Σε μια προσπάθεια αναθέρμανσης του γερμανογαλλικού άξονα, δίνο­ντας έμφαση στην κοινή προσή­λωση και στην κατεύθυνση που έχουν χαράξει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα οι  κυβερνήσεις των δύο ισχυρότερων χωρών της ΕΕ, υπογράφηκε στο Άαχεν της Γερμανίας στις 22 Γενάρη, μεταξύ Μέρκελ και Μακρόν, διμερής συμφωνία συνεργασίας ανάμεσα σε Γαλλία και Γερμανία. Φιλοδοξώντας, εν­όψει της αναμέτρησης των ευρωεκλογών, να δώσουν νέα πνοή στην παραπαίουσα ΕΕ, που γνωρίζει τη μεγαλύτερη κρίση από τη σύστασή της και να υπογραμμίσουν τη δ­έ­σμευσή τους στην πορεία της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Σε μια φάση που η διαπάλη και οι ενδοαστικές αντιθέσεις α­νάμεσα στα διαφορετικά τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στις ισχυρές χώρες της ΕΕ οξύνονται. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στην άνοδο των εθνικιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, τα οποία έχουν ήδη πάρει την κυβερνητική σκυτάλη σε ευρωπαϊκές χώρες, αξιοποιώντας τις μακροχρόνιες αντιλαϊκές πολιτικές για να προωθήσουν τη δική τους αντιδραστική ατ­ζέντα, που περιλαμβάνει σοβαρές αλλαγές στο εσωτερικό της ΕΕ, κλονίζοντας τις υπάρχουσες ισορροπίες. Η «Συνθήκη του Άαχεν» παρουσιάστηκε ως συμπλήρωμα στη «Συνθήκη των Ηλυσίων» του 1963 (που προωθούσε τη γαλλογερμανική συμφιλίωση) και προσβλέπει στην εμβάθυνση της συνεργασίας και τη συνολικότερη σύγκλιση της πολιτικής των δύο χωρών, επικεντρώνοντας κυρίως στην ενίσχυση της κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας και στη μακροπρόθεσμη συγκρό­τη­ση ευρωστρατού, ώστε η ΕΕ να μπορεί ανεξάρτητα (από τις ΗΠΑ) όχι μόνο να χαράζει τη δική της εξωτερική πολιτική αλλά και τις στρατιωτικές επεμβάσεις της. Οι απόπειρες ενίσχυσης των σχέσεων Γαλλίας – Γερμανίας, ώστε να εμφανιστεί ενωμένος και συμπαγής ο σκληρός πυρήνας απέναντι στην αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών συνθηκών, έχουν αποδέκτες τόσο τα εθνικιστικά κόμματα εντός ΕΕ, όσο και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ωστόσο, παρά τις φιλόδοξες διακηρύξεις, η Μέρκελ ηγείται μιας αποδυναμωμένης κυβέρνησης στην τελευταία της θητεία, ενώ ο Μακρόν βρίσκεται αντιμέτωπος με μια έκρυθμη κοινωνική κατάσταση από την οποία δεν πρόκειται να βγει αλώβητος. Η Λεπέν αλλά και το AfD στη Γερμανία έσπευσαν να καταγγείλουν τη Συνθήκη του Άαχεν, υποστηρίζοντας ότι περιορίζει την εθνική κυριαρχία και αποδυναμώνει την ισχύ των δύο χωρών.

★★★

Λόγω της σοβαρή κοινωνικής κρίσης στη Γαλλία, ο Μακρόν δεν παρευρέθηκε στο οικονομικό φόρουμ στο Νταβός, αλλά υποδέχτηκε στις Βερσαλλίες, εν μέσω κινητοποιήσεων, μεγαλοστελέχη πολυεθνικών (Mi­crosoft, JPMorgan, Coca-Cola, Ikea, Bosch, BNP Paribas, Airbus κ.α), στα πλαίσια της διοργάνωσης «Επιλέξτε τη Γαλλία», ξαναδίνοντας τα διαπιστευτήριά του, διαβεβαιώνοντας και καθησυχάζοντας τους επενδυτές ότι δεν θα παρεκκλίνει από το κυβερνητικό του πρόγραμμα και τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις. Η Γαλλία θα συνεχίσει να αποτελεί ελκυστικό οικονομικό προορισμό. Επιρρίπτοντας ευθύνες στους διαδηλωτές για τον αρνητικό αντίκτυπο που είχαν οι καταστροφές στη διεθνή εικόνα της χώρας και αναμασώντας το εμετικό παραμύθι περί επενδύσεων και θέσεων εργασίας. Συγκρίνοντας ωμά τις υλικές καταστροφές με τους εξαιρετικά σοβαρούς τραυματισμούς δεκάδων διαδηλωτών στη διάρκεια μεγαλειωδών κινητοποιήσεων. 

