γράφει ο Βασίλης Πετράκης
Ήταν περίπου 25 χρόνια πριν, όταν για ένα διάστημα χρειάστηκε αρκετές φορές να ταξιδέψω με τον σύντροφο Σήφη για δουλειά στον Βόλο. Ταξίδια που, μαζί με αυτά στα αγροτικά μπλόκα, έγιναν ισχυρές μνήμες και παρακαταθήκες. Σε εκείνα τα ταξίδια, διασχίζοντας την ελληνική ύπαιθρο, περνώντας βιομηχανικές ζώνες και γεωργικές καλλιέργειες και ειδικά τη στιγμή που φτάναμε στις παρυφές του θεσσαλικού κάμπου, ο Σήφης με κάθε αφορμή ξέσπαγε σε έναν χειμαρρώδη και παραστατικό λόγο.
Σε κάθε χέρσο κομμάτι αυτής της «χρυσοφόρας γης» μπορούσε να δει τα αποτελέσματα της εξάρτησης και της υποτέλειας, της καταδυνάστευσης αυτού του τόπου. Μπορούσε αναλυτικά να σου μιλήσει για τις ευρωπαϊκές πολιτικές και τους νόμους που μετέτρεπαν τον κάποτε στιβαρό πρωτογενή τομέα σε άγονες παρατημένες εκτάσεις. Μα κυρίως, με βαθιά και στέρεη γνώση μπορούσε να σου μιλήσει για το μέλλον. Να το σχεδιάσει.
Όταν έρθουμε εμείς στα πράγματα, έλεγε, εννοώντας τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, εκεί θα μπει το βαμβάκι, εδώ το καλαμπόκι… Σε αυτήν την περιοχή, αυτή η ποικιλία μπορεί να γίνει τόσο παραγωγική. Εκεί θα μπουν τα σιλό. Εκεί οι μονάδες μεταποίησης και εκεί η βιομηχανική τομάτα…
Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε, έχτιζε μηχανοτρακτερικούς σταθμούς, όργωνε τη γη με σύγχρονα μηχανήματα, σχεδίαζε την άρδευση, καταμέριζε τις καλλιέργειες, ύψωνε βιομηχανίες… Και όλα αυτά πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό, με την ίδια βεβαιότητα και με την ξεχωριστή γλαφυρότητα του Σήφη. Τόση που μπορούσες να φτιάξεις και εσύ εικόνες, να δεις τον κάμπο όπως τον οραματιζόταν. Γιατί αυτό ανάβλυζε από κάθε λέξη του Σήφη. Η βεβαιότητα ότι ο κόσμος θα αλλάξει. Η πίστη του στην υπόθεση της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού. Η δίψα του για την οικοδόμηση του νέου κόσμου.
Αντίο σύντροφε.