Τσίρκο η βρετανική πολιτική σκηνή
όξυνση των αντιθέσεων και του διχασμού των αστικών κομμάτων
Χοντραίνει το παιχνίδι των αλληλοεκβιασμών, της υπονόμευσης, της μπλόφας αλλά και των υπόγειων συνεννοήσεων γύρω από το Brexit, τόσο εντός της Βρετανίας όσο και μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών.
Έξι μόλις βδομάδες πριν την οριακή προθεσμία της 31ης Οκτωβρίου, κατά την οποία θα πρέπει να αποχωρήσει το Ηνωμένο Βασίλειο από την Ε.Ε., με ή χωρίς συμφωνία και αφού θα έχει προηγηθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 17 Οκτωβρίου που θα πρέπει να αποφασίσει με βάση τα μέχρι τότε δεδομένα.
Ο πρωθυπουργός της χώρας, Μπόρις Τζόνσον, στο πλαίσιο της διαπραγματευτικής του τακτικής, διαμηνύει σε όλους τους τόνους ότι, αν και επιθυμεί μια νέα συμφωνία με τις Βρυξέλλες, ετοιμάζεται για Brexit στις 31 Οκτωβρίου ακόμη και χωρίς συμφωνία. Παρόλα αυτά δεσμεύεται από την απόφαση της Βουλής των Κοινοτήτων να μην προχωρήσει σε άτακτο Brexit και να διεκδικήσει νέα παράταση έως τις 31 Ιανουαρίου 2020, σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία.
Με το βρετανικό κοινοβούλιο να παραμένει κλειστό έως τις 14 Οκτωβρίου με απόφαση της κυβέρνησης, την οποία κατήγγειλε η αντιπολίτευση, νέο επεισόδιο ξεκίνησε στο μακρύ σήριαλ της ενδοαστικής αντιπαράθεσης γύρω από το Brexit. Αυτή τη φορά στην αίθουσα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στον κορυφαίο δικαστικό θεσμό του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο καλείται να αποφανθεί τελεσίδικα γι’ αυτή την απόφαση της κυβέρνησης, καθώς δύο κατώτερα δικαστήρια είχαν καταλήξει σε διαμετρικά αντίθετες αποφάσεις επί του θέματος.
Το ανώτερο δικαστήριο της Αγγλίας και της Ουαλίας είχε απορρίψει προσφυγή κατά της απόφασης, κρίνοντας ότι το ζήτημα είναι καθαρά πολιτικό και όχι νομικής φύσης. Αντίθετα, το ανώτερο δικαστήριο της Σκωτίας έκρινε παράνομο το κλείσιμο του Κοινοβουλίου, θεωρώντας ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός ήθελε να αποφύγει τον έλεγχο των βουλευτών λίγο πριν ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για το Brexit.
Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι στην Αγγλία και την Ουαλία επικράτησε το Brexit στο δημοψήφισμα του 2016, ενώ αντίθετο ήταν το αποτέλεσμα στη Σκωτία, όπου επανέρχεται και το αίτημα για ανεξαρτησία της χώρας από το Ηνωμένο Βασίλειο, από την τοπική κυβέρνηση που επιθυμεί την παραμονή στην Ε.Ε.
Η πιο εντυπωσιακή στιγμή της διαδικασίας είναι η κατάθεση του πρώην συντηρητικού πρωθυπουργού της Βρετανίας, από το 1990 έως το 1997, Τζον Μέιτζορ, ο οποίος στέκεται ενάντια στην απόφαση του νυν πρωθυπουργού. Μια πρωτοφανή κίνηση που δείχνει και το διχασμό που επικρατεί στο εσωτερικό του κυβερνώντος συντηρητικού κόμματος.
Πάντως, η πρόεδρος του σώματος διευκρίνισε ότι η όποια απόφαση “δεν θα καθορίσει πότε και πώς το Ηνωμένο Βασίλειο θα αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση”.
