Σε κατάσταση αναβρασμού και αγωνίας για το μέλλον του παραμένει ο λαός στο Λίβανο, που βρίσκεται αντιμέτωπος με μια βαθιά καπιταλιστική κρίση, τη χειρότερη, όπως φαίνεται, της τελευταίας 30ετίας. Παρά τα αυστηρά μέτρα περιορισμού μετακινήσεων και εργασίας λόγω πανδημίας, χιλιάδες Λιβανέζοι βγαίνουν τον τελευταίο καιρό στους δρόμους της πρωτεύουσας Βηρυτού αλλά και της δεύτερης μεγαλύτερης και φτωχότερης πόλης του βορρά, Τρίπολης, διαμαρτυρόμενοι για την έκρηξη της ανεργίας, της φτώχειας, της ακρίβειας και της υποτίμησης κατά 200% της λιβανέζικης λίρας έναντι του αμερικανικού δολαρίου μέσα στους τελευταίους μήνες. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρήθηκαν έξω από τα γραφεία της Κεντρικής Τράπεζας στη Βηρυτό και τα υποκαταστήματα των λιβανέζικων τραπεζών που υπάρχουν σε όλη τη χώρα. Οι κινητοποιήσεις συνοδεύτηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις από συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατιωτών με αποτέλεσμα το θάνατο ενός 27χρονου, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και τον τραυματισμό πολλών δεκάδων.

Η συνεχής υποτίμηση της λιβανέζικης λίρας, η αύξηση της ακρίβειας στα τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης καθώς και η έκρηξη της ανεργίας βγάζουν τον κόσμο στους δρόμους. Την ίδια ώρα ισχύουν τραπεζικοί περιορισμοί κυρίως για τους φτωχούς. Τον περασμένο Μάρτη η κυβέρνηση κήρυξε χρεοκοπία καθώς δεν μπόρεσε να πληρώσει ομόλογα αξίας περίπου 1,3 δισ. ευρώ, ενώ το δημόσιο χρέος των 92 δισ. δολαρίων υπολογίζεται πως ξεπερνά το 170% του ΑΕΠ.

Ο Λίβανος, μία μικρή χώρα περίπου 5 εκατομμυρίων κατοίκων, έχει βυθιστεί την τελευταία διετία σε βαθιά οικονομική κρίση, που επιδεινώνεται και από την πανδημία του κορονοϊού. Περίπου το 45% του πληθυσμού ζει πλέον κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ για φέτος το ΔΝΤ προβλέπει συρρίκνωση της λιβανέζικης οικονομίας κατά 12%. Το βέβαιο είναι πως εκατομμύρια εργαζόμενοι και άνεργοι δεν αντέχουν τον εμπαιγμό της κυβέρνησης και το γεγονός ότι πλέον δυσκολεύονται να επιβιώσουν, με τις τιμές σε όλα τα βασικά αγαθά να έχουν εκτοξευτεί.

Οι προσπάθειες της κυβέρνησης του Σουνίτη πρωθυπουργού Χασάν Ντιάμπ να εκτονώσει τη λαϊκή οργή επικεντρώθηκαν στην παρουσίαση ενός διαχειριστικού σχεδίου «εξόδου από την κρίση», το οποίο παρουσίασε έχοντας προηγουμένως εξασφαλίσει και τη συναίνεση του Χριστιανού Προέδρου της χώρας, Μισέλ Αούν. Βασικοί άξονες του σχεδίου «εξόδου» από την κρίση είναι και αυτή τη φορά -όπως είχε κάνει και ο προκάτοχός του Σ. Χαρίρι- η μείωση των κρατικών δαπανών σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων, «μεταρρυθμίσεις» τάχα για την καταπολέμηση της διαφθοράς, με αόριστες υποσχέσεις για επιστροφή κλεμμένων, η υπόσχεση βελτίωσης του συνταξιοδοτικού και φορολογικού συστήματος, η διάσωση της καταχρεωμένης κρατικής εταιρείας ηλεκτρισμού και η αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού τομέα. Επίσης, η ανάγκη εξασφάλισης ενός δανείου έως 10 δισ. δολαρίων πιθανώς από το ΔΝΤ εφόσον εξασφαλιστεί η συμφωνία από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αναμειγνύονται με διάφορους τρόπους στα εσωτερικά πράγματα του Λιβάνου, όπως η Γαλλία, οι ΗΠΑ, αλλά και χώρες του Περσικού Κόλπου.

Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαίο πως σε αυτήν την περίοδο η Γερμανία ενέδωσε στις πιέσεις των ΗΠΑ, θέτοντας εκτός νόμου και χαρακτηρίζοντας τρομοκρατική τη λιβανέζικη σιιτική οργάνωση «Χεζμπολάχ». Η εξέλιξη προκάλεσε μεγάλη ικανοποίηση όχι μόνο στην Ουάσιγκτον αλλά και στο Ισραήλ. Ως συμβολική πολιτική κίνηση «υποχώρησης» στις πιέσεις των ΗΠΑ και του Ισραήλ αποδοκίμασε ο ηγέτης της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, την απόφαση της Γερμανίας. Ο Νασράλα επισήμανε πως η Χεζμπολάχ δεν είχε απολύτως καμία δραστηριότητα στη Γερμανία, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «όταν λέμε ότι δεν δραστηριοποιούμαστε στη Γερμανία, είμαστε 100% ειλικρινείς». Χαρακτήρισε έτσι τη σχετική απόφαση της Γερμανίας αμιγώς «πολιτική», που αντανακλά «υποταγή στην αμερικανική βούληση και στοχεύει στην ικανοποίηση του Ισραήλ». Παράλληλα, αποδοκίμασε τις πρόσφατες επιδρομές της αστυνομίας σε τεμένη στη Γερμανία, που κατά τις γερμανικές αρχές είχαν διασυνδέσεις με τη Χεζμπολάχ.

Ο Νασράλα, χαιρέτισε επίσης το πρόγραμμα της κυβέρνησης του πρωθυπουργού Χασάν Ντιάμπ με στόχο την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, λέγοντας πως πρόκειται για «μεγάλο, σημαντικό βήμα». Αυτά, μολονότι μέχρι πρότινος ο Νασράλα ήταν αντίθετος με το αίτημα χορήγησης δανείου από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεδομένων των γνωστών σκληρών αντιλαϊκών πολιτικών που επιβάλλει. Πρόσθεσε ωστόσο πως μία συμφωνία για δάνειο από το ΔΝΤ «δεν θα πρέπει να είναι τυφλή παράδοση» στους όρους που θα θέσει το τελευταίο.

Σε κάθε περίπτωση, το σχέδιο του Χ. Ντιάμπ, που το εμφανίζει ως «μεταρρύθμιση», αφορά τη διάσωση των μεγάλων επιχειρήσεων. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το λογαριασμό θα πληρώσουν και πάλι τα λαϊκά στρώματα, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο σε αυτές τις περιπτώσεις.