Συμπληρώνονται φέτος 48 χρόνια από την εισβολή των τούρκικων στρατευμάτων στην Κύπρο στις 20 Ιούλη του 1974 με τη στήριξη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και την ανοχή του σοβιετικού σοσιαλιμπεριαλισμού. Πράσινο φως στην εισβολή αποτέλεσε το οργανωμένο από την αμερικανοκίνητη στρατιωτικοφασιστική χούντα της Αθήνας προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιούλη 1974. Η πρώτη φάση της τούρκικης στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο, ο «Αττίλας 1», συμπληρώθηκε στη συνέχεια με τη δεύτερη φάση της, τον «Αττίλα 2», που άρχισε στις 14 Αυγούστου 1974.
Η τούρκικη στρατιωτική εισβολή άφησε πίσω της 5.000 νεκρούς, 220.000 πρόσφυγες και 1.619 αγνοούμενους, ενώ συνοδεύτηκε και από άλλες παρανομίες και εγκλήματα, όπως η μονομερής ανακήρυξη τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στη Βόρεια Κύπρο το 1983 και ο εποικισμός (έγκλημα πολέμου σύμφωνα με τον ΟΗΕ), που έχει φτάσει σήμερα στο σημείο ο αριθμός των Τούρκων εποίκων στο βόρειο μέρος της Κύπρου να είναι σχεδόν ισάριθμος του τουρκοκυπριακού πληθυσμού.
Όλα αυτά τα χρόνια, το 37% της Κυπριακής Μεγαλονήσου παραμένει υπό τούρκικη στρατιωτική κατοχή και η ντε φάκτο διχοτόμησή της διαιωνίζεται. Όλες οι πολιτικές κινήσεις και «πρωτοβουλίες» που προωθήθηκαν ή και αναπτύσσονται, με την επικεφαλίδα των «σχεδίων επίλυσης του Κυπριακού», όχι μόνο δεν αποτέλεσαν σχέδια για την αποχώρηση των τούρκικων στρατευμάτων, την παύση της τούρκικης στρατιωτικής κατοχής και της αποκατάστασης της Κύπρου σαν ένα ενιαίο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος, αλλά αντίθετα, ήταν όλα βγαλμένα από τα ιμπεριαλιστικά μαγειρεία του αμερικάνικου και βρετανικού ιμπεριαλισμού. Τα σχέδια αυτά ώθησαν και ωθούν στην παγιοποίηση και νομιμοποίηση της διαίρεσης της Κύπρου, με τη μία ή την άλλη μορφή και, ταυτόχρονα, τη διατήρησή της κάτω από τον έλεγχο των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το τραγικό είναι ότι με ευθύνη των κυβερνήσεων της Κύπρου και της Ελλάδας και παρά τις αντιστάσεις που εκδηλώνει ο λαός της Κύπρου στα διχοτομικά ιμπεριαλιστικά σχέδια, όπως όταν καταψήφισε με συντριπτικό ποσοστό το διχοτομικό – νεοαποικιακό σχέδιο Ανάν, η υπόθεση της Κύπρου, μέσα από την πολιτική των «τετελεσμένων», που ακολουθεί η Τουρκία με την ιμπεριαλιστική ανοχή, κάλυψη ή και ενθάρρυνση, οδηγείται σε αναπαραγόμενα αδιέξοδα και απειλείται με οριστικό χαντάκωμα.
Στο πλαίσιο αυτό, το πολύπλευρο παζάρι επικίνδυνων εκβιασμών και απατηλών υποσχέσεων που στήνεται ανάμεσα στην Τουρκία από τη μια μεριά και την ΕΕ, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, από την άλλη, με δέλεαρ τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου, όχι μόνο δεν απέτρεψαν, αλλά αντίθετα προκάλεσαν την κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας.
Μόνο έτσι μπορούν να ερμηνευτούν οι πρόσφατες, «οριακά» κλιμακούμενες προκλήσεις της Άγκυρας, σχετικά με τις έρευνες στα ανοιχτά της Σελεύκειας, στη νότια Τουρκία, που περιλαμβάνει και σημαντικό κομμάτι της κυπριακής ΑΟΖ. Ταυτόχρονα, με τη διακήρυξη του Τούρκου προέδρου ότι κάθε διαπραγμάτευση θα γίνεται μόνο μεταξύ δυο ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών, γίνεται προσπάθεια για νέα τετελεσμένα, που βάζουν ταφόπλακα στην προοπτική της ενιαίας, ανεξάρτητης κυπριακής υπόστασης. Η επόμενη τουρκική πρόκληση ήταν η επέκταση του Αττίλα στα Βαρώσια, με το σταδιακό άνοιγμα της περίκλειστης πόλης.
Κι ενώ συμβαίνουν αυτά, Αθήνα και Λευκωσία απονευρώνουν τις αντιστάσεις του κυπριακού λαού με τις «πολυαναμενόμενες» Ευρωπαϊκές «κυρώσεις» σε βάρος της Άγκυρας. Τελικά αυτές οι «κυρώσεις» μετατράπηκαν σε χρηματοδοτήσεις της Άγκυρας για τη συγκράτηση των προσφυγικών ροών!
