Μέσα στη σημερινή δύσκολη για το λαό κατάσταση, η δήλωση Κ. Μητσοτάκη ότι «Δουλειά μας είναι να ασχολούμαστε με τα προβλήματα όλων των πολιτών της χώρας και να δίνουμε μία ξεχωριστή μέριμνα στις πιο απομονωμένες περιοχές της πατρίδας μας» (εφημ. «Χωριάτικα») έρχεται να δημιουργήσει ξανά ελπίδες ψεύτικες για την προδιαγεγραμμένη πορεία της υπαίθρου προς ένα αργό…. «θάνατο». Η ερήμωσή της, ασφαλώς, δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ισχύει και για πολλές άλλες χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης. Κάθε όμως χώρα έχει την ιδιαιτερότητά της.

Τα στοιχεία για την Ελλάδα είναι συντριπτικά. Ο αριθμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων από το 2009 στο 2021 μειώθηκε κατά 26,6%. Οι μέρες εργασίας για κατόχους και μέλη της οικογένειάς τους που απασχολήθηκαν στην αγροτική εκμετάλλευση από το 2009 ως το 2021 μειώθηκαν κατά 21,2%. Ένα άλλο στοιχείο ενδεικτικό για την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία αναφέρεται στις κατοικίες. Ανάμεσα στα 1960-2010 κατασκευάστηκαν 108.000 κατοικίες, ενώ την ίδια περίοδο οι κατοικούμενες (συμπεριλαμβανομένων των εξοχικών) ήταν 89.000. Σήμερα έχουμε χωριά με μηδενικό πληθυσμό, κωμοπόλεις και πόλεις με πληθυσμό που συνεχώς μειώνεται, με το 1/3 του πληθυσμού της χώρας να κατοικεί πλέον στο 2,9% της έκτασής της.

Ανάλογα φαινόμενα υπάρχουν και σε άλλες περιοχές, όπου παρατηρούμε ότι οι μικρότεροι Δήμοι παρουσιάζουν μεγάλη πληθυσμιακή μείωση (απογραφή 2021). Χωριά με εκατοντάδες κατοίκους κάποτε, σήμερα είναι σχεδόν έρημα. Λιγοστοί ηλικιωμένοι κάτοικοι και το μέλλον προδιαγεγραμμένο. Σε λίγα χρόνια θα σβήσουν κι αυτά από το χάρτη. Μέσα σε συνθήκες φτώχειας, ακρίβειας και ανεργίας -αποτέλεσμα μιας βάρβαρης πολιτικής όλων των κυβερνήσεων- η φυγή από το χωριό για τον πληθυσμό της υπαίθρου φαντάζει η μόνη διέξοδος.

Οι αστικές κυβερνήσεις, διαχειριστές του καπιταλιστικού συστήματος στην υπηρεσία της ολιγαρχίας, ουδέποτε ενδιαφέρθηκαν για την ουσιαστική ανάπτυξη της ενδοχώρας. Το αντίθετο μάλιστα. Υποκαταστήματα δημοσίων υπηρεσιών που ιδιωτικοποιήθηκαν, τράπεζες, δημόσια σχολεία, δομές υγείας υπολειτουργούν ή κλείνουν. Τους ενδιέφερε να ακολουθούν την πολιτική του κέρδους που υπαγόρευε η ντόπια πλουτοκρατία και οι ιμπεριαλιστές πάτρωνες.
Οικοτεχνίες, αγροτικά και κτηνοτροφικά νοικοκυριά βρέθηκαν σε οικονομικό αδιέξοδο που προκύπτει από τα μεγάλα κόστη σε ενέργεια, πρώτες ύλες, λιπάσματα, ζωοτροφές κλπ, συνδυασμένα με τη σοβούσα κλιματική κρίση.

Πλάι σε αυτά και το δημογραφικό, ένα υπαρκτό σημαντικό πρόβλημα, που προέρχεται όμως και αυτό από τις ίδιες αιτίες που ερημώνουν την ύπαιθρο. Οι παράγοντες που το συνθέτουν είναι πρωτίστως οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί, πολιτιστικοί. Από αυτήν την άποψη, οι δημογραφικές εξελίξεις είναι άμεσα συνυφασμένες με τις συνθήκες αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, με τους συνολικότερους όρους ζωής της λαϊκής ή αγροτικής οικογένειας, των νέων ζευγαριών. Με άλλα λόγια φτώχεια, ακρίβεια, αβέβαιο μέλλον σε μια χώρα όπου η εξάρτηση, η υποτέλεια και η ιμπεριαλιστική αντιαγροτική πολιτική της ΕΕ οδήγησαν στη διάλυση της παραγωγικής βάσης στην ενδοχώρα.

