Οι ολέθριες συνέπειες της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη συσσωρεύονται καθημερινά με τόση οξύτητα και σε τέτοια έκταση, σε βαθμό που ακόμη και τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης -που της έχουν δώσει και της δίνουν άπλετη υποστήριξη- να μην μπορούν να κρύψουν αυτήν την εξέλιξη. Αυτό μαρτυρεί και το γεγονός πως το κλίμα μιας τεχνητής ευφορίας που καλλιεργούσαν μέχρι τώρα με άρθρα για τις «μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν την θέση της Ελλάδας» και τη δήθεν θυελλώδη «ανάπτυξη που έρχεται» παραχωρούν όλο και περισσότερο τη θέση τους σε απαισιόδοξες διαπιστώσεις, ότι «η χώρα δεν καταφέρνει να ισορροπήσει μετά 14 ολόκληρα χρόνια», σε εκφράσεις έντονης ανησυχίας για το «εκρηκτικό κοκτέιλ που απειλεί την οικονομία», σε παραδοχές αποτυχίας της κυβέρνησης της ΝΔ που αποτελούν και ομολογία του ίδιου φιλοκυβερνητικού στρατοπέδου πως αυτή έχει μπει σε ένα κύκλο σοβαρής φθοράς.
Η κυβέρνηση της ΝΔ πριν από δυόμισι χρόνια ήλθε στην κυβερνητική εξουσία με τον «αέρα» που της έδωσαν τα πεπραγμένα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε αυτό το έδαφος η κυβέρνηση Μητσοτάκη με την καθολική στήριξη της ντόπιας ολιγαρχίας έσπευσε με φόρα να βάλει σε μια εφαρμογή μια πολιτική εντελώς καταστροφική και από κοινωνική και από εθνική άποψη.
Η πολιτική αυτή έχει στο επίκεντρό της την προώθηση ενός μπαράζ «μεταρρυθμίσεων» άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης του ελληνικού λαού και το περίγραμμά της δόθηκε από την πρώτη χρονιά με την περιβόητη, άκρως νεοφιλελεύθερη, έκθεση Πισσαρίδη. Ξεκίνησε η εφαρμογή με αυτό που πάντοτε χαρακτήριζε ιδιαίτερα την πολιτική της Δεξιάς, τη δημιουργία ενός καθεστώτος σκληρής καταστολής δημοκρατικών δικαιωμάτων. Το αυταρχικό δόγμα «του νόμου και της τάξης» προτάχθηκε στην κυβερνητική πολιτική, γιατί ήθελε να θωρακισθεί απέναντι στις αναμενόμενες λαϊκές αντιδράσεις που θα προκαλούσε η καταιγίδα των αντεργατικών και αντιλαϊκών μέτρων που είχε σκοπό να επιβάλει.
Και αυτή επακολούθησε με μια σωρεία νόμων και μέτρων που από τη μια στήριζαν απλόχερα το μεγάλο κεφάλαιο και, από την άλλη, κατακεραύνωναν οικονομικά, κοινωνικά, μορφωτικά, δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων και του λαού.
Η εμφάνιση της πανδημίας χρησιμοποιήθηκε στο μέγιστο βαθμό από την κυβέρνηση Μητσοτάκη σα μέσο για την επιτάχυνση του περάσματος όλου του αντιδραστικού νομοθετικού έργου της.
Σήμερα καταγράφονται με αδρό τρόπο τα ολέθρια αποτελέσματα αυτής της κυβερνητικής πολιτικής: η φτώχεια και η ανεργία μαστίζει τον ελληνικό λαό ενώ η οικονομία σκαμπανεβάζει σε μια μεγαλύτερη τρικυμία καθώς τα κύματα της οικονομικής κρίσης έχουν δυναμώσει από την εκτίναξη των τιμών και από την άνοδο του κόστους δανεισμού. Η κυβερνητική οικονομική πολιτική όχι μόνο δεν έχει φέρει τα πράγματα σε μια «επαναφορά στην κανονικότητα», αλλά τρέμει το φυλλοκάρδι της από το τι μέλλει γενέσθαι με τον πληθωρισμό, με την εξελισσόμενη ενεργειακή κρίση, με την απειλή παραπέρα ανόδου του ήδη δυσθεόρατου χρέους.