Το ίδιο ακριβώς συνέβη με την “αναμενόμενη” παρέμβαση Μπάιντεν για την ανάσχεση των σχεδιασμών του Ερντογάν στην Κύπρο. Τελικά, η προσπάθεια απενοχοποίησης του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, κατέληξε στο να ομολογείται ότι βασικός του στόχος είναι η «αγκύρωση» της Τουρκίας στο Ευρωατλαντικό μαντρί και η πλήρης ευθυγράμμισή της με τους αμερικανονατοϊκούς σχεδιασμούς.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την υπόθεση της Κύπρου, καθώς αναβαθμίζεται ο ρόλος της κατοχικής Τουρκίας. Με τον βαθύτερο εγκλωβισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας στις αμερικανοβρετανικές επιδιώξεις και τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις της Λευκωσίας να σέρνονται άβουλες στο αμερικανονατοϊκό άρμα, η Κύπρος μετατρέπεται σε ανέξοδο αντάλλαγμα-προσφορά της Δύσης προς την Τουρκία.
Η επίσκεψη της υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Νούλαντ, σε Ελλάδα, Κύπρο και Τουρκία ανέδειξε την ωμότητα των αμερικανικών προθέσεων συνεκμετάλλευσης των θαλάσσιων ζωνών της περιοχής στα πλαίσια της διασφάλισης της ΝΑΤΟικής συνοχής. Σε συνέχεια της ακύρωσης του East Med από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, η Νούλαντ υπέδειξε στον Αναστασιάδη «την ανάγκη εμπλοκής της Τουρκίας στα ενεργειακά της Μεσογείου», χαϊδεύοντας τα αυτιά του Ερντογάν, που απειλεί ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς την Τουρκία. Ζητάει την ενεργειακή συνεργασία της Κύπρου και της Ελλάδας με την κατοχική Τουρκία, πριν τον τερματισμό της κατοχής. Αναμειγνύεται κυνικά στις εσωτερικές υποθέσεις και στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της Λευκωσίας, διατάσσοντας να περιοριστεί στο ελάχιστο η δυνατότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας να δίνει υπηκοότητα σε πολίτες άλλων χωρών και να επιτρέπει την είσοδο πλοίων ή αεροσκαφών στα λιμάνια και τα αεροδρόμια της Κύπρου, θέτοντας προφανώς στο στόχαστρο τη Ρωσία.
Ταυτόχρονα, η Νούλαντ, αναβαθμίζοντας τα κατεχόμενα, στη σύντομη επίσκεψή της στην Κύπρο, επισκέφθηκε τον Τατάρ προσφωνώντας τον «Πρόεδρο του Βορρά» και υιοθετώντας στην ουσία το τουρκικό αφήγημα των δύο κρατών στην Κύπρο, προσάρμοσε την ορολογία της μιλώντας για «Βορρά» και «Νότο».
Οι βλέψεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την Κύπρο και οι συνακόλουθες επεμβατικές δραστηριότητες ήταν και είναι η κύρια πηγή του Κυπριακού προβλήματος, στο πλαίσιο των οποίων εκδηλώθηκαν και εκδηλώνονται και οι αντιδραστικές πολιτικές και παρεμβάσεις των αστικών τάξεων της Τουρκίας και της Ελλάδας στην Κύπρο και πιο έντονα η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας.
Οι διαφορές των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων ποτέ δεν υπήρξαν γενεσιουργός αιτία του Κυπριακού προβλήματος. Άλλωστε, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι για χρόνια συμβίωναν ειρηνικά. Οι αντιθέσεις που υποδαυλίσθηκαν για να γίνουν συγκρούσεις «μεταξύ δύο κοινοτήτων» ήταν δάκτυλος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, του βρετανικού ιμπεριαλισμού κατ’ αρχήν αλλά και του εισερχόμενου -μεταπολεμικά- στη διεκδίκηση της Κύπρου αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι οποίες, αξιοποιώντας αντιδραστικές-εθνικιστικές δυνάμεις σε Κύπρο, Ελλάδα, Τουρκία, προσπάθησαν να αποδυναμώσουν τον αντιιμπεριαλιστικό-αντιαποικιακό κυπριακό αγώνα, με στόχο να αποτρέψουν την Κύπρο να γίνει πραγματικά ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος και να διατηρήσουν τον έλεγχο, τη δυνατότητα επέμβασής τους σ’ αυτήν και την πρόσδεσή της στο ιμπεριαλιστικό άρμα τους.
Έτσι, η δημιουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας, αν και καρπός του αντιαποικιακού αγώνα του κυπριακού λαού, πραγματοποιήθηκε με ένα περιεχόμενο συμφωνιών (Ζυρίχης-Λονδίνου), που αντιστοιχούσε σε μια τυπική και όχι πραγματική ανεξαρτησία της Κύπρου (βρετανικές βάσεις στο κυπριακό έδαφος, «εγγυήτριες δυνάμεις» η Βρετανία, η Τουρκία, και η Ελλάδα με στρατιωτικές δυνάμεις στην Κύπρο κ.ά.) και πρόβλεπε κρατική διάρθρωση και λειτουργία, που σύντομα φάνηκε «δυσλειτουργική» και αποδείχθηκε λαβή για τη συνέχιση των ξένων επεμβάσεων στην Κύπρο και την υποκίνηση οξυμένων αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος που έστρωσαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με τη συνεργασία των κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, θα εξακολουθήσουν να χώνουν τα χέρια τους στην Κυπριακή Δημοκρατία και να την εκβιάζουν, με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν την «καντονοποίησή» της, τη ΝΑΤΟποίησή της (αμερικάνικο σχέδιο Άτσεσον κλπ). Κλιμάκωση αυτής της πολιτικής βαθύτερης υπόσκαψης της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κύπρου υπήρξε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου και η τούρκικη εισβολή.
Γραφείο τύπου του Μ-Λ ΚΚΕ