Μπορεί οι κοινοβουλευτικές αψιμαχίες να σταμάτησαν προσωρινά στο Λονδίνο, όμως δε συνέβη το ίδιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπου συζητήθηκε το θέμα του Brexit και εκτοξεύτηκαν δηλητηριώδη βέλη τόσο προς τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά και προς τους παρόντες Βρετανούς ευρωβουλευτές που στηρίζουν το Brexit, με επικεφαλής τον εθνικιστή Νάιτζελ Φάρατζ.
Είχε προηγηθεί η άκαρπη συνάντηση του Βρετανού πρωθυπουργού με τον πρόεδρο της Κομισιόν, Ζ.Κ. Γιούνκερ, αλλά και το “φιάσκο” της συνέντευξης τύπου με τον πρωθυπουργό του Λουξεμβούργου, Ξαβιέ Μπετέλ, στην οποία δεν παρέστη τελικά ο Μπ. Τζόνσον, ως ένδειξη δυσφορίας για τα γιουχαΐσματα που δέχθηκε από συγκεντρωμένους διαδηλωτές για την πολιτική του σχετικά με το Brexit.
Επιπλέον, η “θεατρική” στάση του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου να δίνει συμβουλές στον απόντα Βρετανό πρωθυπουργό σχολιάστηκε αρνητικά από τον Φάρατζ ο οποίος ούτε λίγο ούτε πολύ κατηγόρησε τον Μπετέλ ότι λειτούργησε ως φερέφωνο του Μακρόν, ο οποίος τον υποδέχθηκε την επομένη μέρα στο Παρίσι και ότι γελοιοποίησε τον Τζόνσον.
Ηχηρή παρέμβαση στο διπλωματικό επεισόδιο που δημιουργήθηκε έκανε και ο Αμερικανός πρέσβης στο Λονδίνο Γούντι Τζόνσον ο οποίος χαρακτήρισε “εξωφρενική” τη συμπεριφορά του πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου λέγοντας ότι “αυτό δείχνει γιατί το Ηνωμένο Βασίλειο επιθυμεί να εγκαταλείψει την Ε.Ε.” Συμπλήρωσε ότι ο Μπετέλ ήθελε να “παγιδεύσει” τον πρωθυπουργό της Βρετανίας κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του και τόνισε ότι η Βρετανία είναι να ισχυρό έθνος και ότι δεν χρειάζονται “διαλέξεις” για το Brexit.
Κατά τη θυελλώδη συνεδρίαση του Ευρωκοινοβουλίου ο Γιούνκερ προειδοποίησε για τον κίνδυνο άτακτου Brexit, επισημαίνοντας ότι “ίσως να είναι επιλογή της Βρετανίας, όμως δεν ήταν ποτέ της ΕΕ”.
Και κάλεσε το Λονδίνο “να παρουσιάσει ρεαλιστικές προτάσεις για την αντικατάσταση του backstop για τα ιρλανδικά σύνορα”, χαρακτηρίζοντας απαραίτητο το “δίχτυ ασφαλείας προκειμένου να μην υπάρξει διαμελισμένη Ιρλανδία μετά το Brexit”.
Ο πρόεδρος της Κομισιόν επεσήμανε ότι ο Τζόνσον τού είπε ότι το Λονδίνο εξακολουθεί να επιθυμεί μια συμφωνία, όμως σκοπεύει να αποχωρήσει από την ΕΕ με ή χωρίς συμφωνία στις 31 Οκτωβρίου.
