Δεν πρόλαβε να στεγνώσει το μελάνι του πρόσφατα ψηφισμένου αντεργατικού ν. Χατζηδάκη και η κυβέρνηση έσπευσε να ενεργοποιήσει τις πιο αυταρχικές διατάξεις του, στρέφοντας τα πυρά της ενάντια στην ΟΛΜΕ. Το Σάββατο 26 Ιούνη η υπουργός Παιδείας Ν. Κεραμέως κατέθεσε εσπευσμένα αγωγή στο Πρωτοδικείο Αθήνας ενάντια στη στάση εργασίας που είχε εξαγγείλει η ΟΛΜΕ για την Δευτέρα 28 Ιουνίου. Με αυτή τη μορφή δράσης οι ΕΛΜΕ της χώρας και η ΟΛΜΕ αποφάσισαν να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τον τρόπο ορισμού καθηγητών ως επιτηρητών στις εξετάσεις για την επιλογή μαθητών στα νεοσύστατα και κακόφημα «Πρότυπα» σχολεία που θα διενεργούνταν εκείνη τη μέρα. Για πρώτη φορά η κυβέρνηση αποφάσισε να υποχρεώσει εκπαιδευτικούς που δεν εργάζονται στα σχολεία αυτά να επιτηρήσουν στις εξετάσεις. Και σαν να μην ήταν αρκετή η υποχρεωτικότητα του μέτρου, η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ αποφάσισε να μην αποζημιώσει τους εκπαιδευτικούς – επιτηρητές. Αντίθετα, ενεργώντας στο πνεύμα και την ουσία του νέου ν. Χατζηδάκη, πρόσφερε ως «αντάλλαγμα» μια μέρα ρεπό!
Η διαμαρτυρία των εκπαιδευτικών σωματείων και η εναντίωσή τους στα μέτρα αυτά με αγωνιστικό τρόπο και με τη μορφή της στάσης εργασίας αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων. Κυβέρνηση και ΥΠΑΙΘ δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να θιχθεί ο θεσμός των «Πρότυπων» σχολείων της λεγόμενης «αριστείας», των λίγων κι εκλεκτών και των ταξικών φραγμών, στα οποία μάλιστα τόσο πολύ είχε επενδύσει επικοινωνιακά. Για το λόγο αυτό η Κεραμέως, με την ανοιχτή στήριξη του Μητσοτάκη, προσέφυγε κατεπειγόντως στα δικαστήρια επιδεικνύοντας έτσι την πολιτική της πυγμής. Κλιμάκωσε απότομα, για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες, την καταστολή ενάντια στην οργανωμένη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος, μετά την προσφυγή στα δικαστήρια παραμονές της 24ωρης απεργίας στις 16/6, για να την κηρύξει παράνομη και καταχρηστική λόγω … πανελλαδικών εξετάσεων.
Με την προσφυγή αυτή η κυβέρνηση της ΝΔ ενεργοποίησε για πρώτη φορά το αντεργατικό τερατούργημα του Χατζηδάκη, εγκαινιάζοντας το αντιδραστικό της οπλοστάσιο ενάντια στα συνδικάτα. Η ηγεσία του ΥΠΑΙΘ επικαλούμενη τις διατάξεις του ν. Χατζηδάκη ότι «δεν προηγήθηκε η τετραήμερη γνωστοποίηση της στάσης εργασίας», «δεν προχώρησε η ΟΛΜΕ σε δημόσιο διάλογο με το ΥΠΑΙΘ», «δεν έχει οριστεί το προσωπικό ελάχιστης εγγυημένης υπηρεσίας και το προσωπικό ασφαλείας», κατέφυγε εκτάκτως στα δικαστήρια, στέλνοντας μήνυμα προς το συνδικαλιστικό κίνημα ότι η υπόθεση της απεργίας, τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες θα έρθουν αντιμέτωπα ακόμη περισσότερο με την πολιτική της καταστολής και των απαγορεύσεων την επόμενη περίοδο.