Και ενώ η κυβέρνηση Μακρόν υπερθεματίζει απέναντι στους εκπροσώπους των μονοπωλίων ότι δεν θα αποκλίνει από τα αντιλαϊκά της μέτρα, ανοίγει έναν ψευδεπίγραφο Εθνικό διάλογο. Με 35 ερωτήματα γύρω από τα ζητήματα της Δημοκρατίας, της Οικολογίας, της Φορολογίας, του Μεταναστευτικού, τα οποία απευθύνει στους πολίτες και στα κόμματα προς διαβούλευση, στο όνομα της «συμμετοχικής Δημοκρατίας», ώστε με τη συμβολή τους να διαμορφώσει υποτίθεται την κυβερνητική πολιτική. Ο προσχηματικός Εθνικός διάλογος, κομμένος και ραμμένος στα μέτρα των κυβερνητικών αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων, εκτός των άλλων εστιάζει σε μια κατεύθυνση περικοπών δαπανών σε Υγεία, Παιδεία, κοινωνική Πρό­­νοια στον αντίποδα πενιχρών φοροελαφρύνσεων. Παράλληλα με τον διάλογο – εμπαιγμό, οπαδοί του Μακρόν προπαγανδίζουν τη διοργάνωση πορείας υποστήριξης στην κυβέρνηση στις 27 Γενάρη. Προφανής στόχος της κυβέρνησης, πέρα από το να προωθήσει επικοινωνιακά τον Μακρόν και να ενισχύσει την καταρρακωμένη δημοτικότητά του, είναι η ανακοπή των κινητοποιήσεων. Επιδίδεται σε μια νέα προσπάθεια αποπροσανατολισμού του γαλλικού λαού, ώστε να καταστήσει αναίτιες τις διαδηλώσεις, εφόσον ανοίγει δημόσια διαβούλευση. Επιχειρεί να χειραγωγήσει και να κατευνάσει τη λαϊκή οργή, κυρίως να περιθωριοποιήσει το «κίνημα των κίτρινων γιλέκων», που εξακολουθεί να έχει τη στήριξη του γαλλικού λαού. Ταυτόχρονα, συνεχίζει να προωθεί το αντιδημοκρατικό νομοσχέδιο, με αιχμή το φακέλωμα διαδηλωτών και την απαγόρευση των συγκεντρώσεων, αξιοποιώντας όλο το θεσμικό οπλοστάσιο που παρέχουν οι τρομονόμοι και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης.

 Ωστόσο, απέναντι στο νομοσχέδιο αρκετοί βουλευτές του Μακρόν διαφοροποιούνται και ζητούν απόσυρση των επίμαχων άρθρων. Έξω και πέρα από τους στημένους εθνικούς διαλόγους του Μακρόν, στο στό­χαστρο έχει μπει η κυβερνητική τρομοκρατία και το πρωτοφανές όργιο καταστολής που μετέτρεψε τις διαδηλώσεις σε εμπόλεμη ζώνη, με πάνω από 2000 τραυματίες. Σ’ ένα ντελίριο αστυνομικής βαναυσότητας επιστρατεύτηκαν πλαστικές σφαίρες προκαλώντας σοβαρούς ακρωτηριασμούς και τραυματισμούς.

Οι επανειλημμένες και προκλητικές προσπά­θειες του υπουργού Εσωτερικών, Καστανέ, να υποβαθμίσει τη βαρβαρότητα των δυνάμεων καταστολής, αποσιωπώντας τα δεκάδες περιστατικά αστυνομικής βίας, ρίχνουν λάδι στη φωτιά. Το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και η κοινωνική έκρηξη που προκάλεσε έχει δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερους τριγμούς στη συνοχή της κυβέρνησης από αυτούς που ομολογούν κυβερνητικά στελέχη. Η κοινωνική ειρήνη του βούρδουλα που οραματίζεται η κυβέρνηση Μακρόν, που μιλάει για Δημοκρατία, τσακίζοντας δημοκρατικά δικαιώματα και κατακτήσεις, καταστέλλοντας με πρωτοφανή αγριότητα διαδηλώσεις, αφήνει βαθύ το απο­τύπωμά της στη συνείδηση εκατομμυρίων ανθρώ­πων.