Ανάγκη για συνέχιση και κλιμάκωση των αγώνων πανελλαδικά
Το Γενικό Συμβούλιο της ΑΔΕΔΥ αποφάσισε 24ωρη πανελλαδική απεργία στο δημόσιο στις 28 Φλεβάρη. Όπως αναφέρεται στο δελτίο τύπου της: κάτω από το σύνθημα «Τα ΚΕΡΔΗ τους ή οι ΖΩΕΣ μας» διατυπώνεται η απαίτηση «να μπει τέρμα στη πολιτική που υποτιμά τη ζωή των εργαζομένων, που πετσοκόβει μισθούς και δικαιώματα, που ιδιωτικοποιεί υπηρεσίες, υποβαθμίζοντας τη λειτουργία τους με την υποστελέχωση και την υποχρηματοδότηση και συνεχίζοντας ένα χρόνο μετά το έγκλημα των Τεμπών την προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών υπευθύνων». Και προβάλλονται τα οικονομικά αιτήματα για αυξήσεις ύψους 10%, επαναφορά 13ου και 14ου μισθού, επίδομα επικίνδυνης κι ανθυγιεινής εργασίας, αύξηση του αφορολόγητου στις 12.000 ευρώ κ.ά.
Συμμετοχή στην απεργία έχουν δηλώσει ορισμένα Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες, ενώ αναμένεται και συμμετοχή του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε βγάλει ανακοίνωση). Η ΓΣΕΕ ωστόσο, ούτε συζήτηση για συμμετοχή. Έχοντας εδώ και μήνες προφασισθεί ένα γενικό και απροσδιόριστο «πρόγραμμα δράσης» με “κορύφωση” μια 24ωρη απεργία, την οποία προσφάτως ανακοίνωσε, για τις… 17 Απριλίου, τρεις μήνες μετά(!), και ενώ, όπως ανάγγειλε η κυβέρνηση, θα έχει λήξει…νωρίτερα (αρχές Απρίλη) το θέμα του καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού!
Είναι γεγονός πως και η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ και τα άλλα δευτεροβάθμια συνδικαλιστικά όργανα μπροστά στη δραματική κατάσταση που βιώνουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα της κοινωνίας λόγω της ακρίβειας, της καθήλωσης των μισθών και συντάξεων, ή ακόμη και των αυξήσεων-κοροϊδία της κυβέρνησης, μπροστά ακόμη στην ακάθεκτη φοροληστρική επιδρομή που συνεχίζει και κλιμακώνει η κυβέρνηση, μέσα στο σύνολο της αντιλαϊκής πολιτικής της, έχουν παραμείνει αδρανή από την αρχή του χρόνου και καθυστερημένα προκηρύσσουν μια απεργία και χωρίς να ανακοινώνεται τι σκοπό έχουν να κάνουν μετά από αυτήν.
Η τελευταία 24ωρη απεργία που κάλεσαν ήταν στις 21 Σεπτεμβρίου 2023, ενάντια στον αντεργατικό νόμο Γεωργιάδη και έκτοτε «σιγή νεκροταφείου». Η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2024 – απεχθέστερου όλων των προηγούμενων, πέρασε τον περασμένο Δεκέμβριο από την κυβέρνηση ως περίπατος, με την ΑΔΕΔΥ να περιορίζεται σε μια αναιμική στάση εργασίας την ημέρα ψήφισής του. Επίσης, ο τριτοβάθμιος συνδικαλιστικός φορέας του δημοσίου δεν έκρινε απαραίτητο να δοθεί μια δυναμική απάντηση απέναντι στις αυξήσεις κοροϊδία που έδωσε η κυβέρνηση στους δημόσιους υπαλλήλους με το νέο έτος και αντιστοιχούν σε 1,5 ευρώ την ημέρα. Δεν στήριξε επί της ουσίας ακόμη και τις κινητοποιήσεις υγειονομικών, που έγιναν το τελευταίο δίμηνο του 2023, με αφορμή τη δραματική κατάσταση στο Σύστημα Υγείας, ειδικότερα στο θέμα της υποστελέχωσης και με αιτήματα τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, νέες προσλήψεις, αυξήσεις στους μισθούς, ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά κ.ά. Σύρθηκε και πάλι, χωρίς καμιά υποτυπώδη προετοιμασία και με ανακοίνωση της τελευταίας στιγμής, σε μια στάση εργασίας σε μια από τις ημέρες των κινητοποιήσεων των υγειονομικών.
