλούς που σπεύδουν να το καλύψουν. Σε κάθε περίπτωση έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα υποχώρησης και ήττας των ΗΠΑ στην “επιχείρηση Συρία”, καθώς οι αρχικοί τους σχεδιασμοί για μια γρήγορη και εύκολη ανατροπή του Άσαντ και εγκατάσταση στη Δαμασκό μιας κυβέρνησης ανδρεικέλων στα πρότυπα της Λιβύης, “βάλτωσαν” και απέτυχαν, ιδιαίτερα μετά την εμπλοκή της Ρωσίας το 2015.
Αυτό ενοχλεί σφόδρα το “βαθύ κράτος” στην Ουάσιγκτον, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θέλει να εμφανίζονται οι ΗΠΑ σε κατάσταση υποχώρησης από πάγια συμφέροντα και θέσεις στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στη Συρία υπέρ του βασικού τους ανταγωνιστή της Ρωσίας. Έτσι από τις 19 Δεκέμβρη, η απόφαση Τραμπ για αποχώρηση από τη Συρία, έχει υποστεί σημαντικές “λειάνσεις” και τροποποιήσεις. Από άμεση “αποχώρηση εντός 30 ημερών”, έγινε σταδιακή αποχώρηση, υπό όρους και προϋποθέσεις, οι οποίοι είναι απαγορευτικοί από την Τουρκία στην οποία απευθύνονται. Χρησιμοποιείται πλέον αυτή η απόφαση σαν διαπραγματευτικό χαρτί, ενώ οι Αμερικανοί δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους στη Συρία, με το πρόσχημα της συνέχισης του πολέμου κατά του ISIS, που έχει κατά τον Τραμπ ηττηθεί. Η επίσκεψη του Τραμπ στις αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ και οι δηλώσεις του από εκεί ότι “από τις βάσεις μας στο Ιράκ θα επιχειρούμε οπουδήποτε χρειαστεί στη Συρία” υποδηλώνουν ότι οι ΗΠΑ δεν σκοπεύουν να εγκαταλείψουν τα συμφέροντά τους στο συριακό έδαφος.
Ήδη όμως σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έχουν γίνει και γίνονται τόσα πολλά πράγματα στη Συρία, τόσες αλλαγές θέσεων και ρόλων, που είναι πολύ δύσκολο οι όποιοι χειρισμοί βασικά από ΗΠΑ και Τουρκία, να επαναφέρουν τους συσχετισμούς και τις ισορροπίες στην προηγούμενη κατάσταση.
Όλοι πλέον μιλούν, ακόμη και στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, αλλά κυρίως στον αραβικό κόσμο, για σαφή ενίσχυση της Ρωσίας στη Συρία και κατ’ επέκταση σε όλη τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο, αύξηση της επιρροής του Ιράν και πολιτική αποδοχή και αναβάθμιση του Άσαντ, ακόμη και από δυνάμεις που τον πολεμούσαν και ήθελαν την ανατροπή του, όπως η Τουρκία και αραβικές χώρες.
Μετά το στρατηγικό βέτο της Ρωσίας και της Κίνας στα δρομολογημένα σχέδια του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με τον Ομπάμα το 2013, για χερσαία στρατιωτική επέμβαση στη Συρία και τη ματαίωσή της, άρχισε το “βάλτωμα” των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Ταυτόχρονα η Ρωσία πλασαρίστηκε σαν μια δύναμη που στήριζε πολιτικά την κυβέρνηση Άσαντ, ενώ το 2015 με τη στρατιωτική της εμπλοκή στο πλευρό του Άσαντ, αντέστρεψε την ροή του πολέμου υπέρ των κυβερνητικών δυνάμεων, απελευθερώνοντας σταδιακά το μεγαλύτερο μέρος της χώρας από τον ISIS και από τους διάφορους εγκατεστημένους μισθοφορικούς στρατούς των λεγόμενων αντικαθεστωτικών.
