Με βάση το βιβλίο του κομμουνιστή ηγέτη Νίκου Μπελογιάννη:
«ΤO ΞΕΝO ΚΕΦΑΛΑΙO ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ»
O εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του 1821 ξέσπασε χωρίς ανάλογη προετοιμασία όσον αφορά τους οικονομικούς πόρους που θα τον στήριζαν. Τα οικονομικά μέσα αποτελούν σημαντικό παράγοντα για τη διεξαγωγή του πολέμου. Πολύ περισσότερο όταν αυτός είναι μακροχρόνιος, όπως ο εθνικός ξεσηκωμός του 1821 που διήρκεσε εννέα χρόνια. Από έλλειψη εφοδίων διαλύονταν συχνά στρατόπεδα και πολιορκίες, ματαιώνονταν εκστρατείες, με ολέθρια αποτελέσματα κάποιες φορές. Τα πυρομαχικά, ο οπλισμός, η τροφοδοσία των στρατιωτικών τμημάτων, οι μεταφορές, απαιτούσαν οικονομική διαχείριση.
Οι οικονομικοί πόροι για την υποστήριξη της επανάστασης δεν ήταν ευκαταφρόνητοι. Οικονομικά ποσά είχαν συγκεντρωθεί από τη «Φιλική Εταιρεία», ιδιώτες εντός και εκτός Ελλάδας, από τα λάφυρα του πολέμου. Στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της EKΔOTIKHΣ AΘHNΩN τόμος IB σελ. 608 αναφέρεται:
«Τα λάφυρα θα μπορούσαν να αποτελέσουν σημαντικό έσοδο του Αγώνος, επαρκές τουλάχιστον για τα δύο πρώτα έτη του πολέμου. Όμως λόγω ελλείψεως επιμελητείας ελάχιστα ποσά εισήλθαν στο δημόσιο ταμείο. Έστω και αν είναι υπερβολικές οι ανεξακρίβωτες πληροφορίες για το ύψος των λαφύρων κατά το 1821 και το 1822, είναι πολύ πιθανό ότι θα μπορούσε με αυτά η Επανάσταση να υπερκαλύψει τα πολεμικά της έξοδα. Από την κατάληψη της Μονεμβασιάς, του Ναβαρίνου, της Tριπολιτσάς, του Aκροκορίνθου, του Ναυπλίου και από την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη, για να αναφερθούν οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις, μηδαμινά ποσά κατορθώθηκε να εισέλθουν στο δημόσιο ταμείο».
Για την ίδια περίοδο ο N. Μπελογιάννης στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA» κεφ. Πρώτο σελ. 53, γράφει:
«Μόλις ξέσπασε η επανάσταση, ο λαός πρόσφερε ό,τι είχε και δεν είχε. Οι αγρότες τα ζώα τους και τα γεννήματά τους, οι τσοπαναραίοι και το τελευταίο τους πρόβατο, οι κοπέλες τις προίκες τους, οι γυναίκες τους άντρες τους, κι όλοι μαζί, χωριάτες και τσοπάνηδες, ναύτες και μικροτεχνίτες, άντρες και γυναίκες έδιναν το αίμα τους και τη ζωή τους για να λευτερωθεί ο τόπος από τον ξένο ζυγό.
Στο μεγάλο αυτό εθνικό σάλπισμα της λευτεριάς, οι αστοκοτζαμπάσηδες ξέρετε τι πρόσφεραν; Αφού αντιδράσανε στην κήρυξη της επανάστασης κι ύστερα αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος θέλοντας και μη, όχι μόνο δεν άνοιξαν το παραφουσκωμένο πουγκί τους να δώσουν έστω κι ένα γρόσι για τον αγώνα, αλλά βουτήχτηκαν και μεταξύ τους ποιος θα πρωταρπάξει περισσότερα χτήματα απ’ αυτά που παράτησαν οι Τούρκοι.
Kι όμως, τα χτήματα τούτα -πολλά κι αρκετά εύφορα- ονομάστηκαν «εθνικά» κι είχε αποφασιστεί να πουληθούνε και τα λεφτά να διατεθούν για τον αγώνα. Mα και η πράξη τούτη ήτανε, το πιο πολύ, μανούβρα των κοτζαμπάσηδων για να μη μοιραστούν τα χωράφια στο λαό, μα να τα πάρουν αυτοί για ένα κομμάτι ψωμί, αν δεν κατάφερναν να τα βουτήξουν με το ζόρι.