Το γεγονός αυτό απέκτησε κεντρικές πολιτικές διαστάσεις μετά και την παρέμβαση του Μητσοτάκη ο οποίος, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της προσφυγής της Κεραμέως, έσπευσε να δηλώσει ότι «εκτιμώ και ελπίζω ότι η απεργία θα κηρυχθεί παράνομη έτσι ώστε οι εξετάσεις να διεξαχθούν κανονικά και να σταματήσουμε να είμαστε όμηροι τέτοιων ξεπερασμένων συνδικαλιστικών αντιλήψεων». Ξεσκίζοντας ακόμα και τις δικές τους διακηρύξεις περί δήθεν ανεξάρτητης δικαιοσύνης, ο πρωθυπουργός της χώρας προχώρησε σε μια πρώτης τάξεως παρέμβαση στο έργο των δικαστηρίων υπαγορεύοντας την απόφαση που θα έπρεπε να ληφθεί. Στην πράξη, με την παρέμβαση αυτή ο Μητσοτάκης ήθελε να εξασφαλίσει ότι ο νόμος Χατζηδάκη θα εφαρμοστεί απαρέγκλιτα. Με την παρέμβαση αυτή άναψε το πράσινο φως για να ενεργοποιηθεί ο κοινωνικός αυτοματισμός ενάντια στους εκπαιδευτικούς, να εξαπολυθεί μια χυδαία επίθεση από τη μεριά των ΜΜΕ προς τα εκπαιδευτικά σωματεία και το δικαίωμα στην απεργία. Είναι γνωστή και πάγια η τακτική των επιθέσεων απ’ τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης που, για να υπερασπίσουν την κυβερνητική πολιτική, καταφεύγουν σε ελεεινολογίες ενάντια στα συνδικάτα και τους μαζικούς αγώνες.
Καμία έκπληξη δεν προκαλεί η στάση που κράτησαν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις των ΣΥΝΕΚ/ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΜΕ/ΚΚΕ στην ΟΛΜΕ οι οποίες στήριξαν υποτίθεται την αρχική απόφαση. Σε κλίμα σύμπνοιας οι δυνάμεις αυτές, που ενώ αρχικά είχαν υπερψηφίσει μαζί με τις ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ την κινητοποίηση, μετά την προσφυγή στα δικαστήρια έσπευσαν αμέσως να τα διπλώσουν και να τραπούν σε άτακτη υποχώρηση. Απέναντι στην κυβερνητική πίεση, ανέστειλαν σιωπηρά την απεργιακή κινητοποίηση οδηγώντας την έτσι στον εκφυλισμό. Μπροστά στο ξεδίπλωμα του κυβερνητικού αυταρχισμού οι ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ πρότειναν να καταγγελθεί η κυβερνητική τρομοκρατία και να κρατήσουν ανυποχώρητη αγωνιστική στάση οι ΕΛΜΕ και η ΟΛΜΕ επιμένοντας στην κινητοποίηση, θέση που πρόβαλε και ο Εκπαιδευτικός Όμιλος. Το μεν ΠΑΜΕ αποκάλυψε ξανά μέσα σε λίγες ημέρες το χαρακτήρα της συμβιβαστικής γραμμής του, λέγοντας ούτε λίγο-ούτε πολύ ότι μια τέτοια στάση «είναι τυχοδιωκτική» και αποτελεί «βούτυρο στο ψωμί της κυβέρνησης». Οι δε ΣΥΝΕΚ/ΣΥΡΙΖΑ ταυτίστηκαν πλήρως με τη θέση του ΠΑΜΕ, την ώρα που μια μερίδα των φιλο-ΣΥΡΙΖΑ εφημερίδων τραβούσε το αφτί της ΟΛΜΕ γράφοντας πως η κινητοποίηση αυτή ήταν «αχρείαστο δώρο στο Μητσοτάκη».
Η κυβέρνηση, με όπλο τον αυταρχισμό και την ποινικοποίηση των αγώνων, επιδιώκει να επιβάλει «σιγή νεκροταφείου» στους χώρους δουλειάς, να βάλει στο γύψο τα συνδικάτα και την οργανωμένη πάλη των εργαζομένων. Παρά το νέο -πιο δύσκολο- τοπίο που διαμορφώνεται, οι εκπαιδευτικοί όπως και όλοι οι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλη διέξοδο παρά μόνο τον ανυποχώρητο αγώνα τους για να ανατραπεί το αντεργατικό έκτρωμα «Χατζηδάκη». Ο αγώνας αυτός περνά μέσα από την αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του συμβιβασμού, την αποκάλυψη της συνθηκολόγας γραμμής τους. Όπλο των εργαζομένων είναι τα συνδικάτα τους, η μαζική συσπείρωσή τους σ’ αυτά, η υπεράσπιση των δημοκρατικών συλλογικών τους διαδικασιών απέναντι στις κυβερνητικές απειλές και επιθέσεις.