Μπήκε έτσι “για τα καλά” στον ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, όχι μόνο για τη Συρία , αλλά για την ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου. Χρησιμοποιεί ως εργαλείο τον άξονα με το Ιράν, τη Χεζμπολάχ, αλλά εν μέρει και με την Τουρκία, συγκροτώντας την πρωτοβουλία της Αστάνα, κατοχυρώνοντας θέσεις , ρόλους και σφαίρες επιρροής για την “επόμενη μέρα” στη Συρία. Αξιοποιεί την όξυνση των αντιθέσεων της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον, που πυροδοτείται από τη στήριξη και τον εξοπλισμό των Κούρδων της Συρίας (YPG), και την αυτόνομη κουρδική οντότητα στη Συρία, ενώ προωθεί τις ρωσοτουρκικές σχέσεις στον οικονομικό τομέα αλλά και στον αμυντικό με την προμήθεια των πυραύλων S400, γεγονότα που εκνευρίζουν την Ουάσιγκτον, καθώς διαταράσσεται η επιρροή της σε έναν στρατηγικής σημασίας σύμμαχο και δημιουργείται ρήγμα στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία από την πρώτη στιγμή χαιρέτισε την απόφαση Τραμπ για αποχώρηση από τη Συρία ως θετική. Από μόνη της η εξαγγελία της απόφασης και η επαπειλούμενη εισβολή της Τουρκίας στη βορειοανατολική Συρία με επίκεντρο την στρατηγική πόλη Μανμπίτζ, σε αντικατάσταση των αμερικανικών δυνάμεων, δημιούργησε de facto κενό και απελευθέρωσε αυτόματα γεωπολιτικό και στρατιωτικό “χώρο”, που σύμφωνα με τους υποστηρικτές της απόφασης Τραμπ θα καταλάμβανε η Τουρκία με εξουσιοδότηση και κάλυψη από τις ΗΠΑ, πράγμα που μέχρι στιγμής δεν έγινε. Αντ’ αυτού, και μετά από συμφωνία των Κούρδων με τη Ρωσία και την κυβέρνηση Άσαντ, στο Μανμπίτζ και σε άλλες περιοχές εγκαταστάθηκαν ήδη ρωσικές και συριακές δυνάμεις. Λαμβάνοντας υπόψη και τη δήλωση Πούτιν ότι στη βορειοανατολική Συρία θα εγκατασταθούν οι κυβερνητικές δυνάμεις, με την κάλυψη της Ρωσίας, η κατάσταση περιπλέκεται για τα τουρκικά σχέδια στρατιωτικής επέμβασης, καθώς θα έρθουν αντιμέτωποι εκτός από τους Κούρδους και τον SDF (Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις), με τους συμμάχους τους Ρώσους και τον στρατό της Συρίας, δηλαδή σχεδόν με όλους.
Ταυτόχρονα οι Αμερικάνοι, αναθεωρώντας επί της ουσίας τη συμφωνία Τραμπ- Ερντογάν για αμερικανική κάλυψη στην τουρκική στρατιωτική επέμβαση, με τις δηλώσεις του απεσταλμένου συμβούλου του Τραμπ, Μπόλτον, και μάλιστα από το Ισραήλ, που θέτει όρους στην Τουρκία να μην στραφούν ενάντια στους Κούρδους του YPG, ήρθαν σε νέα ρήξη με την Τουρκία. Έτσι, ενώ αρχικά ο Ερντογάν μίλαγε θριαμβευτικά για “έπος της τουρκικής διπλωματίας”, αυτήν τη στιγμή εμφανίζεται στριμωγμένος, αφού στην πράξη ισχύει απαγορευτικό για τη στρατιωτική επέμβαση τόσο από Ρωσία, όσο και από ΗΠΑ. Η κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο, αφού οι δυνάμεις που υποστηρίζονται από την Τουρκία έχουν δεχτεί τις τελευταίες ημέρες σοβαρά πλήγματα από αντίπαλες οργανώσεις στο Ιντλίμπ και άλλες περιοχές στη Βόρεια Συρία.
