Η δίωξη του Κ. Βαξεβάνη και της Γ. Παπαδάκου αποτελεί ένα πολιτικό «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» και έχει στόχο να στείλει ένα σαφές μήνυμα σε όποιον αμφισβητεί την «νέα αυτοκρατορία» της σιωπής, που έστησε επιμελώς η δεξιά. Δεν έχουμε αυταπάτες. Δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο. Ίσα-ίσα. Η «δικαιοσύνη» ως πλοκάμι της εξουσίας της αστικής τάξης ήταν, είναι και θα είναι στενά δεμένη με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων και του συστήματός της. Και μόνο φθηνές αυταπάτες αποτελούν οι επαναλήψεις περί «μη ανάμειξης της πολιτικής» στη δικαιοσύνη.
Μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία αρκεί για να το καταλάβει ακόμη και ο πιο αφελής αυτό. Η δικαιοσύνη χρησιμοποιείται κάθε φορά από την κυρίαρχη αστική τάξη και τους πολιτικούς εκπροσώπους της για επιβολή του δικαίου της, επί των πάσης φύσεως αντιπάλων της και κυρίως για την προστασία των συμφερόντων της. Η δικαιοσύνη τους δεν είναι άλλο από …«των άνομων ασπίδα», όπως λέει και ο ποιητής.
Ο Βαξεβάνης μπορεί να μην είναι το πρότυπο της «ανεξάρτητης δημοσιογραφίας» -όπως θέλει να εμφανίζεται- και σίγουρα έχει υπάρξει και «φιλοκυβερνητικός» δημοσιογράφος σε προηγούμενες εποχές. Το αν και κατά πόσο μπορεί να έχει υπάρξει και αυτός «διαπλεκόμενος», όπως του καταλογίζουν οι διώκτες του, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε.
Αυτό όμως δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί γνώμονα για τη στάση κάθε προοδευτικής φωνής απέναντι σε μια κατάφωρα αντιδημοκρατική δίωξη. Μια δίωξη με καθαρά ρεβανσιστικά πολιτικά κίνητρα, που καταλήγει σε κατηγορίες μέχρι και για σύσταση και συμμετοχή σε… εγκληματική οργάνωση! Κατηγορίες που αφορούν δίκη προθέσεων μιας δημοσιογραφικής έρευνας, που σχετίζεται με αποκαλύψεις για το μεγαλύτερο ίσως σκάνδαλο των τελευταίων δεκαετιών.
Από αυτή την άποψη η δίωξη του Βαξεβάνη αφορά και πρέπει να αφορά τους πάντες. Διώκεται επειδή οι αποκαλύψεις του θίγουν τα συμφέροντα μιας μερίδας της αστικής τάξης και του πολιτικού συστήματος. Της πολιτικής παράταξης που εμπλέκεται στο σκάνδαλο της Novartis και που επανήλθε μαινόμενη να επιβάλει τη σιωπή με χυδαίο και ίσως ακραίο -ακόμα και για τα δεδομένα του συστήματός της- τρόπο. Της πολιτικής παράταξης που με θράσος, μετά την εκλογική νίκη της, εκτοξεύτηκε από το σκαμνί του κατηγορούμενου, στην έδρα του κατήγορου. Κάτι που, όσο και αν το επιθυμούν αυτοί και οι δημοσιογραφικοί παπαγάλοι τους, δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητο.
Είναι η πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας που διώκεται ευθέως η δημοσιογραφική έρευνα (η οποία μάλιστα οδήγησε σε αποκαλύψεις και αδιάσειστα στοιχεία), επειδή της καταλογίζονται -συνωμοσιολογικά- κακές προθέσεις. Πρόκειται για την κατάργηση στοιχειωδών δημοκρατικών ελευθεριών και πριν από όλα της «ελευθερίας του τύπου». Αυτό σίγουρα δεν αφορά απλά και μόνο τον Βαξεβάνη ή την Παπαδάκου. Η επιβολή αυτής της πρακτικής ανοίγει τον ασκό του Αιόλου για τη δίωξη κάθε μη αρεστής φωνής. Πόσο μάλλον αν μιλάμε για μικρότερες και πραγματικά ανεξάρτητες φωνές σε σχέση με αυτούς που διώκονται σήμερα.
Άλλωστε, ζούμε στους καιρούς που νομοθετούνται οι διώξεις κάθε φωνής που αντιστρατεύεται και κάνει κριτική στην κυβέρνηση και την πολιτική της. Με νόμους και τροπολογίες, οι κυβερνώντες της ΝΔ, αξιοποιώντας και την τρομοϋστερία της πανδημίας, υφαίνουν εδώ και μήνες ένα επικίνδυνα αντιδημοκρατικό πλέγμα. Όπου μπορεί να διώκεται κάθε φωνή που ασκεί κριτική στην κυρίαρχη πολιτική με πρόσχημα την υπεράσπιση της «δημόσιας υγείας», της εθνικής «ασφάλειας», ακόμη και της «οικονομίας». Και σε αυτό πλαίσιο, οι διώξεις των δύο δημοσιογράφων αποκτούν ακόμα μεγαλύτερο πολιτικό συμβολισμό.
Ήδη, με την κλήση του Βαξεβάνη στον Άρειο Πάγο για να του απαγγελθούν οι κατηγορίες, διαφοροποιήσεις και αντιδράσεις ακόμα και στελεχών της ΝΔ δημιούργησαν τριγμούς. Φαίνεται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη άνοιξε το ζήτημα σε στιγμή που δεν την ευνοεί. Από την άλλη, οι εκφραστές της σοσιαλδημοκρατικής «αντιπολίτευσης», ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, άδραξαν την ευκαιρία για να αναλωθούν για ακόμη μία φορά στα περί διαπλοκής και διαφάνειας. Προκειμένου πάντα να κρύβουν πίσω από αυτά τη μεγάλη συμφωνία τους σε όλα τα βασικά πολιτικά ζητήματα της περιόδου.
Σε κάθε περίπτωση η δίωξη των δύο δημοσιογράφων αποτελεί ένα ακόμη πολιτικό επεισόδιο αντιδημοκρατικής πρακτικής για την κυβέρνηση της ΝΔ. Η προσπάθεια φίμωσης μη αρεστών φωνών και της μικρής μερίδας του τύπου που δεν ελέγχει είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Η επιχείρηση συγκάλυψης ενός μεγάλου σκανδάλου και αναστροφής της πραγματικότητας, ώστε από το εδώλιο του κατηγορουμένου να μετατραπούν οι «άριστοι» της ΝΔ σε θιγμένους διώκτες, εξίσου πρόδηλη. Η εκκωφαντική σιγή της ελληνικής «δικαιοσύνης» για τέτοιου διαμετρήματος σκάνδαλο προκλητική απόδειξη της ασφυκτικής εξάρτησής της.
Για όλους αυτούς τους λόγους η καταγγελία της δίωξης των δύο δημοσιογράφων είναι και πρέπει να είναι αδιαπραγμάτευτη για κάθε προοδευτικό άνθρωπο. Η ακόμα πιο καθαρή απαίτηση να φωτιστούν όλες οι πτυχές και να αποδοθούν ευθύνες για το σκάνδαλο της Novartiς επίσης.