Η πολύ μεγάλη αποχή (58,61%) ήταν το κύριο χαρακτηριστικό των ευρωεκλογών. Το βράδυ της 9ης Ιούνη το άνοιγμα των καλπών πιστοποίησε πως, για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, αυτοί που δεν πήγαν να ψηφίσουν (5.752.593) ήταν κατά 1.060.501 περισσότεροι από αυτούς που ψήφισαν (4.062.092).
Μια πιο αναλυτική προσέγγιση της αποχής που σημειώθηκε σε όλη την Ελλάδα δείχνει πως στις 28 από τις 59 συνολικά εκλογικές περιφέρειες της ελληνικής επικράτειας το ποσοστό της αποχής ξεπέρασε το 60%, ενώ σε 8 περιφέρειες ήταν πάνω του 65%, φτάνοντας ως το 73,37%.
Αριθμητικά, οι εκλογείς που απείχαν ήταν 1.584.623 περισσότεροι από εκείνους που απείχαν στις προηγούμενες ευρωεκλογές (Μάης 2019: 41,31%) και κατά 1.212.697 περισσότεροι από τους απέχοντες στις τελευταίες εθνικές εκλογές (Ιούνης 2023: 46,26%).
Η εκτίναξη της αποχής σε πρωτόγνωρα μεταπολιτευτικά επίπεδα (η προηγούμενη μεγαλύτερη αποχή ήταν στις ευρωεκλογές του 2009 που έφτασε το 47,5%) προκάλεσε αμέσως έντονες πολιτικές παρενέργειες στο αστικό πολιτικό σύστημα, καθώς σφυγμομέτρησε μια χωρίς προηγούμενο αποστασιοποίηση του εκλογικού σώματος από τα κυρίαρχα αστικά κόμματα, με το κυβερνητικό κόμμα να πλήττεται περισσότερο από αυτή. Οι 989.720 ψήφοι που έχασε η ΝΔ σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2023 κατά ένα μικρό μέρος ήταν από μετακύλιση ψήφων δυσαρεστημένων οπαδών της σε ακροδεξιά κόμματα. Η μερίδα του λέοντος στη μείωση των ψήφων της προήλθε από την αποχή, όπως υποχρεώθηκαν και ο Κ. Μητσοτάκης και ο Μ. Βορίδης -έστω και με δυσκολία- να παραδεχθούν, λέγοντας ο πρώτος πως «πολλοί δεν πήγαν να ψηφίσουν γιατί δεν τους πείσαμε» και ο δεύτερος πως «εκφράστηκε μια στενοχώρια από μερίδα ψηφοφόρων που τελικά προτίμησαν την αποχή».
Λόγω του μεγάλου μεγέθους της αποχής τα εκλογικά ποσοστά που έλαβε κάθε κόμμα παραμορφώνουν το τι πραγματικά συνέβη με τον απόλυτο αριθμό των ψήφων που συγκέντρωσαν. Η αποχή ψαλίδισε τον αριθμό των ψήφων των περισσότερων κοινοβουλευτικών κομμάτων: ο ΣΥΡΙΖΑ, σε σχέση με τις εκλογές του Ιούνη του 2023, απώλεσε 336.880 ψήφους. Το ΠΑΣΟΚ 109.088 ψήφους, το ΚΚΕ 33.428 ψήφους, η ΝΙΚΗ 19.550 ψήφους, η ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ 33.428 ψήφους.
Αυτό που παρατηρούνταν σε προηγούμενες ευρωεκλογές (και αποδίδονταν στο ότι οι ευρωεκλογές δεν έχουν ως άμεσο διακύβευμα την κυβερνητική εξουσία), δηλαδή, να μειώνονται οι ψήφοι του κυβερνώντος κόμματος και να μετατοπίζονται στα υπόλοιπα κόμματα αυτή τη φορά διαταράχθηκε. Το κύμα της αποχής χτύπησε πιο ισχυρά το κυβερνητικό κόμμα αλλά έπληξε και την πλειονότητα των κοινοβουλευτικών κομμάτων και, πρώτα απ’ όλα, αυτά που έγιναν κυβερνήσεις στο παρελθόν.
Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών επιχειρήθηκε κατ’ αρχήν να δικαιολογηθεί στα μεγάλα αστικά μέσα ενημέρωσης με τα τετριμμένα και επιφανειακά επιχειρήματα της «χαλαρής ψήφου των ευρωεκλογών», της «κόπωσης λόγων αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων τον τελευταίο ενάμιση χρόνο», της «μείωσης της συμμετοχής εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς που διατηρεί το πρώτο από τα υπόλοιπα κόμματα», σε μια προσπάθεια να θολωθούν οι πραγματικές αιτίες της μεγάλης αποχής.
Ωστόσο, καθώς ήταν εξόφθαλμο το τι εξέφρασε το αποτέλεσμα της 9ης Ιούνη και δεν ήταν δυνατό να είναι πειστικές τέτοιου είδους παραπλανητικές δικαιολογίες, τα κυβερνητικά χείλη αναγκάστηκαν να ψελλίσουν, δειλά, πως «υπήρξαν πολλοί ψηφοφόροι που θέλησαν να διαμαρτυρηθούν για τα θέματα της καθημερινότητάς τους με σημαντικότερο της ακρίβειας», πως «υπήρξαν πολλοί πολίτες που ήθελαν να μας στείλουν μήνυμα», πως «εφόσον οι ψηφοφόροι έχουν πάει στην αποχή υπάρχει επίκριση εν μέρει». Ενώ και στον Τύπο άρχισε να γράφεται πως η ΝΔ του Μητσοτάκη «κατάφερε να πιάσει το χαμηλότερο αριθμό ψήφων στην πενηντάχρονη ιστορία του κόμματος» και πως οι ψηφοφόροι «εγκατέλειψαν τα κόμματα που στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις είχαν υποστηρίξει».
