Τον Νοέμβριο του 2022 θα διεξαχθούν οι λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές στις ΗΠΑ, που αφορούν έδρες και για τα δύο σώματα του Κονγκρέσου, δηλαδή τη Γερουσία και τη Βουλή των Αντιπροσώπων. Μέχρι στιγμής, οι εκτιμήσεις συγκλίνουν στην πρόβλεψη ότι οι Ρεπουμπλικάνοι θα επικρατήσουν των Δημοκρατικών, λαμβάνοντας τον έλεγχο και των δύο σωμάτων, δημιουργώντας μια πολύ δύσκολη κατάσταση για τη διοίκηση του νυν προέδρου, Τζο Μπάιντεν. Αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό αν σκεφτεί κανείς ότι ούτε δυο χρόνια δεν έχουν περάσει για να ξεθωριάσει η προεδρία Μπάιντεν, υπό το βάρος της διάψευσης των υποσχέσεων που έδωσε και των προσδοκιών που καλλιέργησε. Στην πραγματικότητα βέβαια, το κύριο ζήτημα στο οποίο στηρίχθηκε ήταν η αποπομπή του Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο.
Για τον τελευταίο, πολλές φορές έχει ειπωθεί πως έχει τελειώσει πολιτικά. Παραμένει δε αποκλεισμένος από πολλά μέσα, όπως το αγαπημένο του Twitter, μετά τις εκλογές του 2020 και την επίθεση των οπαδών του στο Καπιτώλιο. Ωστόσο, όχι μόνο παραμένει ενεργός, αλλά στην πραγματικότητα ηγείται της προεκλογικής προσπάθειας των Ρεπουμπλικάνων, με το ενδεχόμενο της μεγάλης επιστροφής, δυνατότητα που του δίνει ασφαλώς η αντιλαϊκή πολιτική που εφαρμόζει ο Μπάιντεν.
Πρόσφατα παραχώρησε συνεντεύξεις στους αποκαλούμενους Nelk Boys και στην πλατφόρμα Real America’s Voice. Οι πρώτοι είναι Καναδοί κωμικοί με μεγάλη θέαση, ενώ η δεύτερη είναι μια πιο κλασική δημοσιογραφική εκπομπή. Μπορεί να μην πρόκειται για μέσα πρώτης γραμμής, ωστόσο οι συνεντεύξεις είχαν υψηλή ακροαματικότητα, κάτι που δείχνει ότι η αποβολή από τα κυρίαρχα μέσα μπορεί συγκυριακά να ευνοεί τον Ντόναλντ Τραμπ.
Κάνοντας χρήση του απλοϊκού, συγκεχυμένου και απατηλού λόγου στον οποίο είναι συνηθισμένος και έχει εθίσει τους οπαδούς του, επιτέθηκε στον Τζο Μπάιντεν και με αφορμή την ρώσικη εισβολή στην Ουκρανία, δημιουργώντας μια εικόνα ενός αδύναμου, ανίκανου και σε σύγχιση προέδρου, που ίσως να έχει δόση αλήθειας για ένα πρόεδρο που στα διαγγέλματά του μπερδεύει τους Ουκρανούς με τους Ιρανούς και κάνει λόγο για ανατροπή του Πούτιν για να το πάρει πίσω αμέσως μετά.
Ο Τραμπ κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι ψάχνει πετρέλαιο από την εχθρική Βενεζουέλα, κάνοντας τις ΗΠΑ να φαίνονται αδύναμες και απελπισμένες και τορπιλίζοντας όλη την προηγούμενη προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης Μαδούρο και προώθησης του Γκουαϊδό. Ισχυρίστηκε δε ότι αν είχαν αφεθεί οι δικές του πολιτικές ανέγγιχτες, θα είχαν ενεργειακή αυτάρκεια. Μάλιστα αυτό το συνέδεσε και με τις περιβαλλοντικές υποτίθεται εμμονές του Μπάιντεν, οι οποίες θέτουν εμπόδια στην παραγωγή πετρελαίου και ενέργειας γενικότερα.
