Στον απόηχο της πανδημίας, και εν μέσω τουριστικής σεζόν (τύποις), πραγματοποιήθηκε η Γενική Απολογιστική Συνέλευση και η Συνέλευση Αρχαιρεσιών του Σωματείου Ξεναγών Αθήνας. Προηγήθηκε εξάμηνη παράταση της θητείας του ΔΣ, ενώ τελευταία Γενική Συνέλευση είχε πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο του 2019.
Σε όλο το προηγούμενο διάστημα, όλες οι συλλογικές διαδικασίες του Σωματείου είχαν ουσιαστικά απονεκρωθεί, καθώς το Σωματείο αρνήθηκε όλα τα αιτήματα για ζωντανές συλλογικές διαδικασίες. Το πρόσχημα της πανδημίας και της απαγόρευσης κυκλοφορίας και συνωστισμού ήταν ικανό να κρατάει τους ξεναγούς στα σπίτια τους, παρόλο που βίωναν τη μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του επαγγέλματός τους, παρόλο που κινδύνευαν να αφανιστούν ως κλάδος. Στο διάστημα της απόλυτης εργασιακής τους παράλυσης, το Σωματείο οργάνωσε μόλις δύο κινητοποιήσεις με διαφορά ενός έτους: μία τον Ιούλιο του 2020 και άλλη μία τον περασμένο Μάιο. Κατά τ’ άλλα, οι εργασιακές διεκδικήσεις των ξεναγών γίνονταν σε επίπεδο ΔΣ Σωματείου και Υπουργείων (Τουρισμού, Εργασίας, Οικονομικών), για τις οποίες τα μέλη απλώς ενημερώνονταν μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Για κλιμάκωση του αγώνα και των κινητοποιήσεων, ούτε λόγος.
Και κάπως έτσι φτάνουμε στην περασμένη Τρίτη, σε μια Γενική Απολογιστική Συνέλευση με μικρή συμμετοχή, όπως μάς έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια: 50-60 άτομα σε υποσύνολο 150 ταμειακώς εντάξει και σε ένα δεκαπλάσιο αριθμό πιστοποιημένων ξεναγών στην Αθήνα και τα περίχωρα. Στη Συνέλευση αυτή διαπιστώθηκε εύκολα η αδιαφορία του κράτους για τον κλάδο, καθώς τα επιδόματα δίνονται με το σταγονόμετρο, ενώ τα παράλογα υγειονομικά πρωτόκολλα καταργούν στην πράξη τις ξεναγήσεις και δη τον περιηγητικό τουρισμό. Ωστόσο, τη Συνέλευση μονοπώλησαν προβλήματα ήσσονος σημασίας, που λίγο ως πολύ παρουσιάστηκαν (ή υποβαθμίστηκαν) ως προσωπικές επιθέσεις κάποιων μελών προς τον πρόεδρο και το υπόλοιπο ΔΣ, ενώ προωθήθηκε εμμέσως πλην σαφώς η κυρίαρχη γραμμή της ηγεσίας του Σωματείου: συνειδητά απολιτίκ – ή συγκεκαλυμμένα απολιτίκ. Έτσι, συνειδητά και πάλι, δεν δόθηκε καμία κατεύθυνση προς κλιμάκωση του αγώνα, προς μαζικές διεκδικήσεις, προς ανακοινώσεις και προτάσεις με καταγγελτικό λόγο κατά της παρούσας κυβέρνησης και των πολιτικών επιλογών της, παρόλο που βρισκόμαστε μέσα σε ένα περιβάλλον απόλυτης απαξίωσης του επαγγέλματος.
Οι εκλογές έγιναν μία μόλις εβδομάδα μετά, χωρίς να υπάρξει κάποια ιδιαίτερη ανακοίνωση από την Εφορευτική Επιτροπή για τη διαδικασία, τόσο για τους ψηφοφόρους όσο και για τους υποψηφίους. Η διαδικασία ήταν ξεκάθαρη μόνο για τους μυημένους. Ωστόσο, οι συγκεκριμένες εκλογές ήταν κομβικής σημασίας, καθώς για πρώτη φορά θα συμμετείχαν οι «νέοι ξεναγοί», συνάδελφοι που παρέμεναν για χρόνια εκτός Σωματείου – η διοίκηση του Σωματείου είχε ‘επινοήσει’ ένα ειδικό καθεστώς ενσωμάτωσης των νέων ξεναγών ως ανενεργών μελών, απαιτώντας απ’ αυτούς μια μικρότερη συνδρομή (100 ευρώ αντί 120 ευρώ ετησίως), αλλά στερώντας τους το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι- και οι οποίοι, όμως, με συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες πέντε χρόνων είχαν διεκδικήσει τη θέση τους ως ισότιμα μέλη και το δικαίωμά τους να συσπειρωθούν με τους παλαιότερους συναδέλφους τους.
Συνολικά στις αρχαιρεσίες συμμετείχαν 155 άτομα για την ανάδειξη των 9 μελών του ΔΣ, των 3 μελών της Ελεγκτικής Επιτροπής, των 2 αντιπροσώπων του Σωματείου στο ΕΚΑ και των 16 αντιπροσώπων του Σωματείου στο δευτεροβάθμιο όργανο, την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξεναγών (Π.Ο.Ξεν.). Οι εκλογές έγιναν με ενιαίο ψηφοδέλτιο.
Σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες είχε συμμετοχή και η ΕΡΓΑΣ. Στόχος της ήταν η ανάδειξη των ζητημάτων που παραδοσιακά αποσιωπά το απερχόμενο ΔΣ και οι συν αυτώ: η ανάγκη ενημέρωσης, διαλόγου, συμμετοχής σε ένα σωματείο που αριθμεί 1.500 μέλη και η συντριπτική πλειοψηφία είναι είτε σιωπηλή είτε απούσα. Η ανάγκη άρθρωσης πολιτικού λόγου για καίρια προβλήματα, όπως η μετατροπή των κρατικών μουσείων σε ΝΠΔΔ, η απόσπαση των αρχαιοτήτων στο Σταθμό Βενιζέλου, ο μακροχρόνιος δανεισμός αρχαιοτήτων στο εξωτερικό και άλλες πολιτικές με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην εργασία των ξεναγών. Και το σημαντικότερο, η ανάγκη συλλογικής και αγωνιστικής διεκδίκησης των δίκαιων αιτημάτων για αξιοπρεπή εργασία μέσα σε ένα δυσμενές πολιτικό πλαίσιο, όπως έχει διαμορφωθεί και μετά την ψήφιση του Νόμου Χατζηδάκη.
Όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα οι απόψεις αυτές συγκέντρωσαν την υποστήριξη περίπου του 30% του εκλογικού σώματος. Και ο αγώνας συνεχίζεται.