Η κοινή δήλωση των 27 Ευρωπαίων ηγετών που ακολούθησε την τηλε-Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ, σε ό,τι αφορά στις σχέσεις της με την Τουρκία, μεταθέτει για άλλη μία φορά τη «λήψη περιοριστικών μέτρων κατά των επεκτατικών διαθέσεων της Άγκυρας στην Ανατ. Μεσόγειο», στην προσεχή Σύνοδο του Ιούνη. Σημειώνουμε πως ο κατάλογος αυτών των «περιοριστικών μέτρων» περιλαμβάνει μέτρα-χάδια απέναντι στην επεκτατική πολιτική Ερντογάν. Τώρα, προς το παρόν, καλωσορίζουν την κατάσταση στις πολιτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας και το εκατέρωθεν στρατηγικό συμφέρον από την ανάπτυξη της συνεργασίας, «μέσα σε ένα ασφαλές και σταθερό περιβάλλον στην Ανατολική Μεσόγειο…».
Παράλληλα, ακολουθώντας τη «διττή προσέγγιση» με ευχές για «τη διατήρηση της τρέχουσας αποκλιμάκωσης», «την εποικοδομητική πολιτική μέσα στις καθιερωμένες προϋποθέσεις», «τη θετική προοπτική» κλπ, αλλά και αιχμές για τις «παράνομες τουρκικές επιχειρήσεις στην Ανατ. Μεσόγειο», συνοδεύουν την πρόσκληση προς την Τουρκία, ώστε «…να είναι έτοιμη να συνεργαστεί με ένα σταδιακό, αναλογικό και αναστρέψιμο τρόπο για την ενίσχυση της συνεργασίας σε διάφορους τομείς κοινού ενδιαφέροντος και τη λήψη περαιτέρω αποφάσεων κατά τη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ιούνιο».
Απαξιώνοντας ουσιαστικά τις ψεύτικες προσδοκίες -που καλλιεργούν τόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη και ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα- για τη δήθεν διασφάλιση των ελληνοκυπριακών συμφερόντων από την ΕΕ και έχοντας μπροστά της το πιο ακανθώδες πρόβλημα της περιόδου, η τηλε-Σύνοδος επιχείρησε να προσπεράσει την εθνικιστική αδιαλλαξία και να γύρει την τουρκική πλάστιγγα προς την πλευρά των συμφερόντων του δυτικού ιμπεριαλισμού. Παράλληλα, ακολουθώντας την ίδια γραμμή πλεύσης με τις ΗΠΑ, για «περιοχές όπου υπάρχουν διαφορές», εξομοιώνει με αυτό τον τρόπο τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα Ελλάδας και Κύπρου με τις επεκτατικές διεκδικήσεις της Άγκυρας.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στις σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας και με δεδομένη την υποτελή στάση των ελληνικών κυβερνήσεων, όχι μόνο παραβλέπεται η απειλή του casus belli στην περίπτωση που η Ελλάδα θα ήθελε να ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα στα 12 ν.μ., όχι μόνο αποσύρεται κάθε αναφορά σε οποιεσδήποτε κυρώσεις (μετατίθενται τάχα για τον Ιούνη), όχι μόνο δεν υπήρξε η παραμικρή νύξη στις παραβάσεις του Δικαίου της Θάλασσας (αναγνώριση του δικαιώματος σε ΑΟΖ και για τα νησιά), όχι μόνο δεν συζητήθηκαν οι συνεχείς παραβιάσεις του εναερίου χώρου και των θαλασσίων υδάτων που παραπέμπουν σε καταστρατήγηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας και Κύπρου, αλλά ούτε λίγο ούτε πολύ η όλη συμπεριφορά «Ποντίου Πιλάτου» των Ευρωπαίων «εταίρων» έδειξε -εμμέσως πλην σαφώς- πως η αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας από την Τουρκία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί «…μέσω διαλόγου και καλόπιστων διαπραγματεύσεων, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της UNCLOS, με προσφυγή – εφόσον απαιτείται- στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». (Απόσπασμα από την Έκθεση Μπορέλ). Κι όχι μόνον αυτό, αλλά υπάρχει στο τραπέζι και η τουρκική πρόταση πολυμερούς συνάντησης όσων κρατών έχουν οικονομικά και άλλα συμφέροντα στο θέμα της επίλυσης των προβλημάτων της Ανατ. Μεσογείου, σε μία προσπάθεια επιβολής των τουρκικών θέσεων μέσα από ένα πολιτικό παζάρι. Κι αυτή την πρόταση επικροτεί η Γερμανία.