Ειδικότερα όσον αφορά την Ουκρανία, είπε χαρακτηριστικά ότι «φαινόμαστε αδύναμοι και ηλίθιοι, χωρίς να ξέρουμε τι κάνουμε» λέγοντας ότι ο Πούτιν αποφάσισε να εισβάλει σε αυτήν όταν είδε την «πιο ανίκανη στρατιωτική υποχώρηση στην Ιστορία», εννοώντας την αποχώρηση των αμερικάνικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, όπου οι στρατιώτες σκοτώνονταν και τραυματίζονταν σε μια πανικόβλητη υποχώρηση, εγκαταλείποντας τεράστιο στρατιωτικό υλικό στα χέρια των Ταλιμπάν, καθιστώντας τους πιο ισχυρούς από ποτέ. Μάλιστα για το στρατιωτικό υλικό που το εκτίμησε σε δεκάδες χιλιάδες οχήματα και εκατοντάδες χιλιάδες όπλα αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, ισχυρίστηκε ότι οι Ταλιμπάν θα το πουλήσουν στην Κίνα, προκειμένου αυτή να αποκτήσει πρόσβαση στην αμερικάνικη στρατιωτική τεχνολογία. Μπορεί όλα αυτά σε κάποιους να ακούγονται από πρόχειρα έως αστεία, όμως με αυτού του είδους λόγου και επιχειρηματολογίας ο Τραμπ επικοινωνεί με εκατομμύρια οπαδούς του. Συνεχίζοντας είπε ότι με ό,τι συνέβη στο Αφγανιστάν, τόσο ο Πούτιν όσο και ο Σι Τζι Πινκγ έγιναν… άλλοι άνθρωποι και έπαψαν να σέβονται την Αμερική. Ενώ πρόσθεσε ότι αν παρέμενε ο ίδιος στην προεδρία, ο Πούτιν δε θα αποτολμούσε την εισβολή στην Ουκρανία. Παράλληλα κατηγόρησε τον Μπάιντεν για την υψηλή τιμή της βενζίνης, την οποία ο ίδιος κρατούσε χαμηλά όπως είπε, αποσυνδέοντάς την από τον πόλεμο και αποδίδοντάς την περισσότερο στην ανικανότητα του προέδρου.
Τα προσκείμενα στους Δημοκρατικούς μέσα εξαπολύουν βολές στον Τραμπ, αναφέροντας ότι για αυτές τις αρνητικές εξελίξεις ευθύνεται ο πόλεμος και οι διεθνείς εξελίξεις που φέρνει και όχι ο Μπάιντεν, λειτουργώντας με ανάλογο τρόπο όπως τα ΜΜΕ στη χώρα μας για την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τελειώνοντας, ο Τραμπ επανέλαβε τα περί στημένων εκλογών το 2020, κατηγόρησε και την προεδρία Ομπάμα για την Ουκρανία και απέφυγε να πει αν θα είναι υποψήφιος πρόεδρος το 2024, κατέστησε ωστόσο σαφές ότι δεν ενδιαφέρεται για τη θέση του Ομιλητή της Βουλής.
Σίγουρα πολλά από αυτά που ο Τραμπ ισχυρίζεται στην πραγματικότητα απηχούν τις διαφορές στρατηγικής όσον αφορά την εξωτερική πολιτική και όχι μόνο, που επικρατούν εντός των κυρίαρχων κύκλων του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Χωρίς να είναι απόλυτα ασφαλής η οποιαδήποτε εκτίμηση, φαίνεται ότι οι κύκλοι που στήριξαν τον Τραμπ, ευνοούσαν μια συννενόηση με τη Ρωσία, προκειμένου αυτή να μην πέσει στην αγκαλιά της Κίνας, όπως είχε αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά σε προηγούμενη φάση. Άλλωστε από την πολιτική που ακολούθησε η προεδρία Τραμπ εξάγεται το συμπέρασμα ότι η Κίνα θεωρούνταν ο κύριος αντίπαλος. Από την άλλη, φαίνεται ότι υπάρχουν και κύκλοι που στηρίζουν μια πιο «τολμηρή» και τυχοδιωκτική πολιτική σύγκρουσης και όξυνσης σε όλα τα μέτωπα, οι οποίοι για την ώρα μοιάζει να συνδέονται με το κόμμα των Δημοκρατικών.