Οι ζάμπλουτοι πάλι Kουντουριώτηδες κι άλλοι πλούσιοι καραβοκυραίοι, αφού εξόντωσαν τον αρχηγό των ναυτών, τον ανδρείο καπετάνιο Oικονόμου, που τους ανάγκασε να ‘ρθούνε με το ζόρι στην επανάσταση, ρίχτηκαν με τα καράβια τους πιο πολύ στο πλιάτσικο, παρά στον τούρκικο στόλο».
Δεν έλειπαν λοιπόν ολότελα οι πόροι. Απλά, από την πρώτη στιγμή του ξεσηκωμού, οι οικονομικές βδέλλες, οι κοτζαμπάσηδες κάθισαν στο σβέρκο του ελληνικού λαού και του ρουφούσαν το αίμα, πλιατσικολογώντας τους λίγους οικονομικούς πόρους, αρπάζοντας τη γη που άφηναν οι Τούρκοι. Γη που ήταν εθνική και θα έπρεπε να μοιραστεί στον αγωνιζόμενο λαό, με αναδασμό.
Την εποχή αυτή οι Άγγλοι εγκαταλείπουν την «Ιερά Συμμαχία» και εφαρμόζουν δική τους πολιτική. Θέλοντας να διαμελίσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία, χρηματοδοτούν την Ελληνική Επανάσταση. Όχι από φιλελληνισμό, αλλά από καθαρά ιδιοτελείς σκοπούς. Χρηματοδοτούν με ληστρικούς όρους τους εξεγερμένους Έλληνες, για να μπορούν να τους έχουν υποτελείς.
Δυο δάνεια συνομολογήθηκαν ανάμεσα στις προσωρινές ελληνικές κυβερνήσεις, μην ξεχνάμε πως δεν είχε ακόμα αναγνωρισθεί και δημιουργηθεί το ελληνικό κράτος. Tο πρώτο δάνειο συνομολογήθηκε επίσημα στις 21 Φεβρουαρίου του 1824. Tο ονομαστικό ποσό του δανείου ανήρχετο στις 800.000 στερλίνες. Γιατί «ονομαστικό» ποσό; O N. Μπελογιάννης στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA» κεφ. Πρώτο σελ. 59, περιγράφει τους όρους:
«Aκούστε τους να φρίξετε: Oι Έλληνες πληρεξούσιοι είχαν εντολή να βρουν ένα δάνειο ίσαμε 800.000 λίρες και να δώσουν για εγγύηση τα «εθνικά» χτήματα, τις πρόσοδες των τελευταίων, τις αλυκές και τα διβάρια. Στα δεφτέρια τους λοιπόν έγραψαν και οι τραπεζίτες Longman, O’Brien, Ellice ότι μας δάνεισαν 800.000 λίρες. Αυτό όμως ήταν το ονομαστικό ποσό. Γιατί κάθε δάνειο που κλείνεται σε μια χρηματαγορά, έχει ονομαστική και πραγματική τιμή. Oνομαστική λέμε το ποσό που λένε ότι δανείζουν, και πραγματική, όσα πραγματικά δανείζουν. Σαν βάση παίρνουμε το εκατό και την πραγματική τιμή την καθορίζουν με ποσοστό στα %. Έτσι όταν λέμε ότι το τάδε δάνειο στα 95%, αυτό πάει να πει ότι αν η ονομαστική τιμή ήταν 100 δραχμές, η πραγματική θα ‘ταν 95. Δηλαδή παίρνεις 95 δραχμές και σε χρεώνουν εκατό. Εννοείται ότι και τους τόκους τους πληρώνεις με βάση την ονομαστική τιμή και όχι την πραγματική».
Οι εγγυήσεις του δανείου ήταν φυσικά η ελληνική γη. Kαι συνεχίζει στην σελ. 60: «Μα σ’ αυτό το δικό μας πρώτο δάνειο ούτε περνάει απ’ το μυαλό σας ποια ήταν η πραγματική τιμή. Μόλις 59%! Πράγμα που θέλει να ειπεί ότι μας χρέωσαν με 800.000 λίρες και θα μας έδιναν μόνο τα 59%, δηλαδή 472.000. Έτσι κι ο πραγματικός τόκος αυτόματα διπλασιάστηκε κι από 5% έγινε 9. Για εγγύηση των τόκων δόθηκαν όλα τα δημόσια έσοδα και για το κεφάλαιο όλα τα εθνικά χτήματα.
