«Αισθητή κάμψη του αριθμού των απασχολούμενων –
Διεύρυνση της υποαπασχόλησης – Ανοδική τάση της ανεργίας»
Τη ζοφερή εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην αγορά εργασίας μετά την πολυετή εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών και έτσι όπως κορυφώθηκε με τα έκτακτα μέτρα κατά την πανδημία αποτυπώνει η τελευταία Ετήσια Έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της Γ.Σ.Ε.Ε. που δόθηκε πριν λίγες μέρες στη δημοσιότητα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης ο αριθμός των απασχολούμενων παρουσιάζει αισθητή κάμψη, ενώ το ύψος της υποαπασχόλησης στην Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως υψηλό και συγκεκριμένα το 2ο υψηλότερο στην ΕΕ μετά την Ισπανία. Το 2019 το ποσοστό απασχόλησης έφτασε μόλις στο 56,4%, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη ήταν κατά μέσο όρο 68,5%. Με άλλα λόγια, η ανεργία ακολουθεί στην Ελλάδα ανελλιπώς ανοδική τάση, ενώ φαίνεται να επηρεάζει περισσότερο τους νέους 25-29 ετών, αλλά και τις γυναίκες.
Όσον αφορά στην ποιότητα της εργασίας, η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Στον δείκτη ποιότητας της απασχόλησης συνυπολογίζονται τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας, αλλά και ποιοτικοί δείκτες, όπως το αν δημιουργούνται συνθήκες αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και το ποσοστό κάλυψης των ΣΣΕ.
Μαζί με την απασχόληση, μειώθηκαν και τα εισοδήματα των εργαζομένων. Τα νούμερα μαρτυρούν ότι μεταξύ 2010-2019 μειώθηκαν σημαντικά οι αποδοχές του μέσου εργαζόμενου στην Ελλάδα, κάτι που συνεχίστηκε και τον τελευταίο χρόνο της πανδημίας. Η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος-μέλος της ΕΕ στο οποίο ο μέσος μισθός σωρευτικά μειώνεται από το 2010, με αποτέλεσμα σήμερα ο καθαρός μέσος μισθός να είναι χαμηλότερος από αυτόν του 2010.
Ένας πολύ μεγάλος αριθμός εργαζομένων ζουν πλέον εξαθλιωμένοι με τις διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης των μισθών να εκτοπίζονται. Οι εργαζόμενοι ζουν σε περιβάλλον πλήρους εργασιακής επισφάλειας και αβεβαιότητας, καθώς οι Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας καλύπτουν όλο και λιγότερους μισθωτούς. Ειδικότερα, κατά το 2020 υπογράφηκαν 14 κλαδικές, 174 επιχειρησιακές και 3 τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις, ενώ 10 χρόνια πριν οι κλαδικές συμβάσεις που είχαν υπογραφεί ήταν 65, οι επιχειρησιακές 227 και οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές 14. Συνεπώς, το 2020 βρίσκονταν σε ισχύ συνολικά 38 ΣΣΕ, καλύπτοντας μόλις το 30% του συνόλου των μισθωτών εργαζομένων, ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ανάμεσα στις ισχύουσες ΣΣΕ λογίζεται και η Εθνική Γενική ΣΣΕ, από την οποία έχει 8 χρόνια τώρα αφαιρεθεί το πιο ουσιαστικό σημείο της, η διαπραγμάτευση του κατώτερου μισθού σε εθνική κλίμακα. Ο κατώτερος μισθός με μνημονιακή δέσμευση, που επαναλαμβάνει και ο νέος αντεργατικός νόμος που ψηφίσθηκε, καθορίζεται με κυβερνητική απόφαση και το ύψος του είναι στην κλίμακα της απόλυτης φτώχειας, με βάση τους επίσημους δείκτες της ΕΕ.
Η έλλειψη ΣΣΕ έχει επιφέρει και μεγαλύτερη εργοδοτική αυθαιρεσία στα εργατικά ωράρια: έτσι, ο χρόνος εργασίας στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ απέχοντας σημαντικά από τον αντίστοιχο στις χώρες της «πολιτισμένης» Βόρειας και Δυτικής Ευρώπης. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα ο μέσος όρος εβδομαδιαίας εργασίας είναι κατά μέσο όρο οι 41 ώρες και 50 λεπτά, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι οι 37 ώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2019 το ποσοστό των απασχολούμενων που εργάστηκε πάνω από 48 ώρες εβδομαδιαία ήταν το υψηλότερο σε όλη την Ευρώπη (16,6%), ενώ στις υπόλοιπες χώρες μόλις υπερβαίνει το 8%. Η εντατικοποίηση οφείλεται αναμφίβολα στην εκτεταμένη χρήση των υπερωριών από τους εργοδότες, αλλά και στο αυξημένο ποσοστό των μισθωτών που εργάζεται Σάββατο και Κυριακή (πάνω από 32% στην Ελλάδα το 2019, ενώ 22,3% στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Αυτές τις «πρωτιές» των εργαζομένων της Ελλάδας νομιμοποιεί τώρα ο νέος αντεργατικός νόμος Χατζηδάκη: απελευθερώνει την εφαρμογή του ημερήσιου 10ωρου και 12ωρου και την 7ήμερη εργασία την εβδομάδα, ενισχύει τις ατομικές συμβάσεις εργασίας για την παροχή ευέλικτης εργασίας κατά περίπτωση και κατά εντολή του εργοδότη, καθιερώνει την τηλεργασία ως μία ακόμα μορφή ευέλικτης εργασίας, ενώ δεν κάνει καθόλου λόγο για συλλογικές διαπραγματεύσεις – θεωρείται προφανώς θέσφατο ότι οι αμοιβές είναι αυτές που προαιρούνται οι επιχειρήσεις και που διαμορφώνει το κράτος μέσω της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, χωρίς καμία συμμετοχή των εργαζομένων στην διαμόρφωση τους.
Ο νόμος Χατζηδάκη παγιώνει τη δραματική κατάσταση των εργαζομένων στη χώρα, αλλά και θα την επιδεινώσει. Δίνει λευκή επιταγή για την πλήρη ασυδοσία της εργοδοσίας. Η εντατικοποίηση της εργασίας, η υπερεργασία, οι μισθοί πείνας και ο κατώτατος μισθός της απόλυτης φτώχειας, η ελάχιστη προστασία από τις ΣΣΕ, η παραπέρα «απελευθέρωση» των απολύσεων και η παρεμπόδιση της συνδικαλιστικής δράσης και του δικαιώματος της απεργίας με διάφορους τρόπους έρχονται για να συνθλίψουν περαιτέρω τους εργαζόμενους.