Επιπλέον, την ώρα που εδώ και πάνω από έναν μήνα το φοιτητικό κίνημα είναι στους δρόμους, αντιδρώντας στο νομοσχέδιο που έχει ετοιμάσει η κυβέρνηση για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και το οποίο βάλλει επί της ουσίας εναντίον των δημόσιων πανεπιστημίων, οι ανώτερες συνδικαλιστικές οργανώσεις λάμπουν δια της απουσίας τους. Η ΑΔΕΔΥ εσχάτως ψέλλισε κάποιες ανέξοδες δηλώσεις, στηρίζοντας με στάση εργασίας την κινητοποίηση της προηγούμενης Πέμπτης 8 Φλεβάρη, όσο για το ΕΚΑ εξέδωσε ένα αναιμικό δελτίο τύπου στο οποίο διατύπωνε τη στήριξη στις κινητοποιήσεις της περιόδου, φοιτητών και αγροτών.
Ενώ, και όταν οι συνταξιούχοι κινητοποιήθηκαν ενάντια στις αυξήσεις – εμπαιγμό που έδωσε η κυβέρνηση παρέμειναν αδρανείς. Το ίδιο κάνουν και τώρα σε σχέση με το να εκδηλώσουν τη συμπαράστασή τους στους αγώνες των αγροτών, έτσι ώστε το εργατικό, το αγροτικό και το φοιτητικό-εκπαιδευτικό κίνημα να υψώσουν ένα κοινό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική.
Μέσα στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί η, βέβαια, χρονικά καθυστερημένη αυτή απεργία, με αιτήματα για αυξήσεις στους μισθούς, θα πρέπει να ιδωθεί σαν μια δυνατότητα κινητοποίησης των εργαζομένων για να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους, να καταγγείλουν την κυβερνητική πολιτική, και κυρίως να απαιτήσουν συνέχιση του αγώνα. Θα πρέπει να επιδιωχθεί να γίνει με τη μαζικότερη δυνατή εργατοϋπαλληλική συμμετοχή στην απεργία και στα συλλαλητήρια.
Δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά μόνο αυτός του αγώνα, μπροστά στα καυτά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι εξαιτίας της ακρίβειας και του πληθωρισμού που σαρώνει, ενώ ταυτόχρονα οι μισθοί παραμένουν καθηλωμένοι ή έχουν λάβει την κοροϊδία που ονομάζουν αύξηση και αντιστοιχεί σε 1,5 ευρώ την ημέρα. Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση συνεχίζει ακάθεκτη το χτύπημα όλων των δημοσίων κοινωνικών υπηρεσιών, όπως η Υγεία και η Παιδεία, ψηφίζοντας αλλεπάλληλους νόμους οι οποίοι μειώνουν συνεχώς την κρατική χρηματοδότησή τους και αποδυναμώνουν τις δομές τους, για να διευρυνθεί το πεδίο κερδοσκοπικής δράσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα αναγκάζουν τα λαϊκά στρώματα να βάλουν ακόμη πιο βαθιά το χέρι στην τσέπη, αδιαφορώντας κυνικά για το αν έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν.
Απέναντι σε όλη αυτή την κατάσταση, οι εργαζόμενοι δεν έχουν παρά να αντισταθούν. Δείχνοντας τη δύναμη που έχουν και που αυτή και μόνο μπορεί να ασκήσει την απαιτούμενη πίεση, ώστε να βάλει φραγμό στην κυβέρνηση που απεργάζεται όλα αυτά σε βάρος τους.
Η ΕΡΓ.ΑΣ καλεί τους εργαζόμενους στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα να συμμετέχουν μαζικά στην απεργία στις 28 Φλεβάρη. Σε αυτή την κατεύθυνση θα κινητοποιήσει στο επόμενο διάστημα όλες τις δυνάμεις της. Για να γίνουν σε όλους τους χώρους δουλειάς συζητήσεις και να πραγματοποιηθούν ΓΣ, με θέμα να οργανωθεί με τους καλύτερους όρους η απεργιακή κινητοποίηση, ώστε να δοθεί μια ηχηρή απάντηση στη κυβέρνηση.
Και βέβαια ο αγώνας δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια 24ωρη απεργία, αντίθετα είναι ανάγκη να υπάρξει συνέχεια και κλιμάκωση με πανελλαδικό χαρακτήρα.
Με αιτήματα για πραγματικές αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για την ανακοπή της φοροληστείας των λαϊκών στρωμάτων, για τη στήριξη των δημόσιων υπηρεσιών Υγείας, Παιδείας, Ασφάλισης και Πρόνοιας.