Σαν αντίδοτο σε αυτή την εντεινόμενη οικονομική κρίση ο Κυρ. Μητσοτακης ξεφωνίζει ως «μείζονα εθνικό στόχο», τώρα, την «επανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας» της Ελλάδας, την οποία αξιολογούν οι διεθνείς «αγορές», με την ελπίδα να μετριάσει την αύξηση του χρηματοδοτικού κόστους δανεισμού του ελληνικού κράτους και τις νέες οικονομικές εμπλοκές που μπορούν να προκύψουν. Ταυτόχρονα σηκώνει ξανά το ξίφος απειλητικά προς τον ελληνικό λαό στέλνοντας προαναγγελίες συνέχισης της σκληρής αντιλαϊκής οικονομικής πολιτικής για «να διατηρηθεί η δημοσιονομική σταθερότητα».
Όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εναπόθεσε την αντιμετώπισή τους στη στήριξη από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης, προκαταβάλλοντας ακόμα περισσότερες υπηρεσίες υποτέλειας, σαν κι αυτές που αποτύπωσαν οι στρατιωτικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Τώρα, -και μετά το ναυάγιο του αγωγού EastMed- μετά τις απτές απειλές που δημιουργεί στην Ελλάδα η αμερικανορώσικη αντιπαράθεση στην Ουκρανία, εμφανώς βρίσκεται μπροστά σε μια πίεση και ένα αδιέξοδο. Που μεγεθύνεται ακόμα περισσότερο, καθώς η Τουρκία εκμεταλλεύεται αυτές τις συνθήκες για να αμφισβητήσει την κυριαρχία ελληνικών νησιών. Και ποια είναι η απάντηση της κυβέρνησης της ΝΔ; Μια εξευτελιστική στάση που ψάχνει επικύρωση για το ποια είναι και ως πού φτάνει η εθνική κυριαρχία της χώρας μας από δηλώσεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας!
Με όλα αυτά τα δεδομένα πλησιάζει και ο χρόνος των βουλευτικών εκλογών. Είναι φανερό πως το τέλμα της οικονομικής κρίσης έχει επαναφέρει την πολιτική κρίση, που δηλώνεται και με τη φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ και με τα εκλογικά σενάρια που διακινούνται, αλλά υποδηλώνεται και από διαρροές σαν αυτή που προήλθε από την πλευρά της ΕΕ για σενάριο κυβέρνησης τεχνοκρατών στην Ελλάδα.
Μέσα σε σε αυτό το οικονομικό και πολιτικό σκηνικό, ο ΣΥΡΙΖΑ -αφού έδωσε τη στήριξή του, ως τώρα, στην κυβέρνηση της ΝΔ- επιχειρεί να επωφεληθεί από τη φθορά της και να πλιατσικολογήσει ψήφους φωνάζοντας πως «η μόνη διέξοδος είναι οι εκλογές» και αναμασώντας περασμένες συνθηματολογίες του ΠΑΣΟΚ για «κίνημα αλλαγής» άλλα και ξαναπλασσάροντας την απατηλή συνθηματολογία που χρησιμοποίησε στις εκλογές του 2015 (κατάργηση των μνημονίων με ένα νόμο) σε μια αναμορφωμένη εκδοχή της (κατάργηση των νόμων της κυβέρνησης ΝΔ).
Ωστόσο, το ζητούμενο είναι πώς οι εργαζόμενοι και ο ελληνικός λαός δεν θα ξαναπαγιδευτούν στους γνωστούς δρόμους χειραγώγησής τους που στήνει το αστικό πολιτικό σκηνικό και θα μπορέσουν να αναπτύξουν τον αυτοτελή μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα τους που είναι και η μόνη εγγύηση για την προάσπιση των συμφερόντων τους.