Ειδικότερα, με την κοινή αγροτική πολιτική (ΚΑΠ) -ανάλογα και με τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς- να στηρίζει τις ανάγκες του κεφαλαίου, να στηρίζει τους μεγαλοαγρότες, τους ντόπιους και ξένους εμποροβιομηχάνους, τις πολυεθνικές κλπ. Δεν είναι τυχαίες οι ποσοστώσεις στα προϊόντα που είχαν επιβάλει στο εσωτερικό τής τότε ΕΟΚ, που αντανακλούν και τους συσχετισμούς δύναμης ανάμεσα στις αστικές τάξεις της ΕΕ, με όφελος βέβαια πάντα για τις ηγεμονικές μερίδες του κεφαλαίου. Ουσιαστικά οι ΚΑΠ έρχονται να διευκολύνουν την «ορθολογική» καπιταλιστική ανάπτυξη της υπαίθρου μειώνοντας σταθερά τον αγροτικό πληθυσμό. «Από την άλλη μεριά η μεγάλη ιδιοκτησία περιορίζει τον αγροτικό πληθυσμό σε ένα διαρκώς κατώτατο όριο και αντιπαραθέτει σε αυτόν έναν διαρκώς αυξανόμενο βιομηχανικό πληθυσμό στριμωγμένο σε μεγάλες πόλεις» (Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ.3, σελ. 999).

Όμως η ελπίδα (ψεύτικη συνήθως) για μια αξιοπρεπή απασχόληση γίνεται ένα αναπάντητο ερώτημα. Όχι μόνο αυτοί που δεν ακολούθησαν σπουδές, αλλά και αυτοί που σπούδασαν, παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και της Ευρώπης, υπακούοντας στο μύθο της καλύτερης ζωής. Το αντίθετο συμβαίνει σε περιοχές με μεγάλη παραγωγική δραστηριότητα, οδικά δίκτυα, λιμάνια, σύγχρονες συνθήκες σε κάθε επίπεδο ζωής (πολιτισμός, υγεία, παιδεία κλπ). Το κεφάλαιο εδώ βρίσκει πρόσφορο έδαφος για παραγωγή υπεραξίας. Σε πρωτεύουσες νομών, σε Αττική και σε νησιά παρατηρείται αύξηση πληθυσμού (απογραφή 2021).

Καμιά αυταπάτη δεν πρέπει να υπάρχει για τη δράση του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Κάθε σχεδιασμός για επένδυση κρύβει πίσω της -την αναγκαία για τη διασφάλιση της ύπαρξής του- αύξηση της υπεραξίας. Σε αυτή την πραγματικότητα η πόλη και το χωριό-ύπαιθρος μαζί και ξεχωριστά διαμορφώνουν οικονομικές σχέσεις. Στην πορεία του καπιταλισμού αναπτύσσεται και οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στην πόλη και το χωριό. Οικονομική βάση της αντίθεσης αυτής είναι η εκμετάλλευση του χωριού από την πόλη, η απαλλοτρίωση των κτημάτων της αγροτιάς και η καταστροφή της πλειονότητας του αγροτικού πληθυσμού από τη γρήγορη ανάπτυξη της βιομηχανίας, του εμπορίου, του πιστωτικού συστήματος στον καπιταλισμό. «… Το ηθικό συμπέρασμα αυτής της ιστορίας, που μπορεί κανείς να το βγάλει επίσης εξετάζοντας την αγροτική οικονομία από άλλη σκοπιά, είναι ότι το κεφαλαιοκρατικό σύστημα αντιτίθεται σε μια ορθολογικά οργανωμένη αγροτική οικονομία ή ότι η ορθολογικά οργανωμένη αγροτική οικονομία δεν συμβιβάζεται με το κεφαλαιοκρατικό σύστημα (παρά το ότι το τελευταίο προάγει την τεχνική ανάπτυξη) και χρειάζεται είτε το χέρι του μικροαγρότη, που εργάζεται ο ίδιος, ή τον έλεγχο των συνεταιρισμένων παραγωγών» (Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, τ.3, σελ. 157).

Η εργατική τάξη έχει κάθε συμφέρον να συνειδητοποιήσει τα παραπάνω και να παλέψει προς την κατεύθυνση συντριβής των εχθρικών απόψεων που προκύπτουν από την ίδια την εξαρτημένη καπιταλιστική ανάπτυξη, διαμορφώνοντας τη συμμαχία με τη φτωχομεσαία αγροτιά. Να δώσει τη μάχη να επιβραδυνθεί η διαδικασία ερήμωσης. Να διεκδικήσει την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών μιας λαϊκής αγροτικής οικογένειας. Να αγωνιστεί για την κατάκτηση των άμεσων ζωτικών αιτημάτων των αγροτών, όπως εκφράζονται μέσα από τις αγροτικές κινητοποιήσεις που ξεδιπλώνονται τώρα σε μια σειρά αγροτικές περιοχές της χώρας.

Με δεδομένα τα παραπάνω, ο αγώνας για την επίλυση της αντίθεσης πόλης-χωριού εντοπίζεται στην διαδικασία μετατροπής του χωριού σε μια ενότητα παραγωγικών σχέσεων οι οποίες λαμβάνουν την μορφή του αυθεντικού συνεταιρισμού, έτσι ώστε από τη μια να διοχετεύει τα επιτεύγματά του στους τομείς της βιομηχανίας της πόλης και από την άλλη να κρατά για την επάρκεια και την ευημερία του τα προϊόντα της αγροτικής βιομηχανίας και να συναλλάσσει το υπερ-προϊόν. Αυτό όμως μπορεί να συμβεί μόνο και αποκλειστικά σε μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.