Σφροδρές αντιπαραθέσεις, παλινωδίες και ταλαντεύσεις στα επιτελεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού

Η αποπομπή του Τζον Μπόλτον από τη θέση του συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, μια θέση από τις πιο νευραλγικές της αμερικάνικης διοίκησης καθώς και οι δηλώσεις που τη συνόδευσαν, τόσο από τον Αμερικανό πρόεδρο όσο και από τον υπουργό εξωτερικών Πομπέο, αποκαλύπτουν τα μεγάλα προβλήματα, το διχασμό και τις σφοδρές αντιπαραθέσεις που διεξάγονται στο εσωτερικό της ηγεσίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, αν λάβουμε μάλιστα υπόψη πως άλλοι δυο σύμβουλοι Εθνικής Ασφαλείας έχουν αποπεμφθεί στα δυόμιση χρόνια προεδρίας του Τραμπ, οι στρατηγοί Μάικ Φλιν και Μακ Μάστερ, καθώς και πάνω από δέκα υπουργοί, ανάμεσά τους ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Τίλερσον, και ο πρώην υπουργός Άμυνας, Μάτις.

Ακόμη περισσότερο βέβαια, αυτός ο διχασμός και οι αντιπαραθέσεις για την κατεύθυνση, που πρέπει να πάρει η διεθνής πολιτική των ΗΠΑ, εκδηλώνονται ανάμεσα στα ηγετικά επιτελεία των δυο κυρίαρχων κομμάτων, των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών.

Ο Τραμπ, με την αποπομπή του κορυφαίου συμβούλου του, επεδίωξε ταυτόχρονα να ξεπλύνει τη φιλοπόλεμη πολιτική του και να φορτώσει στον Μπόλτον τα αδιέξοδα και τις αποτυχίες των ΗΠΑ σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, που σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Βενεζουέλα, φαίνεται να εξελίσσονται σε κανονικό φιάσκο με τον χρεοκοπημένο λακέ τους Γκουαϊδό.

Ο Μπόλτον ,στα πλαίσια της κυβέρνησης Τραμπ, ήταν ένας από τους εκπροσώπους των πιο επιθετικών κύκλων του μονοπωλιακού κεφαλαίου των ΗΠΑ, που προωθούν στη διεθνή σκηνή μια πολεμοχαρή πολιτική και προετοιμάζονται για παγκόσμιους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, απειλώντας με καταστροφή και αφανισμό χώρες και λαούς.

Εκφράζοντας αυτές τις δυνάμεις, ο Μπόλτον δημόσια είχε καλέσει παλιότερα σε εξαπόλυση «προληπτικών» επιθέσεων ενάντια στη Λ.Δ. Κορέας, για την ανατροπή του καθεστώτος και την κατάκτηση της χώρας, κατά τα «πρότυπα» του Ιράκ και της Λιβύης, και όταν φάνηκε πως μια τέτοια προοπτική, προσωρινά τουλάχιστον, απομακρύνονταν και ξεκινούσαν συνομιλίες ανάμεσα στις δυο χώρες, στάθηκε ο βασικός υπεύθυνος της κατάρρευσης της Συνόδου ΗΠΑ – Βόρειας Κορέας στο Ανόι, τον περασμένο Φεβρουάριο, αφού είχε συστήσει μια δέσμη σκληρών απαιτήσεων, που ήταν αναμενόμενο ότι θα την απέρριπτε ο Κιμ Γιόνγκ Ουν.

Ο Μπόλτον ποτέ δεν έκρυψε τη φιλοπόλεμη στάση του απέναντι στο Ιράν, ενώ είχε χαρακτηρίσει τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν «αποκρουστική» και διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο προκειμένου οι ΗΠΑ να καταγγείλουν τη συμφωνία και να επαναφέρουν τις κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης, εκφράζοντας πριν λίγες μέρες την αντίθεσή του για την πραγματοποίηση μιας συνάντησης του Τραμπ με τον ηγέτη του Ιράν, Ροχανί, με τη μεσολάβηση του Μακρόν στην πρόσφατη Σύνοδο των G7 στη Γαλλία. Το ίδιο συνέβη και με τη μυστική συνάντηση που σχεδίαζε η κυβέρνηση Τραμπ με τους Ταλιμπάν για την επίτευξη συμφωνίας στο Αφγανιστάν, μια συνάντηση που τελικά ακυρώθηκε.

