Στις 28 Απριλίου η Κεραμέως ανακοίνωσε τη διαδικασία του σταδιακού ανοίγματος των σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Τα κυβερνητικά σχέδια, όπως περιγράφηκαν από την υπουργό Παιδείας, ενθαρρύνουν εμμέσως τους μαθητές να παραμείνουν στα σπίτια τους. Στο ίδιο πακέτο μέτρων η Κεραμέως εκτόξευσε την κεραμίδα της κάμερας στις σχολικές αίθουσες. Η υπουργός Παιδείας επανέλαβε πολλές φορές δημόσια τη δήλωση πως “για τους μαθητές που δεν θα πάνε στο σχολείο προβλέπεται αναμετάδοση του μαθήματος σε πραγματικό χρόνο και σβήσιμο απουσιών”. Συμπληρωματικά είπε ότι “και ένα κινητό αρκεί” για την εφαρμογή αυτού του μέτρου. Με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια! Έκλεισε με νόημα το μάτι σε γονείς και μαθητές, και ενεργώντας πυροσβεστικά σε σχέση με τις πραγματικές αγωνίες που αφορούν την εξελισσόμενη επιδημία, τους προέτρεψε να παραμείνουν σπίτι. Ακόμα παραπέρα όμως φανέρωσε τις πραγματικές προθέσεις της απέναντι στην εκπαίδευση με τη δήλωσή της για τη χρήση κάμερας στις τάξεις.
Από τις πρώτες κιόλας μέρες του λουκέτου στα σχολεία η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιδόθηκε σε μια επικοινωνιακή κούρσα διαφημίζοντας την εξ αποστάσεως εκπαίδευση. Ένα μέτρο το οποίο σύμφωνα με το υπουργείο και υποκριτικά πάντα, αποτελούσε το “χάπι” απέναντι στον εγκλεισμό των μαθητών και τη διατήρηση της εκπαιδευτικής επαφής. Η εμπειρία των δύο μηνών που πέρασαν απέδειξε περίτρανα πως καμία εξ αποστάσεως μέθοδος, ούτε “σύγχρονη” ούτε κι ασύγχρονη δεν μπορεί να υποκαταστήσει το έργο της ζωντανής εκπαιδευτικής πράξης. Επίσης αποδείχθηκε πως οι πραγματικές αγωνίες του υπουργείου δεν αφορούσαν στη στήριξη των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών, όπως υποκριτικά δήλωναν, αλλά στην επιβολή της ακραίας νεοφιλελεύθερης ατζέντας για την εκπαίδευση.
Σήμερα το υπουργείο με προφορικές -προς το παρόν- οδηγίες, εισηγείται το οργουελικής έμπνευσης μέτρο της κάμερας μέσα στην τάξη. Δεν είναι τυχαίο πως, παρά το μεγάλο κύμα αντιδράσεων που έχει ξεσηκώσει αυτή η εξαγγελία, το υπουργείο Παιδείας δεν προσπάθησε στοιχειωδώς να ανασκευάσει και να κατευνάσει τα πνεύματα. Η στάση αυτή υποδηλώνει πως οι κάμερες στα σχολεία θα έρθουν για να μείνουν.
Μια τέτοιου είδους εξέλιξη είναι εχθρική προς την ζώσα εκπαιδευτική διαδικασία, αφού μετατρέπει το μαθητή σε τηλεθεατή, ενώ για τον εκπαιδευτικό επιφυλάσσει το ρόλο του παρουσιαστή. Ακυρώνει την αλληλεπίδραση και την ανατροφοδότηση ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή που αποτελούν και τα πιο ζωτικά στοιχεία της δια ζώσης εκπαιδευτικής πράξης. Συνιστά σοβαρό πλήγμα για το ρόλο του σχολείου, το δικαίωμα στη μόρφωση για τη νέα γενιά.
Η εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου αποτελεί άλλωστε και μια κατάφωρη παραβίαση των ατομικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνει και προστατεύει το Σύνταγμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσες φορές -και δεν είναι λίγες- στο παρελθόν το υπουργείο Παιδείας επιχείρησε να εγκαταστήσει κάμερες σε χώρους των σχολείων, συνάντησε όχι μόνο τις αντιδράσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας αλλά και το φρένο της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Υπάρχουν και οι σχετικές αποφάσεις της Αρχής οι οποίες απαγορεύουν ρητά την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου στα σχολεία.
Ακόμα παραπέρα όμως οι πραγματικές στοχεύσεις του υπουργείου Παιδείας αφορούν στην επιβολή ενός νέου καθεστώτος πανοπτικού ελέγχου και αυστηρής επιτήρησης της σχολικής ζωής. Από τη μια πλευρά το υπουργείο Παιδείας έφερε εσπευσμένα -εν μέσω πανδημίας και καραντίνας- για ψήφιση το νέο αντιεκπαιδευτικό πολυνομοσχέδιο το οποίο επιβάλλει την αξιολόγηση εκπαιδευτικών. Πρόκειται για το σκουριασμένο εργαλείο, που έχει σαν πηγή έμπνευσης τα επιτελεία του ΟΟΣΑ και της ΕΕ και το οποίο στοχεύει στο να χειραγωγήσει τον εκπαιδευτικό, να επιτηρήσει στενά το έργο του. Ενώ ο βαθύτερος στόχος παραμένει η άλωση των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εκπαιδευτικών, η διαιώνιση της μισθολογικής καθήλωσης και η απόλυση.
Από την άλλη πλευρά η επιβολή κάμερας στα σχολεία έρχεται να λειτουργήσει συμπληρωματικά προς την αξιολόγηση. Η κυβέρνηση επιχειρεί να εμπεδώσει μέσα στη σχολική ζωή τη λογική και την πολιτική της “κλειδαρότρυπας”, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε όλες σχεδόν τις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Από τα τηλε-ριάλιτι μέχρι τις κάμερες ελέγχου των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, οικοδομείται μεθοδικά ένα αυταρχικό καθεστώς, πανοπτικού ελέγχου και ασφυκτικής επιτήρησης. Ακριβώς εκεί στοχεύει και η εγκατάστασή τους στα σχολεία.
Είναι αυτονόητο δικαίωμα εκπαιδευτικών να κλείσουν την πόρτα και να αφήσουν έξω απ’ τα σχολεία και τις αίθουσες κάθε απόπειρα να εγκατασταθούν κάμερες. Να υπερασπίσουν και να προστατεύσουν με τη στάση τους τόσο τη δια ζώσης εκπαιδευτική πράξη όσο και τους ίδιους τους ζώντες και δρώντες μαθητές τους.
Είναι όμως και υποχρέωση των εκπαιδευτικών σωματείων να καταδικάσουν απερίφραστα αυτές τις μεθοδεύσεις, να καταγγείλουν το πραγματικό περιεχόμενο αυτής της πολιτικής πίσω από τις επικοινωνιακές φιοριτούρες κυβέρνησης και υπουργείου.