Από τη μεριά του ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ε.Ε. για το Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, ο οποίος εκφράζει τη σκληρή γραμμή της Γαλλίας κάλεσε τον Βρετανό Πρωθυπουργό να πάψει να “υποκρίνεται ότι διαπραγματεύεται” και απευθυνόμενος σε πολύ υψηλούς τόνους προς τους Βρετανούς ευρωβουλευτές τους απείλησε ότι “θα πρέπει να λογοδοτήσετε στους πολίτες” της Βρετανίας. Από την άλλη, αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα των διαπραγματεύσεων επανέλαβε ότι η “η ΕΕ είναι ανοικτή σε κάθε πρόταση από το Ηνωμένο Βασίλειο και είμαστε έτοιμοι να εργαστούμε νυχθημερόν για μια λύση”. Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, “το backstop δεν είναι ιδεολογικό αλλά ένα πραγματικό ζήτημα”.
Στη διάρκεια της συχνά τεταμένης συζήτησης πολλοί ευρωβουλευτές αποκάλυψαν κάποιες από τις αιτίες για τις οποίες αντιδρούν σε ένα Brexit χωρίς συμφωνία, όπως για να αποφευχθεί το οικονομικό σοκ όσο και κυρίως επειδή δεν θέλουν να δουν τη Βρετανία να γίνεται αντίπαλος με χαμηλή φορολόγηση και λιγότερους ρυθμιστικούς κανόνες.
Χαρακτηριστικά, ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Γκι Φερχόφστατ, δήλωσε πως «Δεν θα δεχθούμε μια Σιγκαπούρη στη Βόρεια Θάλασσα». Από τη μεριά του ο Γερμανός Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, χαρακτήρισε το Brexit “ηλίθιο”.
Τελικά, στην επεισοδιακή συνεδρίαση, οι ευρωβουλευτές με μεγάλη πλειοψηφία 544 ψήφους υπέρ (126 ψήφους κατά, 38 αποχές) αποφάσισαν ότι η Ευρωβουλή δεν πρόκειται να υποστηρίξει μια νέα παράταση στο Brexit παρά μόνο “αν υπάρχουν γι’ αυτό βάσιμοι λόγοι και βάσιμος σκοπός (αποφυγή μιας εξόδου χωρίς συμφωνία, διοργάνωση γενικών εκλογών ή δημοψηφίσματος, ανάκληση του άρθρου 50 ή έγκριση μιας συμφωνίας αποχώρησης)”. Επίσης, σε ένα παιχνίδι επίρριψης ευθυνών δήλωσαν ότι “το Ηνωμένο Βασίλειο θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνο σε περίπτωση αποχώρησης χωρίς συμφωνία”.
★★★
Μετά από διαβουλεύσεις στο Παρίσι μεταξύ του Γάλλου προέδρου, Μακρόν και του Φιλανδού πρωθυπουργού, Άντι Ριν -η χώρα του οποίου προεδρεύει αυτό το εξάμηνο στην Ε.Ε.- δόθηκε την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου “τελεσίγραφο” 12 ημερών, μέχρι τέλος του μήνα, προς τον Μπ. Τζόνσον. ώστε“να παρουσιάσει γραπτώς τις δικές του προτάσεις – αν υπάρχουν. Σε περίπτωση που δεν υποβληθούν προτάσεις μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, τότε αυτό είναι το τέλος” όπως ανέφερε ο Ριν.
Η κίνηση αυτή αποτελεί πίεση προς τον Τζόνσον να ανοίξει τα χαρτιά του αφού, σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, μέχρι τώρα η διαπραγματευτική του ομάδα έχει παρουσιάσει μόνο ένα σχέδιο συμφωνίας στις Βρυξέλλες. Αφήνεται έτσι να εννοηθεί ότι πρόκειται για μέρος της στρατηγικής του Λονδίνου, ώστε να υποβάλει την γραπτή του πρόταση για την απόσυρση του backstop από τη συμφωνία αποχώρησης, την τελευταία στιγμή, υπό το φόβο ότι μια τέτοια πρόταση, με νομική διατύπωση, θα απορριφθεί από τις Βρυξέλλες και θα φέρει τον Τζόνσον με την “πλάτη στον τοίχο” και απολογούμενο στο αντιπολιτευόμενο κοινοβούλιο.