Aν έμενε τίποτε άλλο, οι Έλληνες πληρεξούσιοι θα το έδιναν πρόθυμα! Και παρ’ όλ’ αυτά, η ληστεία σε βάρος μιας μικρής χώρας που πρόσφερε τα πάντα στο βωμό της λευτεριάς, δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ. “H εμπορική πανουργία των νέων οικονομικών φίλων της Ελλάδας”, λέει ο Xέρτσβεργκ, “κατόρθωσε να πωλήσει εις τους Έλληνας τας νυν απαραιτήτους αυτοίς χρηματικάς βοηθείας, επί τιμής εις ύψιστον βαθμόν αδροτάτης”. Oι τοκογλύφοι που ‘δωσαν το δάνειο κράτησαν ακόμα και 3% για προμήθεια και μεσιτεία και 1,5% για ασφάλιστρα. Κράτησαν επίσης μπροστά τους τόκους για δύο χρόνια, δηλαδή 80.000 λίρες, τα χρεόλυτρα δύο χρόνων από 1% 16.000 και για… προμήθεια πληρωμής των τόκων 3.200 λίρες! Απόμειναν λοιπόν ίσαμ’ εδώ 348.000 λίρες, δηλαδή τα 43,5%».
Τελικά στην Ελλάδα έφτασαν 310.000 λίρες. Τα λεφτά τα μοίρασε η τριανδρία Κουντουριώτη- Kωλέττη- Μαυροκορδάτου στους δικούς της, εδραιώνοντας το αγγλόφωνο κόμμα, αφήνοντας απ’ έξω την παράταξη του Κολοκοτρώνη. Οι Άγγλοι αποφάσισαν να ασκήσουν τη γνωστή προσφιλή τακτική τους του «διαίρει και βασίλευε».
O μόνος σοβαρός αντίπαλος της τριανδρίας ήταν πια ο Ανδρούτσος.
«Τότε ο Κωλέττης -καθώς γράφει ο Xέρτσβεργκ- εξαγόρασε με λεφτά του δανείου τον Γκούρα, το πρωτοπαλίκαρό του, κι είναι γνωστό σ’ όλους πώς ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους και με τον Οδυσσέα» γράφει ο Μπελογιάννης στο ίδιο βιβλίο στη σελ. 63. O Μακρυγιάννης θα γράψει γι’ αυτή την επαίσχυντη πράξη: «γιόμωσε τον Γκούρα ο Κωλέττης λίρες. Του γιόμωσε το δισάκι του από αυτές και από τα λάφυρα του Nοταρά και Σισίνη και αλλουνών. Tο ίδιον και του Kατζικοστάθη. Του πουλημένου άνθρωπου κι άρπαγου τον έκαμε αρχηγόν να πάλη αναντίον του Δυσσέως». Ως γνωστόν ο Γκούρας κατηγορήθηκε πως δολοφόνησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, σπρώχνοντάς τον από την Ακρόπολη. O Φαβιέρος θα γράψει στο Φιλελληνικό Κομιτάτο του Παρισιού: «H κυβέρνηση ξόδεψε πενήντα εκατομμύρια γρόσια: Είκοσι για να τσακίσει τον Κολοκοτρώνη, πέντε έως έξι για τους απόστολους στην Ευρώπη και τα υπόλοιπα στους ναυτικούς και τους Ρουμελιώτες που λεηλάτησαν το Μωριά…».
Αφού τα πράγματα πήγαν πρίμα, τα δύο μέρη, οι Άγγλοι και οι δικοί μας αστοκοτζαμπάσηδες, προχώρησαν τάχιστα στη σύναψη νέου δανείου έχοντας καταπιεί, τάχιστα, το πρώτο δάνειο. Έτσι συνομολόγησαν δεύτερο δάνειο.
«T’ ονομαστικό κεφάλαιο του δανείου ορίστηκε στα 2 εκατομμύρια λίρες με τόκο 5%. Επειδή όμως η πραγματική του τιμή μόλις έφτανε τα 55%, η ελληνική κυβέρνηση θα χρώσταγε 2 εκατομμύρια και θά ‘παιρνε μόλις 1.100.000. Aλλά η ληστεία δεν σταμάτησε ίσαμ’ εδώ, γιατί σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπογράφτηκε στις 7.2.1825, οι τραπεζίτες κράτησαν μπροστά τους τόκους δύο χρόνων, δηλαδή 200.000 λίρες, κράτησαν 3% για προμήθεια, μεσιτεία κ.λπ. κι ακόμα 1% για χρεολύσιο μιας χρονιάς και 2% πάνω στους τόκους. Και τέλος, αφού δεν μπορούσαν να εφεύρουν κι άλλες κατακρατήσεις, απόμειναν για την Ελλάδα 816.000 λίρες που μόνο η Ελλάδα δεν τις πήρε».
