Η τηλεργασία πήρε μεγάλες διαστάσεις μέσα στις συνθήκες της πανδημίας και επιβάρυνε χιλιάδες εργαζόμενους. Και θα συνεχίσει να τους επιβαρύνει καθώς με το νέο αντεργατικό νομοσχέδιο, που έβγαλε σε δημόσια διαβούλευση η κυβέρνηση, θεσπίζει όρους εφαρμογής της για την επέκτασή της.
Η τηλεργασία πέρασε σε επίπεδο νομοθεσίας με το μνημονιακό νόμο 3846/2010. Από στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζεται ότι έως το 2019 τα ποσοστά των ατόμων που εργάζονταν τακτικά ή κάποιες φορές από το σπίτι ανέρχονταν στο 5,3%. Το ποσοστό αυτό εκτινάχθηκε μέσα στον χρόνο της πανδημίας ξεπερνώντας το 25%.
Το νέο σχέδιο νόμου της κυβέρνησης επιδιώκει έντεχνα να διευκολύνει τους εργοδότες στο να επιβάλουν στους εργαζόμενους τον συγκεκριμένο τρόπο εργασίας από απόσταση. Και επιδιώκει να το κάνει αυτό με μια περιγραφή όρων παροχής της (κάλυψη του κόστους εξοπλισμού από τον εργοδότη, «δικαίωμα αποσύνδεσης», κλπ.) που, από τη μια, επιχειρεί να «χρυσώσει το χάπι» και να δημιουργήσει την εντύπωση πως η τηλεργασία δεν θα είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο και, από την άλλη, να κρύψει αυτό που αποτελεί και την αντεργατική ουσία της όλης σχετικής διάταξης. Η αντεργατική ουσία της νέας διάταξης για την τηλεργασία συμπυκνώνεται στο ότι ορίζει πως «η τηλεργασία συμφωνείται εγγράφως μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου κατά την πρόσληψη ή με έγγραφη τροποποίηση της σύμβασης εργασίας». Ότι, δηλαδή, η τηλεργασία θα είναι προϊόν ατομικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας του εργοδότη με τον εργαζόμενο. Προϊόν, δηλαδή, μιας διαδικασίας όπου ο εργαζόμενος μόνος του θα πρέπει να αντιμετωπίσει τον εργοδότη, ο οποίος εκμεταλλευόμενος την πιο αδύνατη θέση που έχει ο εργαζόμενος σε μια τέτοια διαπραγμάτευση θα μπορεί με μεγαλύτερη ευκολία να του επιβάλει την τηλεργασία και τους όρους παροχής της.
Αυτό σημαίνει νομοθετική στήριξη στους εργοδότες για να προωθήσουν ταχύτερα και ευρύτερα την τηλεργασιακή σχέση που είναι πιο πρόσφορη στην επέκταση και την ελαστικοποίηση του εργατικού ωραρίου, εξατομικεύει τη σχέση εργασίας και απομονώνει τον εργαζόμενο από τους συναδέλφους του και τον θέτει κάτω από ένα ασφυκτικότερο και καταπιεστικότερο εργοδοτικό έλεγχο, τον κάνει πιο ευάλωτο στις εργοδοτικές πιέσεις και αυθαιρεσίες. Το νομοσχέδιο αφήνει στην ατομική συμφωνία εργοδότη και εργαζόμενου τα ζητήματα:
-Του καθορισμού του ωραρίου της τηλεργασίας η οποία, όπως γράφει, μπορεί να «παρέχεται κατά πλήρη, μερική ή εκ περιτροπής απασχόληση», ενώ είναι προφανές ότι αυτό θα υπάγεται στις γενικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου για διευθέτηση του χρόνου εργασίας και απλήρωτες υπερωρίες.
-Των χρονικών ορίων εργασίας του, του λεγόμενου «δικαιώματος αποσύνδεσης» («του δικαιώματος να απέχει πλήρως από την εργασία εκτός ορίου εργασίας και κατά τη διάρκεια νόμιμων αδειών του»). Μάλιστα αν για τα «τεχνικά και οργανωτικά μέσα» άσκησης αυτού του δικαιώματος δεν συμφωνήσουν οι εργαζόμενοι, το νομοσχέδιο δίνει την δυνατότητα μονομερώς «να καθορίζονται από τον εργοδότη και να γνωστοποιούνται από αυτόν στους εργαζόμενους».
-Της «τηλε-ετοιμότητας, των χρονικών ορίων αυτής και τις προθεσμίες ανταπόκρισης του εργαζομένου». Δηλαδή, της εργοδοτικής ευχέρειας να υποχρεώνει τον εργαζόμενο ανά πάσα ώρα να προσφέρει εργασία.
Μέσα σε ένα πλαίσιο ατομικής διαπραγμάτευσης εργαζόμενου-εργοδότη δεν είναι δύσκολο να συμπεράνει κανείς ότι κάτω από την πίεση του τελευταίου και την απειλή της ανεργίας οι όποιες ρυθμίσεις για το ωράριο της τηλεργασίας, την «αποσύνδεση» και την τηλε-ετοιμότητα, θα γέρνουν σε βάρος του εργαζόμενου, ο οποίος θα υπόκειται, έτσι, σε μεγαλύτερη εργοδοτική εκμετάλλευση.
Επιπλέον το νομοσχέδιο, μεταφέρει και ευθύνες εφαρμογής της νομοθεσίας στον τηλεργαζόμενο ορίζοντας π.χ. ότι «υποχρεούται να εφαρμόζει τις ισχύουσες διατάξεις για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία» στο χώρο εργασίας του (στο σπίτι του ή αλλού κλπ.).
Το νομοσχέδιο αναφέρει, επίσης, ότι για την τηλεργασία, «ο εργοδότης αναλαμβάνει το κόστος που προκαλείται στον εργαζόμενο από τη μορφή αυτή εργασίας, όπως ιδίως το κόστος εξοπλισμού», δεν παραλείπει ωστόσο να προσθέσει και το «εκτός εάν συμφωνηθεί να γίνεται χρήση εξοπλισμού του εργαζόμενου». Αφήνει, δηλαδή, ανοικτό το παράθυρο να γίνεται χρήση των ιδιόκτητων μέσων του εργαζομένου από την επιχείρηση του εργοδότη του.
Ο υπουργός Εργασίας προσπαθεί να καθησυχάσει τις ανησυχίες για το μέτρο της τηλεργασίας και να το παρουσιάσει ως ένα «αθώο» μέτρο που απλά «μεταβάλλει μόνο τον τρόπο με τον οποίο εκτελείται η εργασία».
Ωστόσο, η διάταξη του κυβερνητικού νομοσχεδίου για την τηλεργασία επιβεβαιώνει το ακριβώς αντίστροφο: ότι προωθεί, όπως από καιρό απαιτούσε και η μεγαλεργοδοσία του ΣΕΒ, μια νέα μορφή παροχής εργασίας, με την οποία επεκτείνεται και ελαστικοποιείται το εργατικό ωράριο για να επιτυγχάνουν οι εργοδότες μεγαλύτερη απομύζηση της εργατικής δύναμης.