Σχολιάζοντας ο εκπρόσωπος της ιρανικής ηγεσίας την απομάκρυνση του Μπόλτον δήλωσε: «Η περιθωριοποίηση και ο επακόλουθος εξοβελισμός του Μπόλτον δεν είναι τυχαία γεγονότα, αλλά μια αποφασιστική ένδειξη της αποτυχίας της στρατηγικής μέγιστης πίεσης των ΗΠΑ απέναντι στην εποικοδομητική στάση του Ιράν».

Ρόλο οργανωτή και ενορχηστρωτή από την πλευρά της αμερικάνικης κυβέρνησης φαίνεται να διαδραμάτισε ο Μπόλτον και στην κρίση με τη Βενεζουέλα, απειλώντας διαρκώς τη χώρα με στρατιωτική επέμβαση. Νωρίτερα φέτος, με τη στήριξη της Ουάσιγκτον, ο αμερικανολακές Γκουαϊδό αυτοανακηρύχθηκε πρόεδρος της Βενεζουέλας, σκαρώνοντας ένα μακρόσυρτο πραξικόπημα για την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης Μαδούρο και τη μετατροπή της χώρας σε άλλη μια αμερικανική μπανανία. Ενώ η κρίση βρίσκονταν πριν λίγους μήνες στην κορύφωσή της και ασκούνταν η μέγιστη πίεση στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας, ο Μπόλτον εμφανίστηκε σε συνέντευξη Τύπου για το θέμα, φροντίζοντας να έχει αφήσει σε κοινή θέα τις σημειώσεις του, που έγραφαν «5.000 στρατιώτες στην Κολομβία». Στη συνέχεια δήλωσε επανειλημμένα ότι «όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι», απειλώντας με στρατιωτική επέμβαση στη χώρα.

★★★

Η αποπομπή του Μπόλτον δε σημαίνει βέβαια πως ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός θα γίνει τώρα λιγότερο επιθετικός και φιλοπόλεμος. Όχι μόνο γιατί η κυβέρνηση Τραμπ αποτελούμενη από μεγιστάνες του πλούτου και πολεμοκάπηλους στρατηγούς εκφράζει γενικά τους πιο τρομοκρατικούς, επιθετικούς και φιλοπόλεμους κύκλους των ΗΠΑ, αλλά γιατί από τη φύση του ο ιμπεριαλισμός είναι ταυτισμένος με την πολιτική της επίθεσης, του πολέμου και της κατάκτησης. Πολύ περισσότερο ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, που εξακολουθεί να παραμένει μια ιμπεριαλιστική υπερδύναμη συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της και μάχεται μανιασμένα για τη διατήρηση της παγκόσμιας ηγεμονικής του θέσης.

Ωστόσο, οι πολυδάπανοι και μακρόχρονοι κατακτητικοί πόλεμοι, που εξαπέλυσε σε Αφγανιστάν και Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τα μεγάλα αδιέξοδα και το τέλμα στα οποία βρίσκεται σήμερα, ύστερα από 15 χρόνια πολέμων και επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, η σφοδρή και παρατεταμένη οικονομική κρίση που ξέσπασε στο εσωτερικό του το 2008, η ταχεία ισχυροποίηση των ανταγωνιστών του στο διάστημα αυτό, υπέσκαψαν την παγκόσμια ηγεμονική του θέση και εξασθένησαν τη δύναμη επιβολής των απαιτήσεών του.