Σύμφωνα πάντως με πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, ο Μπόρις Τζόνσον φέρεται να επεξεργάζεται την ιδέα μετατροπής της Βόρειας Ιρλανδίας σε μια “ειδική οικονομική ζώνη” τόσο για το Ηνωμένο Βασίλειο όσο και για την Ε.Ε. Η ιδέα του Λονδίνου αφορά στη δημιουργία μιας ειδικής σχέσης ανάμεσα σε Βόρειο Ιρλανδία και Ευρωπαϊκή Ένωση, που θα είναι διαφορετική από τη σχέση ανάμεσα στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ε.Ε.
Του τελεσιγράφου είχε προηγηθεί επικοινωνία του Τζόνσον με την Γερμανίδα καγκελάριο, Άγγελα Μέρκελ, η οποία εμφανίζεται πιο διαλλακτική από τον Μακρόν, εκτιμώντας και τις βαρύτερες επιπτώσεις που θα έχει ένα άτακτο Brexit στην γερμανική οικονομία. Κατά την επικοινωνία των δύο ηγετών συμφωνήθηκε “να εργασθούν δραστήρια και αποφασιστικά για να επιτύχουν μια συμφωνία για το Brexit” και ότι θα συζητήσουν το θέμα όταν συναντηθούν την ερχόμενη εβδομάδα στα Ηνωμένα Έθνη, όπως δήλωσε ο εκπρόσωπος του Τζόνσον. Παράλληλα ο Μπόρις Τζόνσον πρόκειται να έχει διμερείς συνομιλίες την ερχόμενη εβδομάδα και με άλλους ηγέτες κρατών – μελών της ΕΕ.
Τους φόβους της γερμανικής μεγαλοαστικής τάξης γύρω από ένα “επώδυνο” Brexit εξέφρασε ο πανίσχυρος Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), ο οποίος άφησε μια χαραμάδα για νέα παράταση, σε αντίθεση με τη σκληρή γραμμή Μακρόν, αρκεί “να είναι σαφές το πώς το Λονδίνο σχεδιάζει να αποφύγει ένα επώδυνο Brexit χωρίς συμφωνία”, όπως δήλωσε ο γενικός διευθυντής του BDI Γιόαχιμ Λανγκ. “Δεν πρέπει να δοθεί ελευθέρας για μια ακόμα καθυστέρηση χωρίς έναν ξεκάθαρο οδικό χάρτη”, αφού οι συνεχείς παρατάσεις δεν βοηθούν τις πολιτικές διαπραγματεύσεις και αναγκάζουν σε περιττά έξοδα τις επιχειρήσεις. “Ιδιαίτερα μια καθυστέρηση της τελευταίας στιγμής είναι πολύ ακριβή”, συμπλήρωσε μεταξύ άλλων, ενώ έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τα γερμανικά συμφέροντα τονίζοντας ότι: “Η συμπεριφορά της βρετανικής κυβέρνησης είναι ανησυχητική. Είναι ανεύθυνη και παίζει με τη φωτιά”.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα άτακτο Brexit στις 31 Οκτωβρίου θα είναι το χειρότερο σενάριο για τις γερμανικές επιχειρήσεις και μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη κοντά στο μηδέν γι’ αυτή τη χρονιά.
Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει η οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό 0,5% φέτος, βάσει της υπόθεσης ότι μπορεί να αποφευχθεί ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Αυτό σηματοδοτεί μια απότομη επιβράδυνση από τον περυσινό ρυθμό ανάπτυξης του 1,5%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το εμπόριο που επεξεργάστηκε το Reuters τον περασμένο μήνα, η πρόσφατη μείωση των γερμανικών εξαγωγών το δεύτερο τρίμηνο ήταν κυρίως αποτέλεσμα των ασθενέστερων πωλήσεων προς τη Βρετανία παρά του ευρύτερου εμπορικού πολέμου.