Τόσο η συνεχής επιθετικότητα (Συρία, Λιβύη, Νότιος Καύκασος, Βαλκάνια) και η εγκατάσταση στρατιωτικών βάσεων (Βόρεια Κύπρος, Συρία, Ιρακινό Κουρδιστάν, Κατάρ, Σομαλία), όσο η γεωστρατηγική θέση και οι σχέσεις που αναπτύσσει με το ρωσικό και κινέζικο ιμπεριαλισμό, έχουν μετατρέψει την Τουρκία σε βασικό περιφερειακό παράγοντα για τα γεωπολιτικά δρώμενα της Ανατ. Μεσογείου. Εξάλλου η στρατηγική θέση και το βάρος της υποχρεώνει τόσο τις ΗΠΑ και την ΕΕ, όσο και τις Ρωσία και Κίνα, είτε προσφέροντας ισχυρά ανταλλάγματα, είτε ασκώντας πιέσεις και εκβιασμούς στην Άγκυρα να προσπαθούν να σύρουν ο καθένας την Τουρκία προς τα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους.
Προφανώς, ένας τελικός τουρκικός προσανατολισμός θα σημάνει και την ανάλογη διάταξη των γεωπολιτικών συμφερόντων και την αρχή του ξετυλίγματος του πολύπλοκου δικτύου των διμερών ή και πολυμερών αντιθέσεων στην ευρύτερη περιοχή της Ανατ. Μεσογείου όλων των γειτονικών κρατών (Ελλάδα, Κύπρος, Τουρκία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Λίβανος, Παλαιστίνη, Συρία, Ιορδανία, Ιράν, Ιράκ). Η Ανατ. Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή ιστορικά αποτέλεσαν -και αποτελούν και σήμερα- ένα από τα ισχυρότερα γεωστρατηγικά σημεία του Πλανήτη, με αδιάκοπους πολέμους τώρα και ένα αιώνα, επηρεάζοντας την ασφάλεια των δρόμων μεταφοράς των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τη διέλευση προς τον Ινδικό Ωκεανό ή την εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών της Μεσογείου. Κατά συνέπεια, το ενδιαφέρον των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων εστιάζεται στην κατάληψη ισχυρών θέσεων και σφαιρών επιρροής μέσα από διαρκείς επεμβάσεις στις παραπάνω χώρες και προφανώς και μέσα από πολέμους. Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, η Τουρκία αποτελεί κομβικό σημείο για την ευρύτερη περιοχή.
Για τους ευρωατλαντικούς «συμμάχους» το όλο ζήτημα αφορά στο πώς θα σταθεροποιηθεί η θέση της Τουρκίας αποκλειστικά στη δυτική σφαίρα επιρροής (εξ ου και η παρουσία του Μπάιντεν στην τηλε-Σύνοδο). Ωστόσο, το θετικό κλίμα που συντηρούσαν οι Βρυξέλλες για τη δήθεν αποκλιμάκωση της έντασης στην Ανατ. Μεσόγειο και την ευθυγράμμιση της Τουρκίας στις αποφάσεις της Συνόδου του Δεκέμβρη, ακολούθησαν η αποχώρηση της Τουρκίας από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών), τα αντιδραστικά μέτρα ενάντια στο φιλοκουρδικό κόμμα HDP και η αποπομπή του διοικητή της κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, που επισκίασαν την προσπάθεια των Ευρωπαίων να προχωρήσουν τις ενταξιακές συνομιλίες με την Τουρκία. Για το ζήτημα αυτό, σύμφωνα με τη διπλωματική ιεράρχηση της Κομισιόν, σε πρώτο πλάνο εμφανίζονται και προβάλλονται ιδιαίτερα τα διμερή θέματα όπως η συνεργασία στο Μεταναστευτικό, η επιτάχυνση των επανεγκαταστάσεων από την Τουρκία στην ΕΕ, κυρίως για Σύριους πρόσφυγες, η επανάληψη συνομιλιών υψηλού επιπέδου και τέλος η ενίσχυση των διαπροσωπικών επαφών, ενώ στο δεύτερο πλάνο εμφανίζονται τα σοβαρότερα θέματα που σκιαγραφούν τις εξελίξεις στην Ανατ. Μεσόγειο, το ΝΑΤΟ, το Κυπριακό, το Κουρδικό κλπ.
Τέλος στο βάθος διαγράφονται τα γεωστρατηγικής σημασίας ζητήματα, όπως η τουρκική επεκτατικότητα, τα σχέδια των πυρηνικών εργοστασίων ρωσικής τεχνογνωσίας, οι στρατιωτικές βάσεις, η ισορροπία των σχέσεων Μόσχας-Άγκυρας, οι σχέσεις Ρωσίας και Κίνας με τη Δύση κλπ, οι βαθύτερες συνεννοήσεις των οποίων συζητιούνται σε κλειστές πόρτες.
Οι τελευταίες επαφές του Ερντογάν με την πρόεδρο της Κομισιόν Βαν ντερ Λάιεν και τον επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ, με τη Μέρκελ και το Μακρόν δίνουν εύγλωττα την εκατέρωθεν προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων με την Άγκυρα. Και έρχονται σε αντίθεση με τις υπερφίαλες δηλώσεις των ντόπιων αστικών κομμάτων για επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων μέσω ΕΕ και της «κοινοτικής αλληλεγγύης».