Διαβάζουμε από το ίδιο βιβλίο του N. Μπελογιάννη στη σελ. 64. Όμως η καταλήστευση δεν θα σταματήσει εκεί. H ελληνική κυβέρνηση «νοίκιασε» Άγγλους ναυάρχους, για να μας δώσουν τα φώτα τους στη …ναυτική τέχνη. Μόνο ο Kόχραν πήρε μπροστάντζα 87.000 λίρες. Ναύαρχοι όμως χωρίς πλοία δε γίνεται. Έτσι οι διαχειριστές του δανείου παράγγειλαν στην Αγγλία έξι καράβια. Μία κορβέτα και πέντε ατμοκίνητα. Παράγγειλαν και στην Αμερική(!) άλλες δύο φρεγάτες σε ναυπηγείο που είχε συγγενικές σχέσεις με έναν των Άγγλων τραπεζιτών-δανειστών!Από τα έξι πλοία που παραγγέλθηκαν στην Αγγλία μόνο η κορβέτα «Καρτερία» κατάφερε να πλεύσει στην Ελλάδα στα τέλη του 1826. Από τα δύο μεγάλα ατμοκίνητα, το ένα, ο «Ακαταμάχητος», κάηκε στον Τάμεση στη διάρκεια των δοκιμών, ενώ το δεύτερο, η «Επιχείρηση», μόλις βγήκε στο πέλαγος κόντεψε να βουλιάξει καθώς έσκασαν τα καζάνια της. Από τα υπόλοιπα τρία μικρότερα μόνο ο «Ερμής» θα φθάσει στην Ελλάδα με χαλασμένη μηχανή και θα χρειαστεί να αλλαχθεί, όταν πια είχε τελειώσει η επανάσταση. Τα υπόλοιπα δύο θα παραμείνουν στην Αγγλία. Από τις δύο φρεγάτες που είχαν παραγγελθεί στην Αμερική, η μία δεν έφτασε ποτέ στην Ελλάδα, ενώ τη δεύτερη, την «Eλλάς», που έφτασε όταν κόντευε να τελειώσει η επανάσταση, την πληρώσαμε δεκαπλάσια από την κανονική της τιμή. Πόσο μοιάζουν με τα σημερινά εκείνα τα παλιά 190 χρόνια πίσω! Από τα δύο δάνεια της «Ανεξαρτησίας», η Ελλάδα χρώσταγε 2.800.000 λίρες με τόκο 5%. Στην πατρίδα έφτασαν τελικά 540.000 στερλίνες, πράγμα που σημαίνει πως ο τόκος έφτασε το 26%. O τελευταίος διακανονισμός γι’ αυτά τα δύο δάνεια, έγινε από την κυβέρνηση Παπάγου στα 1952, όπου διακανονίστηκαν όλα τα προπολεμικά δάνεια μαζί. Tα δάνεια αυτά «εξοφλήθηκαν» περίπου στα 1999! H Eλλάδα είχε ερειπωθεί από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε 700.000 νεκρούς και οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές ζητούσαν τα δάνεια του 1827!
Στο βιβλίο του «TO ΞENO KEΦAΛAIO ΣTHN EΛΛAΔA», στη σελίδα 70, ο N. Μπελογιάννης κάνει τον απολογισμό για τα δύο δάνεια:
«Eδώ πρέπει να προσθέσουμε μονάχα ότι από το 1827 κι ύστερα οι ξένοι δανειστές δεν είσπραξαν τόκους και χρεολύσια κι η Ελλάδα κηρύχτηκε σε κατάσταση φτώχεψης. Από τότε αρχίζει -μαζί μ’ άλλες αιτίες- η επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας μας κι έτσι τα δάνεια αυτά, που ονομάστηκαν -τι κοροϊδία- δάνεια της ανεξαρτησίας, αποτέλεσαν τον πρόλογο της οικονομικής υποδούλωσης της Ελλάδας στο ξένο κεφάλαιο. Οι Έλληνες αστοτσιφλικάδες, που κόβονται μέχρι σήμερα “δια την ιδέαν της πατρίδος”, έδωσαν από τότε ακόμα εξετάσεις στον πατριωτισμό και βαθμολογήθηκαν με μηδέν. Και το μηδενικό τούτο, όπως θα φανεί παρακάτω, στάθηκε ίσαμε σήμερα ο αχώριστος σύντροφός τους».