Διεργασίες στα Δυτικά Βαλκάνια υπό το πρίσμα των εξελίξεων στην Ουκρανία
Με τον πόλεμο στην Ουκρανία να επιδρά καταλυτικά στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών σε πολλά κρίσιμα μέτωπα, χαρακτηριστικές είναι οι συνεχείς εξελίξεις στα Δυτικά Βαλκάνια, στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, με σκοπό την ευρωατλαντική τους ολοκλήρωση, που μαζί με τον αποκλεισμό του Καλίνινγκραντ στη Βαλτική, αποτελούν μοχλούς (τανάλια) για την περαιτέρω περικύκλωση της Ρωσίας. Τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης, ακολούθησε το Φόρουμ Διαλόγου των Πρεσπών 2022 και η Σύνοδος ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων στις Βρυξέλλες, ενώ οι αξιωματούχοι της Δύσης συνεχίζουν να αλωνίζουν την περιοχή.
Η Γερμανία για να αναβαθμίσει τη θέση της, μέσα από τον οικονομικό έλεγχο της περιοχής, θέλει διακαώς να προχωρήσει η ένταξή τους στην ΕΕ και έτσι ο Γερμανός Καγκελάριος Όλαφ Σολτς που περιήλθε τις Βαλκανικές πρωτεύουσες και συμμετείχε στις Συνόδους αυτές, από τα Σκόπια τόνισε ότι «τα Δυτικά Βαλκάνια είναι στρατηγικής σημασίας για τη Γερμανία και εγώ τάσσομαι ανεπιφύλακτα υπέρ της ένταξής τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Τάχθηκε υπέρ της άμεσης έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία, δηλώνοντας μάλιστα ενθουσιασμένος με την επίδειξη της «πολιτικής βούλησης» που οδήγησε στην επίτευξη συμφωνίας Βόρειας Μακεδονίας – Ελλάδας, προσθέτοντας ότι πρέπει άμεσα να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για να συμπληρωθεί και «το υπόλοιπο κομμάτι του παζλ».
Η Γαλλία από την άλλη, που είχε κάποιες επιφυλάξεις, προχώρησε σε μια πρόταση για συμβιβασμό Βουλγαρίας – Βόρειας Μακεδονίας, η οποία περιλαμβάνει αλλαγές στο Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας, ώστε να αναγνωριστεί ουσιαστικά βουλγαρική μειονότητα στη χώρα και η Σόφια να άρει το «βέτο» της για την επίσημη έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων των Σκοπίων (που είναι συνδεδεμένες με αυτές των Τιράνων).
Αποκαλύπτεται έτσι η υποτέλεια των χωρών αυτών -που προέκυψαν από το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας- και των πολιτικών τους εκπροσώπων, που φθάνουν στο βαθμό προτεκτοράτων («παλιόψαθες των εθνών», όπως έλεγε και ο Μακρυγιάννης), αλλά και οι αλαζονικές και ιταμές πιέσεις των επίδοξων «προστατών» τους. Έτσι μια μικρή χώρα και αδύναμη χώρα που, μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, της είχαν υποσχεθεί την ένταξή στην ΕΕ, πιέζεται τώρα να κάνει και δεύτερη Συνταγματική τροποποίηση.
Στην περιοχή αυτή, όμως, η Ρωσία έχει παραδοσιακά ερείσματα, δεσμούς και σχέσεις και συνεχίζει να ασκεί ανοιχτά ή υπόγεια πιέσεις και να εκμεταλλεύεται τις αντιθέσεις. Είναι χαρακτηριστική η δήλωση το πρωθυπουργού της Βουλγαρίας Κ. Πετκόφ «η Ρωσία θέλει αληθινά να ανατρέψει την κυβέρνηση, για να δείξει ότι αν κάποιος δεν την παίζει, τότε “πέφτουν” κυβερνήσεις…».
Έτσι, στη Βουλγαρία σημειώθηκε κυβερνητική κρίση. Η Βουλή της χώρας καθαίρεσε τον πρόεδρο του Σώματος, Νικόλα Μίντσεφ και υπερψήφισε την πρότασης μομφής που είχε καταθέσει η αντιπολίτευση, με τον πρωθυπουργό της απερχόμενης κυβέρνησης, Κ. Πέτκοφ, να δηλώνει ότι «ήταν τιμή να ηγηθώ μιας κυβέρνησης που ανατράπηκε» μεταξύ άλλων από τη «Ρωσίδα πρέσβειρα Ελεονόρα Μιτροβάνοβα». Το «ορατό» θέμα που οδήγησε στην κυβερνητική κρίση ήταν η διαφωνία για τους χειρισμούς στο θέμα του «βέτο» για την ενταξιακή πορεία της Βόρειας Μακεδονίας, όμως το προηγούμενο διάστημα υπήρχαν έντονες διαφωνίες για τους χειρισμούς στο Ουκρανικό.
