Ακούμε πολλές φορές, άλλοτε με αφετηρία τη λαϊκότητα, άλλοτε με «θεωρητική» επένδυση, ότι «όλα είναι σχέσεις». Δηλαδή πως η υλικότητα των πραγμάτων έχει δευτερεύουσα υφή, ενώ οι σχέσεις των πραγμάτων την πρωτεύουσα. Είναι γνωστό, για τους μαρξιστές τουλάχιστον, πως η ανάγνωση των κοινωνιών, εκτός από την ιστορικότητα τους, γίνεται με το σχήμα «βάση και εποικοδόμημα», όπου η βάση είναι το πρωταρχικό, ενώ το εποικοδόμημα (ιδέες, παραστάσεις, ήθη, έθιμα) το αποτέλεσμα της υλικής βάσης. Αυτό δεν σημαίνει πώς το εποικοδόμημα παρακολουθεί παθητικά και αδιάφορα την εξέλιξη των υλικών παραγόντων, αλλά επεμβαίνει δυναμικά, άλλοτε επιβραδύνοντας και άλλοτε επιταχύνοντας την ιστορική εξέλιξη.
Μία μερίδα επιστημόνων, που ξεκίνησαν από τον μαρξισμό αλλά κατέληξαν στην αναθεώρησή του, θεωρούν τη σχέση τη βασική ουσία των πραγμάτων. (Ένας τέτοιος είναι ο Αλτουσέρ και οι πολιτικοί επίγονοί του -στην Ελλάδα οι οργανώσεις ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ κλπ). Οι απόψεις για την προτεραιότητα των σχέσεων έναντι της αυθεντικότητας των υλικών πραγμάτων για μία μεγάλη περίοδο ήταν πολύ της μόδας, επηρεάζοντας τον αναρχισμό ή ψευτομαοϊκές οργανώσεις, τη νέα αριστερά κλπ.
Αλλά πώς μπορεί να υπάρχουν σχέσεις όταν αφαιρέσουμε τα υλικά αντικείμενα; Πώς θα μπορούσε ένας μελετητής να αναλύσει τη σχέση τού αγρότη με τη γη, αν εξαφάνιζε τον έναν και την άλλη; Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε το 1821 από υλιστική σκοπιά, αν δεν βλέπαμε την ανάδυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου στα σπλάχνα της οθωμανικής αυτοκρατορίας και στην Ανατολική Μεσόγειο; Πολύ περισσότερο. Το κεφάλαιο αυτό καθεαυτό δεν είναι μία μηχανική αποτύπωση. Δεν ταυτίζεται απλά με τα μέσα παραγωγής, όπως πχ τον τόρνο, την κλωστική μηχανή, το εργοστάσιο. Τα παραπάνω μετατρέπονται σε κεφάλαιο όταν εντάσσονται οργανικά στην κεφαλαιοκρατική διαδικασία. Ο σημερινός αγρότης δεν παράγει «αξίες χρήσης» (πχ πατάτες για χρήση), παράγει εμπορεύματα που η δημιουργία τους, η διάθεσή τους και οι τιμές τους εξαρτώνται από συνθήκες πέρα από τη θέλησή του (λιπάσματα, σπόροι, αγορά κλπ). Ως εκ τούτου η υλικότητα των πραγμάτων προηγείται της θέλησης, των σχέσεων κλπ.
Για να το πούμε με διαφορετικούς όρους, πιο γνώριμους. Οι παραγωγικές δυνάμεις προηγούνται των παραγωγικών σχέσεων. Όταν οι παραγωγικές δυνάμεις (γη, μηχανήματα κλπ) δυναμώσουν και αναπτυχθούν, οι παλιές παραγωγικές σχέσεις γίνονται η τροχοπέδη και φυλακή τους. Αν αυτό συνδυαστεί με το φούσκωμα του υποκειμενικού παράγοντα, τότε ο σπινθήρας βρήκε το μπαρούτι. Έχουμε επανάσταση, ανατροπή, σύγκρουση. Κανείς σοβαρός μαρξιστής όμως δεν υποστηρίζει ότι η γέννηση των ιδεών και των σχέσεων από την υλική και πραγματική βάση είναι μία μηχανική πράξη.
Η γέννηση των θρησκειών σε μία μακραίωνη διαδικασία και πορεία αντανακλούσε, σε τελική ανάλυση, τις παραγωγικές δυνάμεις και την υλικότητα της κοινωνίας. (Θεοί: αγρότες-πολεμιστές-ζωόμορφοι-ανθρωπόμορφοι κλπ). Ταυτόχρονα αυτή η υλικότητα γεννούσε ανάλογα εποικοδομήματα και επηρέαζε την τέχνη, τα ήθη, τα έθιμα. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε πολλά πράγματα στην εγχώρια και την ξένη μυθολογία. Αλλά οι κοινωνικές αναπαραστάσεις επενέβαιναν δυναμικά στη διαμόρφωση των κοινωνιών. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η έγγειος ιδιοκτησία ήταν κατά πολύ μοιρασμένη στους παπάδες των διαμορφωμένων κοινωνιών και οι ιερείς όπου γης διαμόρφωναν τις κοινωνίες.
Συμπερασματικά: οι μαρξιστές είναι γειωμένοι στην πραγματικότητα και την υλικότητα των πραγμάτων, ενώ η νέα αριστερά (αλτουσερικοί και άλλοι) εξακοντίζει τις ερμηνείες στον θεληματισμό και τον υποκειμενισμό. Είμαστε γειωμένοι στην πραγματικότητα για να την αλλάξουμε και όχι απλά για να την ερμηνεύσουμε.