Βέβαια, παρά τις οξύνσεις, το διπλωματικό παζάρι συνεχίζεται, με την Τουρκία να αναζητά επίμονα ρόλο στον ανταγωνισμό που πάντα γίνεται από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, τη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Βασική επιδίωξη της Τουρκίας από την αρχή του πολέμου στη Συρία, εκτός από την ανατροπή του Άσαντ και την εγκαθίδρυση μίας κυβέρνησης στην οποία θα μπορούσε να ασκεί επιρροή, ήταν να “βάλει πόδι” σε συριακά εδάφη. Πάγιος στόχος της ήταν, με το πρόσχημα ενάντια στην τρομοκρατία, να εξασφαλίσει από τις ΗΠΑ μία “ζώνη ασφαλείας” σε βάθος 40 χιλιομέτρων από τα σύνορα, πράγμα που οι ΗΠΑ δεν της το έδωσαν. Το πέτυχε εν μέρει με τις δύο στρατιωτικές εισβολές και την κατάληψη του Αφρίν, και τη μέχρι στιγμής αναβολή της ρωσοσυριακής επιχείρησης απελευθέρωσης του Ιντλίμπ, πάντα με την ανοχή και τη σιωπηρή στάση της Ρωσίας.
Τώρα παζαρεύει με τον Τραμπ μία τρίτη χερσαία επέμβαση στο Μανμπίτζ και όχι μόνο, φιλοδοξώντας να καλύψει το κενό που θα αφήσουν οι Αμερικανοί με την αποχώρησή τους, ερχόμενη βέβαια σε κόντρα με τις δυνάμεις του Άσαντ και της Ρωσίας. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι ζητούμενο και πολύ δύσκολο για την Τουρκία να διατηρήσει τον ρόλο της στην τριμερή Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας με την πρωτοβουλία της Αστάνα και ταυτόχρονα να διεκδικεί ρόλο, πολιτική και στρατιωτική κάλυψη από τις ΗΠΑ στη Συρία, αφού σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι αδύνατο και πολύ επικίνδυνο για οποιονδήποτε να “παίζει” ταυτόχρονα σε δύο αντιμαχόμενα “ταμπλό”. Δεν αποκλείεται βέβαια ο Ερντογάν, που αυτήν τη στιγμή είναι εκτεθειμένος στο εσωτερικό του ακροατήριο για την επέμβαση, να δράσει αυτόνομα και να επιχειρήσει μία επέμβαση, που ως έναν βαθμό θα του ενισχύσει τη διαπραγματευτική του θέση, πράγμα πολύ επικίνδυνο και με απρόβλεπτες συνέπειες. Στην παρούσα φάση όλα είναι ρευστά και διαρκώς μεταβαλλόμενα σε ένα διπλωματικό και γεωπολιτικό “παιχνίδι”, τους όρους του οποίου διαμορφώνουν οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Την ίδια στιγμή έχουν εκδηλωθεί μια σειρά κινήσεις- αντιδράσεις και από άλλες εμπλεκόμενες χώρες, που θέλουν να εξασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Το Ισραήλ από την πρώτη στιγμή εστίασε στην ασφάλειά του έναντι της επεκτεινόμενης επιρροής και απειλής του Ιράν και μέσω της στρατιωτικής του παρουσίας στη Συρία. Όσον αφορά τη στοχοποίηση του Ιράν, το Ισραήλ ευθυγραμμίζεται με τις ΗΠΑ, πυκνώνει τις επιθέσεις του σε στόχους του Ιράν σε συριακά εδάφη και προετοιμάζει το έδαφος για μία κλιμάκωση της επιθετικότητας και των πιέσεων στο Ιράν. Η φράση του Νετανιάχου πως οι ΗΠΑ «κατέστησαν σαφές ότι έχουν άλλους τρόπους να ασκήσουν επιρροή στην περιοχή», ίσως εξηγεί την αναδιάταξη των δυνάμεων των ΗΠΑ.
