Μόνη απάντηση στην αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης δεν μπορεί παρά να είναι ο μαζικός αγώνας των εργαζομένων για την απόκρουσή της.
Η ακρίβεια τσακίζει κόκαλα, οι ανατιμήσεις δίνουν και παίρνουν, τα τρόφιμα, τα καύσιμα και άλλα βασικά αγαθά γίνονται «είδη πολυτελείας». Η ανεργία παραμένει στο κόκκινο, ενώ η εργασιακή ανασφάλεια επεκτείνεται με καταιγιστικούς ρυθμούς. Οι ΣΣΕ σε μεγάλη έκταση έχουν διαλυθεί και κυριαρχεί η ατομική σύμβαση εργασίας που έχει κάνει τους εργαζόμενους έρμαια της άγριας εργοδοτικής εκμετάλλευσης.
Η προκλητική ΓΣΕΕ, απούσα και αδρανής παρά την ένταση της αντεργατικής-αντιλαϊκής πολιτικής, επέλεξε να προκηρύξει εδώ και μήνες μια ετεροχρονισμένη μάλιστα απεργία, για αυξήσεις στους μισθούς. Αντί να οργανώσει αγώνα διεκδίκησης ικανοποιητικής αύξησης για τον καθηλωμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο, έσυρε την απεργία να γίνει…. μετά(!) την ημερομηνία λήψης της κυβερνητικής απόφασης για τον κατώτατο μισθό, ώστε να αποσυμπιέσει τις αντιστάσεις των εργαζομένων, διευκολύνοντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη στο αντεργατικό έργο της. Την 1η Απριλίου, η κυβέρνηση ήδη ανακοίνωσε αύξηση – εμπαιγμό στον κατώτατο μισθό στα 830 ευρώ μικτά, που αντιστοιχεί στα 705,96 καθαρά, δηλαδή 1,5 ευρώ την ημέρα.
Στην ΑΔΕΔΥ, από την άλλη, σύσσωμες οι δυνάμεις των ΔΑΚΕ – ΠΑΣΚΕ – ΕΑΕΚ/ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκαν προκήρυξη απεργίας για την ίδια ημέρα, γεγονός που θα έδινε την ευκαιρία να πραγματοποιηθεί ένας μαζικός πανεργατικός αγώνας, που θα μεγέθυνε την πίεση στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Στη συνεδρίασή του, το γενικό συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ, διατηρώντας το διασπαστικό κλίμα, αποφάσισε 24ωρη απεργία ….ένα μήνα μετά, στις 21 Μαΐου.
Οι εργαζόμενοι, με αυτά τα δεδομένα, γνωρίζουν πως δεν έχουν άλλη επιλογή από τη μαζική συμμετοχή στην απεργία στις 17 Απρίλη. Προκειμένου να δώσουν μια ηχηρή απάντηση στην κυβέρνηση όχι μόνο για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και ΣΣΕ, αλλά και ενάντια στην πολιτική της φτώχειας, της ανεργίας. Ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις σε Υγεία και Παιδεία, ενάντια στη δολοφονική πολιτική της κυβέρνησης που ευθύνεται για το έγκλημα στα Τέμπη. Δεν ξεχνούν πως η είσοδος των ιδιωτών στις μεταφορές σήμαναν 57 νεκρούς, στην υγεία έφεραν περαιτέρω υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος. Όσο για την είσοδο των ιδιωτών στην ενέργεια αυτές οδήγησαν χιλιάδες οικογένειες να μείνουν χωρίς ρεύμα και χωρίς θέρμανση.
Η αύξηση – ελεημοσύνη του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση της τάξης του 6,4%, την ώρα που ο ΣΕΒ και η εργοδοσία για να ασκήσουν πίεση, δήλωναν ότι δεν μπορούν να δώσουν αυξήσεις πάνω από 3-3,5%, ήταν ένα καλοστημένο σκηνικό για να φανεί ως δήθεν «φιλεργατική» η κυβερνητική πολιτική. Ούτε λόγος για τα πραγματικά ποσοστά του πληθωρισμού, τις τεράστιες απώλειες της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων (το 2022 το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ τις προσδιορίζει σε 19%) ενώ το ίδιο έτος οι 500 πιο κερδοφόρες ελληνικές εταιρείες κατέγραψαν αύξηση 75,5% στα κέρδη τους.
Μόνο οι μαζικοί εργατικοί αγώνες μπορούν να υψώσουν τα τείχη που θα βάλουν φραγμό σε αυτή την άγρια αντιλαϊκή πολιτική. Και για να γίνει αυτό χρειάζεται αποφασιστική διεκδίκηση εργατικών αιτημάτων που κινητοποιούν την εργατική τάξη, χρειάζονται ισχυρά Σωματεία, απεργίες, μαζικές διαδηλώσεις, πανεργατικές κινητοποιήσεις.
Γι’ αυτό η ΕΡΓ.Α.Σ. καλεί τους εργαζόμενους, τη νεολαία, όλο το λαό, με αφετηρία την 24ωρη απεργία της ΓΣΕΕ στις 17 Απρίλη να συνεχίσουν τους αγώνες τους για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους, για αυξήσεις στους μισθούς.
Για να διεκδικήσουμε:
-Συλλογικές Συμβάσεις με αυξήσεις μισθών που να αναπληρώνουν τις απώλειες αλλά και να βελτιώνουν την αγοραστική δύναμή τους
-Αυξήσεις στον κατώτατο μισθό πάνω από 30%
-Αναγνώριση των τριετιών που η κυβέρνηση «παρέκαμψε» εμπαίζοντας τους εργαζόμενους
-Κατάργηση του μνημονιακού νόμου που καθορίζει τον κατώτατο μισθό και επαναφορά καθορισμού του μέσα από την ΕΓΣΣΕ
-Πλήρη και σταθερή εργασία – Κατάργηση όλων των μορφών ελαστικής απασχόλησης – Στήριξη των ανέργων
-Όχι στις ιδιωτικοποιήσεις
-Υπεράσπιση της δημόσιας παιδείας, υγείας και κοινωνικής ασφάλισης
Με πανεργατικό μαζικό μέτωπο αγώνων μπορούμε να σταματήσουμε τον αντεργατικό οδοστρωτήρα
κυβέρνησης – ΕΕ