Στη Βόρεια Μακεδονία, το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, το VMRO- DPMNE, οργάνωσε μεγάλη συγκέντρωση έξω από το κυβερνητικό μέγαρο, με βασικό αίτημα την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Ο επικεφαλής του VMRO – DPMNE, Χρ. Μίτσκοσκι, κατηγόρησε την κυβέρνηση για «συνθηκολόγηση» και επέκρινε τη γαλλική πρόταση, υποστηρίζοντας ότι αυτή «οδηγεί στον εκβουλγαρισμό της χώρας σε δόσεις». Έτσι, από την πλευρά της Βόρειας Μακεδονίας, η πρόταση απορρίφθηκε επίσημα από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Ντ. Κοβάτσεφσκι.
Έτσι ναρκοθετημένο ήταν το έδαφος για την Σύνοδο ΕΕ – Δυτικών Βαλκανίων, στις Βρυξέλλες, που με το βουλγαρικό «βέτο» οδηγήθηκε σε «ναυάγιο», με τις κυβερνήσεις Σερβίας – Αλβανίας – Βόρειας Μακεδονίας, μετά από διήμερες συναντήσεις που είχαν το προηγούμενο διάστημα, να εξετάζουν και το ενδεχόμενο να μην προσέλθουν στη συνάντηση. Οι αντιθέσεις που βγήκαν στον «αφρό» οδήγησαν τη Σύνοδο να μην εκδώσει καν ένα κοινό ανακοινωθέν.
Η Αλβανία κατηγόρησε τη Βουλγαρία ότι κρατά «ομήρους δύο χώρες του ΝΑΤΟ, εν μέσω θερμού πολέμου και με την ΕΕ θεατή», με τον πρωθυπουργό της Έντι Ράμα να είναι ακόμη πιο ωμός και να δηλώνει «είναι μια νέα μέρα στην Ευρώπη αλλά όχι στη Βουλγαρία! Τι ντροπή για την Ευρώπη αυτή η βουλγαρική υπόθεση».
Η εξέλιξη αυτή έδωσε την ευκαιρία στον επικεφαλής της ευρωπαϊκής διπλωματίας Ζοζέπ Μπορέλ να χαρακτηρίσει «μεγάλο πρόβλημα» την αρχή της ομοφωνίας στην ΕΕ για τη λήψη αποφάσεων, επαναφέροντας το μύχιο πόθο των ισχυρών χωρών της ΕΕ για «κατά πλειοψηφία» αποφάσεις.
Μέσα σε αυτό το κλίμα των υπόγειων και φανερών αντιθέσεων, νέα δεδομένα στις επικίνδυνες για τους λαούς διεργασίες αναμόρφωσης των συνόρων στα Βαλκάνια προσθέτει η απόφαση Αλβανίας – Κοσόβου για την «περιστασιακή» κατάργηση των μεταξύ τους συνόρων για τα Σαββατοκύριακα και τις εθνικές εορτές, στο όνομα της «διευκόλυνσης της μετακίνησης των πολιτών». Την ίδια περίοδο ο Ε. Ράμα επισκεπτόμενος την Ουκρανία, ζήτησε από το Κίεβο να αναγνωρίσει άμεσα το Κόσοβο, ενώ ο ηγέτης των Σερβοβόσνιων, Μ. Ντόντικ, από το βήμα του Διεθνούς Οικονομικού Φόρουμ του Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), επέκρινε το δυτικό κόσμο ότι «δεν νοιάστηκε για την εδαφική ακεραιότητα της Σερβίας, αλλά τώρα νοιάζονται για την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας».
Μετά από όλα αυτά δεν μπορούσε να μην εκφράσει την «απογοήτευσή» του για την έκβαση της Συνόδου και ο Κυρ. Μητσοτάκης, που το προηγούμενο διάστημα η κυβέρνησή του -αλλά και ο Τσίπρας, με την Συμφωνία των Πρεσπών- «δούλεψαν» για την ευρωατλαντική ολοκλήρωση των Δυτικών Βαλκανίων. Ο Έλληνας πρωθυπουργός κάλεσε την ΕΕ να δώσει «τη δυνατότητα ολοκλήρωσης της ένταξης όλων των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ έως το 2033» και ταυτόχρονα στηλίτευσε «την παρουσία τρίτων παραγόντων στην περιοχή» (διάβαζε Τουρκία). Προχώρησε μάλιστα στον ορισμό ειδικής απεσταλμένης του ΥΠΕΞ για τα Δυτικά Βαλκάνια, για να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες του στην επιτάχυνση των ευρωατλαντικών σχεδιασμών, στην περιοχή που ρίχνουν λάδι στη φωτιά των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Φαίνεται ότι η ταλαιπωρημένη αυτή περιοχή δεν πρόκειται να «ηρεμήσει» και οι αντιθέσεις είναι δύσκολο να ξεπεραστούν, όσο οι ιμπεριαλιστές βυσσοδομούν, αναδεύοντας τις στάχτες.