Γαλλία και Γερμανία μίλησαν για «μονομερή αποχώρηση», με την πρώτη να τονίζει ότι η στάση των ΗΠΑ «μας κάνει να εξετάζουμε ακόμα περισσότερο την ανάγκη να έχουμε μία αυτονομία λήψης αποφάσεων, μία αυτονομία στρατηγικής στην Ευρώπη… Μπορούμε να έχουμε διαφορετικές προτεραιότητες από τις ΗΠΑ». Και τη δεύτερη να εκτιμά ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ μπορεί «να θέσει σε κίνδυνο τις επιτυχίες που έχουν καταγραφεί», εκτιμώντας ότι «η μάχη εναντίον του “Ισλαμικού Κράτους” αποφασίζεται μακροπρόθεσμα στρατιωτικά αλλά και πολιτικά».
Στα όσα ακολούθησαν τις αμερικανικές ανακοινώσεις, σίγουρα ξεχωρίζει η συνάντηση που έσπευσαν να κλείσουν οι Κούρδοι της Συρίας με την κυβέρνηση της Γαλλίας.
Η εκπρόσωπος του «Συριακού Δημοκρατικού Συμβουλίου», Ιλχάμ Αχμάντ, κάλεσε τη Γαλλία – επικαλούμενη μάλιστα και την ιδιότητά της ως μέλους του ΝΑΤΟ – να αναλάβει σημαντικότερο ρόλο στη Συρία, αναφέροντας ότι «ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας θα είναι δύσκολος, διότι οι δυνάμεις μας θα είναι υποχρεωμένες να υποχωρήσουν από τις γραμμές του μετώπου κατά του ISIS για να λάβουν θέση στα σύνορα με την Τουρκία ώστε να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη επίθεση».
Αξιοπρόσεκτη είναι η πρόσφατη απόφαση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και του Μπαχρέιν να ξανανοίξουν τις πρεσβείες τους στη Δαμασκό, η πρόσκληση της Συρίας από τη Σαουδική Αραβία να επανέλθει στον Αραβικό Σύνδεσμο και μια σειρά αντίστοιχες κινήσεις από αραβικές χώρες, που προαναγγέλλουν αναθέρμανση των σχέσεων του Άσαντ με άλλες αραβικές δυνάμεις και δη με πλούσιες μοναρχίες του Κόλπου, που επένδυσαν στην ανατροπή του, χρηματοδοτώντας και εξοπλίζοντας αντικαθεστωτικούς και τζιχαντιστές. Πρόκειται για σημαντικές αλλαγές αποδοχής του πολιτικού ρόλου του Άσαντ και επιτάχυνσης πολιτικών εξελίξεων στο Συριακό.
Ανεξάρτητα όμως από αυτό, και παρ’ όλους τους ελιγμούς και τις αναδιατάξεις δυνάμεων στα πλαίσια του ανταγωνισμού με αντίπαλες δυνάμεις, δεν πρόκειται οι ΗΠΑ να αποδεχτούν την εξασθένηση των θέσεών τους και να αποσυρθούν από τη Μέση Ανατολή. Συγκεντρώνουν την προσοχή και τις δυνάμεις τους στις δυο πλευρές μιας πελώριας τανάλιας που σφίγγει από Δύση και Ανατολή τη Μ. Ανατολή. Στη δυτική πλευρά συγκροτούν μέτωπο δυνάμεων με Ισραήλ-Αίγυπτο-Ελλάδα-Κύπρο, ενώ στην ανατολική πλευρά η απόφαση Τραμπ να καταγγείλει τη συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και να θέσει αυτήν τη χώρα στο στόχαστρο, στα πλαίσια της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ, δείχνει πως προετοιμάζεται με συμμάχους τις πετρελαιομοναρχίες του Κόλπου, με πρώτη τη Σαουδική Αραβία, να συνεχίσει το αιματοκύλισμα της περιοχής για να ανακτήσει τον έλεγχο και να προωθήσει τα συμφέροντά του.