★★★
Επενδύοντας στην αποτυχία της κυβέρνησης Τζόνσον να φέρει σε πέρας το Brexit, τα πολιτικά κόμματα σχεδιάζουν τις κινήσεις τους με το βλέμμα στην επόμενη μέρα, που το πιθανότερο περιλαμβάνει εθνικές εκλογές. Εκφράζοντας τις επιδιώξεις των μερίδων της αστικής τάξης που τα στηρίζουν και εκπροσωπούν ανοίγουν τα χαρτιά τους πάνω σε αυτό το ακανθώδες ζήτημα, πέρα από τη γενική αντίθεση στους χειρισμούς της κυβέρνησης.
Ο ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν ενόψει του ετήσιου συνεδρίου του κόμματος έθεσε τους πυλώνες του “λογικού Brexit”, αυτού που ο ίδιος θα διαπραγματευόταν εάν ήταν πρωθυπουργός και το οποίο θα περιλαμβάνει μία νέα τελωνειακή ένωση με την Ε.Ε., στενή σχέση με την ενιαία αγορά, εγγυήσεις για τα δικαιώματα των εργαζομένων και περιβαλλοντικές προστασίες.
“Μετά θα θέταμε αυτή τη συμφωνία σε λαϊκή ψηφοφορία μαζί με την παραμονή. Θα δεσμευτώ να υλοποιήσω ό,τι αποφασίσει ο λαός, ως Εργατικός πρωθυπουργός”, επισήμανε σε άρθρο του στον Guardian.
Η φράση αυτή εκλήφθηκε ως σαφής ένδειξη πως σε ένα δεύτερο δημοψήφισμα με τους όρους που παραθέτει, θα παρέμενε ουδέτερος, επιτρέποντας στα στελέχη του κόμματος να πάρουν όποια θέση θα θέλει ο καθένας.
Την πιο “ακραία” θέση για ανατροπή του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος εξέφρασε η επικεφαλής των -υποστηρικτών της παραμονής στην Ε.Ε.- Φιλελευθέρων Δημοκρατών, Τζο Σουίνσον. Μετά τη δεύτερη θέση που κατέλαβαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές και με φουσκωμένα τα δημοσκοπικά ποσοστά, ακόμη και στο 20% (έχουν μόλις18 βουλευτές στην παρούσα βουλή), η επικεφαλής του κόμματος εξήγγειλε ότι θα σταματήσει τη διαδικασία του Brexit, από την “πρώτη μέρα”, χωρίς να προηγηθεί δημοψήφισμα, εάν οι Φιλελεύθεροι γίνουν μία κυβέρνηση πλειοψηφίας.
Η απόφαση αυτή που τροποποιεί προηγούμενη για υποστήριξη της παραμονής στην Ε.Ε. μέσω δεύτερου δημοψηφίσματος δέχθηκε σφοδρές εσωκομματικές επικρίσεις από σημαίνοντα στελέχη και βουλευτές, που χαρακτήρισαν την μετατόπιση ως “αντιδημοκρατική” και “παιχνίδι με τη φωτιά”, ενώ επισήμαναν ότι ότι “το κόμμα βρίσκεται εντελώς εκτός επαφής με τους ψηφοφόρους πέραν του Λονδίνου”. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η κριτική του Τζ. Κόρμπιν αφού τα δύο κόμματα διεκδικούν εκλογική επιρροή από την ίδια δεξαμενή. Από την μεριά των κυβερνητικών Τόρις, που βλέπουν στελέχη τους να μεταπηδούν στους Φιλελεύθερους, κατηγόρησαν το συγκεκριμένο κόμμα ότι είναι έτοιμο να “ποδοπατήσει τη Δημοκρατία” επιχειρώντας να ακυρώσει τη μεγαλύτερη δημοκρατική ψηφοφορία στην βρετανική ιστορία, όταν μάλιστα οι βουλευτές του υποστήριξαν την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που πρότεινε η κυβέρνηση Κάμερον.