Είναι φανερό πως στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών του Ιούνη του 2024 το κυρίαρχο αστικό σύστημα ανέγνωσε πως βρίσκεται αντιμέτωπο με μια ισχυρή κοινωνική τάση δυσαρέσκειας και αποδοκιμασίας της πολιτικής που ασκεί η κυβέρνηση της ΝΔ αλλά και της πολιτικής των κομμάτων της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, πρωταρχικά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, που διετέλεσαν κυβερνήσεις και εφάρμοσαν επί χρόνια πολιτική παρόμοια με αυτήν της ΝΔ. Οι ψηφοφόροι που άλλοτε στήριζαν αυτά τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν επέλεξαν να τα ενισχύσουν στις ευρωεκλογές γιατί είναι απογοητευμένα και δεν έχουν προσδοκίες από αυτά. Προτίμησαν να κάνουν αποχή. Όπως, όμοια, η δυσαρέσκεια πολύ μεγάλου αριθμού ψηφοφόρων της ΝΔ έφτασε σε τέτοιο βαθμό από την κυβερνητική πολιτική που δεν θέλησαν να της δώσουν ξανά εκλογική υποστήριξη και στράφηκαν στην αποχή.
Ασφαλώς στο συνολικό αριθμό των απεχόντων ψηφοφόρων (5.752.593 – 58,61%) συμπεριλαμβάνεται και το κομμάτι εκείνου του εκλογικού σώματος που εκδηλώνει αδιάφορη και παθητική πολιτική συμπεριφορά και δεν ψηφίζει και το οποίο σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις καταγράφεται. Ωστόσο, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του αποτελέσματος των ευρωεκλογών της 9ης Ιούνη είναι ότι αποτύπωσε μια ενεργητική εκλογική αποχή. Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από το πρωτόφαντο ύψος στο οποίο έφτασε αλλά και από το γεγονός ότι από τις εκλογές του Ιούνη του 2023 έχουμε ένα άλμα αποχής, που καταγράφει 1.212.697 ψηφοφόρους να μην πηγαίνουν να ψηφίσουν μετά από ένα χρόνο στις ευρωεκλογές του Ιούνη του 2024. Αν δε παρατηρήσουμε την εξέλιξη της αποχής από τις εκλογές του Μάη του 2023 θα δούμε μια διαρκή αυξητική πορεία της: στις εκλογές του Ιούνη του 2023 είχαμε 787.431 περισσότερους απέχοντες από ό,τι το Μάη του 2023. Ενώ μεταξύ των ευρωεκλογών του Ιούνη του 2024 και των βουλευτικών εκλογών του Μάη του 2023 οι επιπλέον απέχοντες φτάνουν στο ύψος των 2.000.038.
Η εκτεταμένη εκλογική άρνηση ψήφου στα μεγάλα αστικά κόμματα, που διαρκεί ένα χρόνο, προκαλεί τώρα αναταράξεις στο κυρίαρχο αστικό πολιτικό σύστημα. Οι διεργασίες και οι κινήσεις, πρώτα απ’ όλα του κυβερνητικού κόμματος, στο πώς με υποκριτικές υποσχέσεις και πιέσεις θα καταφέρει να εγκλωβίσει ξανά, μέχρι τις επόμενες εκλογές, το σώμα της αποχής στην επιρροή του αστικού πολιτικού συστήματος έχουν ξεκινήσει.
Η συσσώρευση των βαριών συνεπειών της αντιλαϊκής πολιτικής της ΝΔ αλλά και των προηγούμενων κομμάτων που κυβέρνησαν δείχνει να έχει δημιουργηθεί τώρα, μέσα στον ελληνικό λαό, ένα ευρύ ρεύμα αποδοκιμασίας αυτής της πολιτικής και των κομμάτων που τη στηρίζουν, η οποία, όμως, εκφράζεται με τη μαζική εκλογική αποχή. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει, αναμφισβήτητα, την απουσία ενός ισχυρού πραγματικά κομμουνιστικού κόμματος που να μπορεί να προσελκύσει αυτόν τον κόσμο και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το ζητούμενο των πραγματικά αριστερών δυνάμεων είναι πώς να αποτρέψουν την επαναπαγίδευση αυτού του κόσμου στην επιρροή της Δεξιάς και των άλλων αστικών πολιτικών κομμάτων, να συμβάλουν ώστε να μην εκτραπεί η λαϊκή δυσαρέσκεια, μέσω της αποχής, σε μια παθητική πολιτική στάση και αδιαφορία για τις πολιτικές εξελίξεις και να μπορέσουν να τον κερδίσουν σε έναν πολιτικό προσανατολισμό συνεπούς πάλης ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική, η οποία πάλη θα ανταποκρίνεται στα πραγματικά λαϊκά συμφέροντα. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει πάρα με τη συνέχιση της ιδεολογικοπολιτικής πάλης ενάντια στην αστική πολιτική και ταυτόχρονα με τη συμμετοχή στους κοινωνικούς αγώνες για την απόκρουση και την ανατροπή της.