Παρά τις αλλαγές αυτές και τις ανακατατάξεις που έχουν σημειωθεί, οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν ακόμη η πιο ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό, πλην όμως οι δυνατότητές τους εξασθενούν, η παγκόσμια αμερικανική κυριαρχία συναντά μεγάλα εμπόδια, αρχίζει να φθίνει, ενώ η στρατηγική τους δοκιμάζεται και βρίσκεται σε κρίση. Αυτές ακριβώς τις εξελίξεις επεδίωξε να προλάβει, να ανακόψει και να αποτρέψει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός με την πολιτική που εφάρμοσε την τελευταία δεκαπενταετία και που τώρα με την ηγεσία του Τραμπ αυτή η πολιτική αποκτά μια ακόμα πιο επιθετική διάσταση, στο βαθμό που οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής οξύνονται, και αμφισβητείται ευθέως ο κυρίαρχος ρόλος του στην παγκόσμια σκηνή.

Αυτή ακριβώς η προοπτική απώλειας της ηγεμονικής του θέσης στην παγκόσμια σκηνή κάνουν τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό πιο επικίνδυνο και τυχοδιωκτικό, πηγή πολέμου και επίθεσης.

Στα δυόμιση χρόνια διακυβέρνησης Τραμπ, οι ΗΠΑ προχώρησαν στην παραβίαση και κατάργηση κρίσιμων συνθηκών και συμφωνιών που ρύθμιζαν τις σχέσεις τους με άλλα κράτη, όπως η συμφωνία για την κλιματική αλλαγή, η συμφωνία των ΗΠΑ με τις χώρες του Ειρηνικού στην Ασία, η συμφωνία Ευρώπης – ΗΠΑ, η συμφωνία για τα πυρηνικά μέσου βεληνεκούς (ΙΝF), ενώ καταπατώντας κάθε έννοια διεθνούς νομιμότητας και αχρηστεύοντας τον ΟΗΕ, προχώρησαν στην καταπάτηση της συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και στη μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας του Ισραήλ στην Ιερουσαλήμ, δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κλίμα γενικευμένης ανάφλεξης στη Μέση Ανατολή  και νέας σφαγής των Παλαιστινίων από τους δήμιους Ισραηλινούς.

Την ίδια στιγμή ο Τραμπ πασχίζοντας να διατηρήσει την οικονομική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, αλλάζει το οικονομικό της δόγμα και στέλνει στα αζήτητα την περιβόητη  παγκοσμιοποίηση, προτάσσοντας το σύνθημα «πρώτα η Αμερική», κηρύσσει οικονομικό πόλεμο στους ανταγωνιστές του, βάζοντας δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια δασμούς στα εισαγόμενα από την Κίνα προϊόντα και με την απειλή οικονομικών κυρώσεων αναγκάζει τα ευρωπαϊκά μονοπώλια που δραστηριοποιούνταν στο Ιράν να το εγκαταλείψουν.

Τώρα μια επικίνδυνη κατάσταση διαμορφώνεται στον περσικό κόλπο, ύστερα από το πλήγμα στις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εγκαταστάσεις της Σαουδικής Αραβίας και τις πολεμικές απειλές του Τραμπ ενάντια στο Ιράν. Από εκεί που ετοιμάζονταν ο Τραμπ με τη μεσολάβηση των Ευρωπαίων, ύστερα και από την απομάκρυνση Μπόλτον, να προχωρήσει σε μια προσέγγιση με το Ιράν, τώρα απειλεί να εξαπολύσει στρατιωτική επίθεση, γεγονός που δείχνει τον αλλοπρόσαλλο και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της πολιτικής του, τις μεγάλες αντιφάσεις, τις παλινωδίες και τα διλήμματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός.

Εξάλλου, η απομάκρυνση Μπόλτον είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής ακριβώς της κατάστασης.

Όταν κλιμακώνεται η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, οι στρατιωτικές επιθέσεις και οι πολεμικές απειλές, πρέπει να θέσουμε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της αντιπολεμικής – αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Να καταγγείλουμε την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και να καταδείξουμε τους πραγματικούς σκοπούς των πολέμων τους. Να σταθούμε στο πλευρό των λαών και των χωρών που γίνονται θύματα της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας.