Η ομιλία του σ. Δημήτρη Κουφοβασίλη

60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ
60 ΧΡΟΝΙΑ ΑΔΙΑΚΟΠΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Σύντροφοι, συναγωνιστές και φίλοι,
Συμπληρώνονται 60 στρογγυλά χρόνια από τον Οκτώβριο του 1964 και την έκδοση του πρώτου τεύχους της «Αναγέννησης», μέσα από τις σελίδες της οποίας εγκαινιάζεται η δημόσια εμφάνιση του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας.

Μετά το 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης τον Φεβρουάριο του 1956, για το διεθνές κίνημα ξημέρωνε μια διαφορετική, χειρότερη ημέρα. Η γυαλιστερή όσο και αναθεωρητική καινούρια γραμμή, η ρήξη με το επαναστατικό παρελθόν και η συμφιλίωση με το καπιταλιστικό σύστημα, συνδυασμένη με τις αθρόες όσο και πραξικοπηματικές καθαιρέσεις στελεχών του κομμουνιστικού κόμματος, τις διαγραφές εκατοντάδων μελών, και το φύτεμα νέας καθοδήγησης στο ΚΚΣΕ, σηματοδοτούσαν την ανοιχτή ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική επίθεση του ρεβιζιονισμού.

Όμως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και τα άλλα, τότε μεταλλασσόμενα, κομμουνιστικά κόμματα, διατηρούσαν ακόμη την αίγλη και την ακτινοβολία του πρόσφατου ηρωικού παρελθόντος τους. Ειδικά οι μπολσεβίκοι της ΕΣΣΔ είχαν θεμελιώσει το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος στην ιστορία, και είχαν πρωτοστατήσει στη συντριβή της ναζιστικής μηχανής που είχε αποτελέσει απειλή για ολόκληρη την οικουμένη. Χρειαζόταν καθαρή ταξική ματιά, και ψυχικό σθένος για να μπορέσει να αρθρώσει κανείς πολιτική κριτική και να μπει σε αντιπαράθεση με το μέχρι πρότινος ηρωικό κομμουνιστικό σοβιετικό κόμμα και την σημαιοφόρο χώρα του σοσιαλισμού, τη χώρα του Λένιν και του Στάλιν.

Έναν μόλις μήνα μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, δηλαδή τον Μάρτιο του 1956, η Ελλάδα μπαίνει στην τροχιά της ΕΣΣΔ: η νέα ρεβιζιονιστική σοβιετική ηγεσία με πραξικοπηματική επέμβαση στα εσωτερικά του ΚΚΕ, οργανώνει την περιβόητη «6η Ολομέλεια», που θα καθαιρούσε τον -μέχρι εκείνη τη στιγμή- γραμματέα του ΚΚΕ, Νίκο Ζαχαριάδη, και θα φύτευε τη νέα καθοδήγηση των Κολιγιάννη και Παρτσαλίδη, για να υπηρετηθεί η αναθεωρητική καινούρια κατεύθυνση. Η επίθεση του ρεβιζονισμού, τόσο στο ΚΚΣΕ, όσο και στο ΚΚΕ, είναι δριμεία. Τόσο στη σοβιετική ένωση και στις χώρες κυρίως της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, όσο και στην Ελλάδα.

Στην πολιτική προσφυγιά, οι σύντροφοι -στελέχη του επαναστατικού ΚΚΕ- Πολύδωρος Δανιηλίδης και Γαβρήλος Παπαδόπουλος στη Ρουμανία μαζί με άλλους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες από την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, την Πολωνία ιδρύουν τη Μαρ­ξιστική -Λενινιστική Οργάνωση (ΜΛΟ) των πολιτικών προσφύγων, με φωνή της το περιοδικό «Επαναστάτης». Οι κομμουνιστές μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ στις ανατολικές χώρες, την ώρα που γνώριζαν κάθε είδους επιθέσεις και διώξεις από τις κρατικές αρχές των ανατολικών χωρών και τη διορισμένη ηγεσία του ΚΚΕ, δεν ανέπτυσσαν μόνο την αντιρεβιζιονιστική επιχειρηματολογία και αγώνα, αλλά προωθούσαν την υπόθεση της οργανωτικής συνένωσης των προσπαθειών τους.

Στη χώρα μας, οι κομμουνιστές πάλευαν σε συνθήκες άγριας αστυνομικής τρομοκρατίας και διώξεων από το κράτος της Δεξιάς, και χιλιάδες εξ αυτών βρίσκονταν στην εξορία, υποκείμενοι σε απομόνωση, βασανιστήρια, σωματικά και ψυχικά μαρτύρια. Ίσως η πιο «ανώδυνη» στέρηση ξεκινούσε από το επίπεδο της πληροφόρησης, για το τι γινόταν στην Ελλάδα και στον κόσμο. Κορυφωνόταν με την στέρηση του νερού, της τροφής, των οικείων και των παιδιών τους, που οι εξόριστοι δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά, παρά μόνο αν αρνούνταν την κομμουνιστική τους ταυτότητα.

Όμως, στις εξορίες και τα θανατονήσια, «λύγισαν τα βασανιστήρια, όχι οι αγωνιστές». Η αντιρεβιζιονιστική πάλη στην Ελλάδα αναπτύσσει ρίζες ήδη από το καλοκαίρι του 1956, σε έναν από τους πιο άνυδρους τόπους, στο στρατόπεδο εξόριστων του Άη Στράτη.

Μάλιστα, εκείνοι που θα συγκροτήσουν τον πρώτο οργανωμένο πολιτικό πυρήνα μαρξιστών-λενινιστών στην Ελλάδα τον Ιούνιο του 1964, είναι κύρια πρώην εξόριστοι του Άη Στράτη. Η συγκρότηση πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Ισαάκ Ιορδανίδη, καθώς και του Γιάννη Χοτζέα, και έπειτα από σύσκεψη στην Αθήνα μιας μικρής ομάδας κομμουνιστών.
Συμπληρώσαμε κιόλας 9 χρόνια χωρίς τον σύντροφό μας Ισαάκ Ιορδανίδη, τον πρωτεργάτη της ίδρυσης του μ-λ κινήματος στη χώρα μας, τον ακλόνητο αγωνιστή που πέρασε σχεδόν 20 χρόνια της ζωής του στα στρατόπεδα και στις εξορίες της Ικαρίας, της Μακρονήσου, των Κυθήρων, της Λέρου, και, βέβαια, του Αη Στράτη.

Η σύσκεψη της Αθήνας αποφάσισε τη δημιουργία μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης, εξέλεξε γραμματέα της το σύντροφο Ισαάκ Ιορδανίδη και κατέληξε πως, μετά την άλωση του ΚΚΕ από το ρεβιζιονισμό, θα πρέπει όλες οι προσπάθειες να εστιασθούν στην οικοδόμηση προϋποθέσεων για την ανασύσταση ενός πραγματικά επαναστατικού ΚΚΕ. Η σύσκεψη αποφάσισε την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», απόφαση που θα λάμβανε σάρκα και οστά μόλις 4 μήνες μετά, τον Οκτώβρη του 1964, με εκδότη της Αναγέννησης τον σύντροφο Ισαάκ Ιορδανίδη και υπεύθυνο συντάκτη τον σύντροφο Γιάννης Χοντζέα.
Το δρόμο της αντιρεβιζιονιστικής πάλης είχαν στρώσει ήδη από τις αρχές του 1963 οι «Ιστορικές Εκδόσεις», οι οποίες με την έκδοση έργων του Μάο Τσετούνγκ και ντοκουμέντων αντιρεβιζιονιστικής πολεμικής του ΚΚ Κίνας έθεταν τις βάσεις για μια προκαταρκτική συσπείρωση κομμουνιστών γύρω από ένα κέντρο.
Έτσι οι «Ιστορικές Εκδόσεις» και στη συνέχεια η «Αναγέννηση» λειτούργησαν ως ένα μέσο, όχι μόνο της αντιρεβιζιονιστικής ενημέρωσης, που πνιγόταν από την ηγεσία της ΕΔΑ, αλλά και ως άξονας συσπείρωσης κομμουνιστών μαρξιστών-λενινιστών.
Στον αγώνα αυτό, η ΕΔΑ απαντούσε με διαγραφές και σφοδρές συκοφαντικές επιθέσεις ενάντια στη φωνή των μαρξιστών λενινιστών, μεταξύ άλλων με παρεμβάσεις αποκλεισμού της κυκλοφορίας της «Αναγέννησης» στα περίπτερα.

Ωστόσο, όλα αυτά δεν εμπόδισαν την ανάπτυξη της δουλειάς των μαρξιστών-λενινιστών και την συγκέντρωση δυνάμεων γύρω τους. Μαζική έκφραση της δουλειάς αυτής, ήταν η συγκρότηση φοιτητικής παράταξης (ΠΠΣΠ) η οποία από το 1964 μέχρι και τη χούντα των συνταγματαρχών, ανέπτυξε έντονη, ουσιαστική, και πλατιά δράση.
Δυστυχώς η αμερικανοστήριχτη φασιστική δικτατορία τον Απρίλιο του 1967, δίπλα σε κάθε δημοκρατική έκφραση και ελευθερία, θα έβαζε πάγο όχι μόνο στην ΠΠΣΠ, αλλά και στην εβδομαδιαία εφημερίδα του «Λαϊκού Δρόμου», η οποία δεν είχε προλάβει να συμπληρώσει 6 μήνες ζωής από την πρώτη έκδοσή της τον Ιανουάριο του 1967.
Ούτε η ΣΠΑΚ, η Συνεπής Πολιτική Αριστερή Κίνηση, με γραμματέα της τον σ Ισαάκ Ιορδανίδη, η οποία προσπάθησε να γίνει -σε συνθήκες απαγόρευσης της νόμιμης δράσης του κομμουνιστικού κινήματος- νόμιμη οργάνωση και έκφραση των μαρξιστών λενινιστών, πρόλαβε να αναπτύξει τη δράση της. Δύο μόλις εβδομάδες μετά την ίδρυσή της, στις αρχές Απριλίου 1967, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου θα της έδινε πρόωρο τέλος.

Η «Αναγέννηση», έχοντας συμπληρώσει 3,5 χρόνια σκληρού αγώνα, μικρή γεύση του οποίου μπορούμε να έχουμε στους αναδημοσιευμένους σήμερα τόμους όλων των άρθρων της, από τον Οκτώβριο του 1964 μέχρι τον Απρίλιο του 1967, μπαίνει στον γύψο. Πολλά στελέχη του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας, μεταξύ των οποίων ο σύντροφος Ισαάκ Ιορδανίδης, συλλαμβάνονται, και μεταφέρονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Άλλο κομμάτι φεύγει στο εξωτερικό.

Όμως, ούτε και τώρα, οι εξορίες και τα στρατόπεδα αποδίδουν. Μόνο αναστέλλουν. Δημιουργημένη μέσα στα δύσκολα χρόνια της 7ετίας, η Οργάνωση των Μαρξιστών Λενινιστών Ελλάδας (ΟΜΛΕ) περνά στη νομιμότητα μετά την πτώση της δικτατορίας και κάνει σημαντικά βήματα ανάπτυξης. Επανεκδίδεται ο «Λαϊκός Δρόμος», επανέρχεται η ΠΠΣΠ στις φοιτητικές σχολές, και η πλατιά φωνή των μαρξιστών λενινιστών αναπτύσσεται με την ΠΜΣΠ (Προοδευτική Μαθητική Συνδικαλιστική Παράταξη) στο μαθητικό κίνημα, και την ΠΕΣΠ (Προοδευτική Εργατική Συνδικαλιστική Παράταξη στο πεδίο του συνδικαλισμού.

Η δουλειά της ΟΜΛΕ οδηγεί στα χρόνια 1975-1976 στον υψηλότερο, ως τότε, βαθμό την ιδεολογικοπολιτική και οργανωτική επιρροή του μ-λ κινήματος. Για πρώτη φορά στην ως τότε ιστορία τους, οι μαρξιστές λενινιστές της Ελλάδας είχαν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν με μαζικούς όρους στο μαθητικό, στο φοιτητικό αλλά και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, συσπειρώνοντας χιλιάδες αγωνιστές κάτω από τα πανό της στις μεγάλες δημοκρατικές, αντιιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις εκείνης της περιόδου. Ο συνδυασμός της νόμιμης δράσης (έξω δηλαδή από το καθεστώτος των απαγορεύσεων και των διώξεων), και της επαναστατικής γραμμής που αποκτούσε ρίζες στο κίνημα που αναπτυσσόταν, έδωσε στο μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα μεγάλη ώθηση.

Παρά το γεγονός ότι το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα στην Ελλάδα δεν μπόρεσε να αποκτήσει εκείνες τις διαστάσεις που θα του επέτρεπαν να γίνει ο βασικός μοχλός πολιτικών εξελίξεων, ωστόσο αφήνει καθαρή την αγωνιστική συμβολή και σφραγίδα του σε όλη την 60χρονη πορεία του, αποτυπωμένη με ενάργεια σε κορυφαίες στιγμές της νεότερης ιστορίας του τόπου.

Με την αφορμή της συμπλήρωσης, τη χρονιά που πέρασε, μισού αιώνα από τα γεγονότα του Νοέμβρη του 1973, θυμόμαστε πόσο σημαντικός, ιστορικός σταθμός στάθηκε το Πολυτεχνείο για τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στη χώρα, προωθώντας στην ημερήσια διάταξη τα μεγάλα αιτήματα για την απαλλαγή της Ελλάδας από την αμερικανονατοϊκή υποδούλωση και το γκρέμισμα της στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας και υποδεικνύοντας ως μοναδικό δρόμο για την πραγματοποίηση αυτών των αιτημάτων, την ενεργητική συνένωση του φοιτητικού κινήματος με το αντιφασιστικό-αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, την επαναστατική συσπείρωση και πάλη των πλατιών λαϊκών μαζών με επικεφαλής την εργατική τάξη.

Δυστυχώς, συνδυασμός αρνητικών εξελίξεων μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, τόσο στην εγχώρια πολιτική σκηνή (με κομματικές διασπάσεις και ταυτόχρονη εκτόνωση του ευρύτερου δημοκρατικού και λαϊκού κινήματος με την υπόσχεση της «αλλαγής» που θα έφερνε το ΠΑΣΟΚ), όσο και στη διεθνή (με καίριο ιστορικό πλήγμα την παλινόρθωση του καπιταλισμού και στην Κίνα, γεγονός που δυσκόλευε τους όρους αντιπαράθεσης με τον ρεβιζιονισμό και εν γένει με τον καπιταλισμό), η πορεία ανάπτυξης του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος (και) στη χώρα μας, ανακόπηκε.

Εξήντα χρόνια από την έκδοση της «Αναγέννησης», που εγκαινίασε την οργανωµένη, δηµόσια εµφάνιση του µαρξιστικού-λενινιστικού κινήµατος της Ελλάδας, οι βασικές κατευθύνσεις που θεµελίωσε και η γενική γραµµή που πρόβαλλε για όλα τα ζητήµατα που απασχόλησαν και εξακολουθούν να απασχολούν και σήµερα το αριστερό και κοµµουνιστικό κίνηµα, διατηρούν ακέραιη τη σηµασία τους και αποτελούν πολύτιµη συµβολή και παρακαταθήκη για τους σηµερινούς αγώνες των µαρξιστών-λενινιστών και όλου του λαού στις νέες συνθήκες που έχουν διαµορφωθεί στον κόσµο και τη χώρα µας.

Παρά την πολεμική και τις συκοφαντίες που δέχεται περίπου από τη στιγμή που υφίσταται ως τέτοιο, το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα συνεχίζει στην πορεία που έχει χαράξει. Και έχει καταφέρει, τις τελευταίες δεκαετίες, μετά από μία περίοδο υποχώρησής του, μέσα από επίμονες προσπάθειες, να επανακτά και να επανασυσπειρώνει, ως ένα βαθμό, δυνάμεις. Καρπός αυτών των προσπαθειών, το Μ-Λ ΚΚΕ, το οποίο επιδιώκει να βαδίζει σταθερά στις θεμελιώδεις κατευθύνσεις που χάραξε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα από την ίδρυσή του, υπογραμμίζοντας την αξία τους και επικαιρότητά τους.
60 χρόνια μετά την έκδοση της Αναγέννησης και τη συγκρότηση του πρώτου πυρήνα μαρξιστών λενινιστών στη χώρα μας, συνεχίζουμε ακλόνητα τον αγώνα «ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ», όπως ακριβώς σημειωνόταν στο πρώτο τεύχος της «Αναγέννησης».

Η ομιλία του σ. Άκη Αδαμόπουλου

60 χρόνια μετά την έκδοση της “Αναγέννησης”

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα συνεχίζει να δίνει την αναγκαία, αναντικατάστατη και επίκαιρη συμβολή του στον αγώνα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος

Σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλες και φίλοι

Πριν έξι δεκαετίες, τέτοιες μέρες, κυκλοφόρησε στα περίπτερα το περιοδικό “Αναγέννηση”. Η κυκλοφορία της “Αναγέννησης”, σήμανε την έναρξη της δημόσιας αντιπαράθεσης των μαρξιστών-λενινιστών της Ελλάδας στη μεγάλη στροφή που επιβλήθηκε στο ελληνικό και διεθνές κομμουνιστικό κίνημα μετά το 20ο συνεδριο του ΚΚΣΕ και την λεγόμενη “6η ολομελεια της ΚΕ του ΚΚΕ”, το 1956. Αποτέλεσε την αφετηρία μιας μεγάλη πορείας που επεδίωξε να φράξει τον δρόμο στην άλωση του κομμουνιστικού κινήματος από τον διαλυτικό ρεύμα αναθεώρησης των αρχών του, από τον ρεβιζιονισμό όπως καθιερώθηκε να λέγεται.

Οι μαρξιστές-λενινιστές κομμουνιστές του επαναστατικού ΚΚΕ που την ξεκίνησαν είχαν επίγνωση των μεγάλων δυσκολιών αυτής της προσπάθειας και τον χρόνο που θα απαιτούσε. Στο πρώτο, κιόλας, τεύχος της η “Αναγέννηση” υπογράμμιζε πως η πάλη των μαρξιστών- λενινιστών περνάει “στο στάδιο της αποφασιστικής αντιπαράθεσης στον οππορτουνισμό” και πως “το στάδιο αυτό θα είναι ένα δύσκολο και μακρόχρονο στάδιο, πού θα χαρακτηρίζεται από έντονους και πολυσύνθετους αγώνες”. Αυτά γράφονταν το 1964, όταν στο διεθνές πεδίο διεξάγονταν ήδη ένας θυελλώδης αγώνας ενάντια στον Χρουστσιωφικό ρεβιζιονισμό, επικεφαλής του οποίου ήταν το ΚΚ Κίνας με ηγέτη τον Μάο Τσετούνγκ, ενώ ιδιαίτερη συμβολή είχε και το ΚΕ Αλβανίας με ηγέτη τον Εμβέρ Χότζα. Όταν αργότερα και αυτά τα κόμματα χτυπήθηκαν από τον ρεβιζιονισμό οι δυσκολίες του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος μεγάλωσαν κι άλλο . Παρ’ όλα αυτά η πάλη των μαρξιστών-λενινιστών συνεχίσθηκε για τους στόχους που έθεσε από την αρχή και συνεχίζεται και τις μέρες μας.

Σήμερα που η Σοβιετική Ένωση έχει διαλυθεί, που στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός,που τα κομμουνιστικά κόμματα αποσυντέθηκαν ή μετατράπηκαν σε αστικά-σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σήμερα που τα αποτελέσματα της επικράτησης του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα έχουν γίνει ολοφάνερα, έχει αποδειχθεί πόσο δίκαιος ήταν ο αγώνας που ξεκίνησε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Οι μαρξιστές-λενινιστές κατηγορήθηκαν και συκοφαντήθηκαν ως “διασπαστές” του κομμουνιστικού κινήματος γιατί κατάγγειλαν τον ρεβιζιονισμό και ήλθαν σε ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική ρήξη μαζί του . Ωστόσο, η ιστορία έδειξε περίτρανα πως οι διασπαστές, αυτοί που κατακερμάτισαν και αποσύνθεσαν τα κομμουνιστικά κόμματα και έφεραν στη σημερινή τεράστια υποχώρηση το κομμουνιστικό κίνημα, αυτοί που έφεραν ξανά τον καπιταλισμό στις σοσιαλιστικές χώρες ήταν οι ρεβιζιονιστές που κυριάρχησαν στις ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων. Αυτό που οι μαρξιστές-λενινιστές εξαρχής προειδοποιούσαν ότι θα κάνει ο ρεβιζιονισμός, αν επικρατούσε, δυστυχώς έγινε. Και οι συνέπειες του είναι πολύ βαριές:οι σοσιαλιστικές χώρες έπαψαν να υπάρχουν, το εργατικό και λαϊκό κίνημα οπισθοδρόμησε σε όλο το κόσμο, οι αγώνες του αποδυναμώθηκαν και το κεφαλαιοκρατικό σύστημα έχει προχωρήσει στην αφαίρεση εργατικών κατακτήσεων και λαϊκών κατακτήσεων ενός αιώνα.

Για υποκειμενικούς και αντικειμενικούς λόγους η επικράτηση του ρεβιζιονισμού δεν αποφεύχθηκε παρά τη μεγάλη μάχη που έδωσε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα για να μη συμβεί αυτό. Ωστόσο, η πάλη των μαρξιστών-λενινιστών έδωσε κεφαλαιώδη συμβολή στο ξεσκέπασμα της πραγματικής φύσης του ρεβιζιονισμού και κατάφερε μέσα στη ρεβιζιονιστική λαίλαπα που έπεσε πάνω στο κομμουνιστικό κίνημα να κρατήσει όρθιο ένα κομμάτι του, κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα κόκκινο απόσπασμα που συνεχίζει να βαδίζει στον επαναστατικό δρόμο με την κόκκινη σημαία ψηλά ενώ ο ρεβιζιονισμός την έχει πετάξει εδώ και χρόνια στη λάσπη.

Αυτή είναι η κύρια συνεισφορά του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος που συνεχίζει να δίνει και σήμερα. Εχθροί και συκοφάντες του επιχείρησαν πολλές φορές να διαβάλουν και να μηδενίσουν τη μεγάλης σημασίας συνεισφορά του αλλά δεν το κατάφεραν γιατί η ανθεκτικότητα του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος πηγάζει τόσο από το γεγονός ότι οι δυνάμεις του αποτελούν πρωτοπόρο τμήμα του αγωνιστικού κινήματος της εργατικής τάξης και του λαού μας όσο και από το γεγονός ότι οι ιδεολογικοπολιτικές θέσεις του έχουν επιβεβαιωθεί στα θεμελιώδη ζητήματα μέσα στην πράξη και δίνουν επίκαιρες απαντήσεις για τα μεγάλα προβλήματα του λαού και του τόπου μας .

Στον αγώνα του το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα άκουσε και φωνές να του λένε ότι εξαντλήθηκε η προωθητική δύναμη του και να στραφεί στην αναζήτηση ενός απροσδιόριστου “νέου κομμουνιστικού κινήματος”. Οι φωνές αυτές κατέληξαν να προβάλουν διαλυτικές απόψεις συνολικά για το κομμουνιστικό κίνημα και να αποσυρθούν από αυτό ενώ το μαρξιστικό -λενινιστικό κίνημα συνεχίζει μαχητικά την πορεία του. Σαν ασθενική ηχώ τους αντηχεί σήμερα και η άποψη ότι“ το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα έκλεισε τον κύκλο του”, γιατί“εδώ και χρόνια ολοκληρώθηκε αυτό που είχε και μπορούσε να δώσει στις συνθήκες της δεξιάς στροφής και της εμφάνισης της παλινόρθωσης” και ότι η εποχή μας χρειάζεται κάτι “νέο”, το οποίο, ωστόσο, δεν καθορίζεται.

Αντιλαμβανόμαστε αυτές τις απόψεις ως αντανάκλαση της πίεσης που ασκεί ο σημερινός δυσμενής συσχετισμός δυνάμεων σε βάρος του κομμουνιστικού κινήματος και το γεγονός ότι το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα δεν έχει φτάσει σε εκείνη τη μαζική ανάπτυξη που να είναι ικανή να αντιστρέψει αυτόν τον δυσμενή συσχετισμό.

Όμως οι δυσκολίες ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος είναι κρίσιμο λάθος να οδηγούν σε θέσεις που δεν ανταποκρίνονται σε μια αντικειμενική εκτίμηση του σύγχρονου ρόλου του μαρξιστικού -λενινιστικού κινήματος και μπορούν να ανοίξουν τον δρόμο σε μια εκτροπή προς λαθεμένες κατευθύνσεις που δεν συμβάλουν στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα δεν έδωσε μόνο στο παρελθόν σωστές απαντήσεις στα προβλήματα που συντάραξαν το διεθνές και εγχώριο κομμουνιστικό κίνημα, σχεδόν 70 χρόνια τώρα. Εξακολουθεί και σήμερα να δίνει απαντήσεις στα σύγχρονα προβλήματα που ανταποκρίνονται στην ανάγκη της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος και της ανάπτυξης του επαναστατικού αγώνα για τη μεγάλη υπόθεση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

*

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα βαδίζει σταθερά και με συνέπεια τον σοσιαλιστικό δρόμο και είναι μοναδική η συμβολή του στην κατανόηση των αιτιών της παλινόρθωσης του καπιταλισμού στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Υπερασπίστηκε και υπερασπίζει το ιστορικό έργο οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Λένιν και του Στάλιν όπως και το αντίστοιχο στη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας υπό την ηγεσία του Μάο Τσετούνγκ. Η επέλαση του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα φόρεσε αντισταλινικό και αντιμαοϊκό περίβλημα για να αμαυρώσει την περίοδο του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα και για να προωθήσει τα μέτρα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Η υπεράσπιση της περιόδου του σοσιαλισμού και ο ξεχωρισμός της από τη ρεβιζιονιστική περίοδο καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, είναι ένα κρίσιμο ζήτημα . Βοηθά να δούμε στην πράξη τη διάκριση μεταξύ του σοσιαλιστικού και καπιταλιστικού δρόμου. Αυτή η διάκριση είναι πολύτιμη, απόλυτα αναγκαία για το προχώρημα του σοσιαλισμού στο μέλλον.

Σε αυτό το κεφάλαιο η αντιπαράθεση του μαρξισμού-λενινισμού με τις σύγχρονες μορφές ρεβιζιονισμού συνεχίζεται αμείωτη. Η ρεβιζιονιστική ηγεσία που επιβλήθηκε στο ΚΚΕ μετά το 1956, με περιτύλιγμα την “ανανέωση” του κομμουνιστικού κινήματος, υιοθέτησε και αναπαρήγαγε για χρόνια όλη την αντισοσιαλιστική πραμάτεια του σοβιετικού ρεβιζιονισμού. Από τις δυο πτέρυγες στις οποίες διασπάστηκε μετά το 1968, εκείνη που εντάχθηκε στο ευρωκομμουνιστικό ρεβιζιονιστικό ρεύμα τη διατήρησε ατόφια, ως τις μέρες μας που μετατράπηκε με το ΣΥΡΙΖΑ σε ένα ανοικτό αστικό κόμμα-πλήρη υπηρέτη του καπιταλισμού. Η άλλη που, συνέχεια της αποτελεί η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ, για δεκαετίες μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, διέβαλε τον σοσιαλισμό ταυτίζοντας τον με τον ρεβιζιονισμό του Μπρέζνιεφ ακόμα και του Γκορμπατσόφ που οδήγησε στην καπιταλιστική παλινόρθωση και στη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και του ΚΚΣΕ. Πόσο έχει αλλάξει αυτή τη θέση της σήμερα; Αν και μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης από τα πράγματα αναγκάστηκε να πει κάποια λόγια περί “οπορτουνιστικής στροφής” στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ δεν παύει να θεωρεί σοσιαλιστική τη Σοβιετική Ένωση μέχρι το 1990 που διαλύθηκε. Η θέση της που μιλά για 70 χρόνια σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ένωση δείχνει πως τα λόγια της περί “στροφής” στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ είναι κούφια. Η θέση πως από το 1917 έως το 1990 είχαμε σοσιαλισμό στη Σοβιετική Ένωση διαγράφει ότι υπήρξε μια αντεπαναστατική τομή το 1956 και, στην πραγματικότητα, συντηρεί σε μια νέα συσκευασία την υποστήριξη στο ρεβιζιονισμό.

Μερίδιο στην αμαύρωση και στον μηδενισμό της ιστορίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έχουν και τα ρεύματα του τροτσκισμού, του λεγόμενου “αντικαπιταλισμού” και του αναρχισμού που οι θεωρίες τους προσθέτουν άλλα αναχώματα στην υπόθεση της ανασυγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος.

Στην σύγχρονη πάλη για το άνοιγμα του σοσιαλιστικού δρόμου, το μαρξιστικό- λενινιστικό κίνημα έχει να δώσει και δίνει μια σημαντική συμβολή με τη κριτική του στα αναθεωρητικά και λαθεμένα ρεύματα που το εμποδίζουν. Ξεχωριστής σημασίας είναι η συμβολή του στην ερμηνεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες που βασίζεται στη λαμπρή θεωρία του Μάο Τσετούνγκ οτι στη σοσιαλιστική κοινωνία υπάρχουν τάξεις, ταξική πάλη και αγώνας ανάμεσα στο σοσιαλιστικό και καπιταλιστικό δρόμο. Ότι για να αποτραπεί η καπιταλιστική παλινόρθωση στη σοσιαλιστική κοινωνία χρειάζεται αγώνας για την υπεράσπιση της δικτατορίας του προλεταριάτου και για τη συνέχιση της επανάστασης κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου με πλατιά κινητοποίηση των λαϊκών μαζών, σαν αυτή που ενσάρκωσε η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση. Αυτή η σπουδαία θεωρία, που εμπλούτισε το θησαυροφυλάκιο του μαρξισμού-λενινισμού και είναι βγαλμένη από την πείρα των πρώτων προσπαθειών οικοδόμησης του σοσιαλισμού, έχει δεχτεί σφοδρές επιθέσεις από τον ρεβιζιονισμό. Παραμένει εκτοπισμένη από τα γραφόμενα των αστικών και ρεβιζιονιστικών ρευμάτων για να διατηρείται όχι μόνο συσκότιση στο θέμα της εξήγησης της καπιταλιστικής παλινόρθωσης αλλά και για να διαβάλλεται η περίοδος σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποδίδεται στο σοσιαλισμό ο χαρακτηρισμός του αποτυχημένου συστήματος.

Το ζήτημα αυτό έχει κορυφαία σημασία για το μέλλον του σοσιαλισμού αλλά και για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και ο ρόλος του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος σε αυτό είναι και σήμερα εξαιρετικά επίκαιρος και αναντικατάστατος.

*

Συντρόφισσες και σύντροφοι, φίλες και φίλοι

Σε μια εποχή όπου, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη, η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλιστικό αποικισμό και νεοποικισμό σημείωνε μια μεγάλη ανάπτυξη και στα τέλη της δεκαετίας του 1950-αρχές της δεκαετίας του 1960 η Ασία, η Αφρική, η Λατινική Αμερική είχαν μετατραπεί σε μια ζώνη θυελλωδών αγώνων για την εθνική απελευθέρωση και την εθνική ανεξαρτησία, ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός προώθησε μια γραμμή υπονόμευσης του εθνικοπελευθερωτικού και εθνικοανεξαρτησιακού αγώνα. Ο Χρουστσιωφικός ρεβιζιονισμός διαστρεβλώνοντας τη λενινιστική πολιτική της ειρηνικής συνύπαρξης κρατών με διαφορετικό κοινωνικό σύστημα και μετατρέποντας την σε μια γενική γραμμή συνεργασίας με τον ιμπεριαλισμό, κινδυνολογώντας με τη λεγόμενη θεωρία των “σπινθήρων”, η οποία παρουσίαζε τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες ως “μικρούς σπινθήρες” που “μπορούν να προκαλέσουν παγκόσμιο πόλεμο” στράφηκε ενάντια στον αγώνα των κινημάτων των λαών που μάχονταν για την εθνική απελευθέρωση και την εθνική ανεξαρτησία .

Αυτή η υπονομευτική γραμμή βρήκε την έκφραση της και στην πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΕ και της ΕΔΑ. Η “Αναγέννηση” στηλίτευε τη ηγεσία της ΕΔΑ για το ότι “βαθμιαία εγκατέλειψε την πάλη εναντίον της κύριας αιτίας της κακοδαιμονίας του τόπου, δηλ. τηςιμπεριαλιστικής καταπίεσης και υποδούλωσης”. Κατάγγειλε ότι“από δω και κάμποσο καιρό, το αίτημα τής αποχώρησης τής Ελλάδας από το ΝΑΤΟ έχει εγκαταλειφθεί, και ουσιαστικά και τυπικά” και ότι “σε κανένα από τα βασικά ντοκουμέντα της τελευταίας περιόδου δεν προβάλλεται το αίτημα της αποχώρησης τής Ελλάδας από το ΝΑΤΟ”.

Η υπονόμευση του εθνικοανεξαρτησιακού αγώνα ήταν ένα από το κύρια ζητήματα που ανέδειξαν οι μαρξιστές-λενινιστές μόλις βγήκαν στο δημόσιο στίβο της αντιρεβιζιονιστικής πάλης. Η πολιτική εγκατάλειψης του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας χαρακτηρίζει τον ελληνικό ρεβιζιονισμό ως τις μέρες μας. Αποτελεί κεντρικό σημείο και της σημερινής αντιπαράθεσης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος με τα ρεβιζιονιστικά ρεύματα, σε μια εποχή όπου η ρεβιζιονιστική πολιτική υπονόμευσης του εθνικοανεξαρτησιακού αγώνα έχει φτάσει ως τις έσχατες συνέπειες της. Συνέπειες που εκφράζονται με τον ολοκληρωτικό εξοβελισμό του αιτήματος της εθνικής ανεξαρτησίας και ακόμα χειρότερα με το ότι πρώην φορείς του ρεβιζιονισμού έχουν μετατραπεί σε αστικά κόμματα-απολογητές και ανοικτά στηρίγματα της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και της πολιτικής εθνικής υποτέλειας.

Οι λεγόμενοι ‘ανανεωτές” της Αριστεράς του ΚΚΕ εσ και αργότερα του ΣΥΝασπισμού και του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο εγκατέλειψαν το αιτήματα της πάλης του λαού μας για την εθνική ανεξαρτησία και την έξοδο της χώρας μας από τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς της ΕΕ και του ΝΑΤΟ αλλά έγιναν και υποστηρικτές της ένταξης και παραμονής της χώρας μας στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ και πρόθυμοι εξυπηρετητές των επιδιώξεων του ευρωπαϊκού και του αμερικανοΝΑΤΟικού ιμπεριαλισμού.

Από την άλλη πλευρά η ηγεσία του ΚΚΕ δεν θεωρεί ότι η Ελλάδα είναι χώρα εξαρτημένη από τον δυτικό ιμπεριαλισμό, δεν θεωρεί ότι πρέπει να καταπολεμιέται η πολιτική των κυβερνήσεων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης ως πολιτική εθνικής υποτέλειας. Εχει στείλει στις καλένδες το αντιιμπεριαλιστικό αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας.

Στην χορωδία της αποκήρυξης του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία συμμετέχουν σχεδόν όλες οι οργανώσεις του τροτσκιστικού, του λεγόμενου “αντικαπιταλιστικού” και αναρχικού χώρου.

Μπορεί η ιμπεριαλιστική εξάρτηση να παραμένει βασική πηγή των δεινών που περνά ο ελληνικός λαός, με τα ιμπεριαλιστικά μνημόνια να βοούν για αυτό τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, για τα κόμματα και τις οργανώσεις των πολύμορφων ρεβιζιονιστικών ρευμάτων δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Απομένει μόνο, ουσιαστικά, το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα να το θέτει,να προβάλει το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία και να καλεί σε εθνικοανεξαρτησιακό αγώνα. Το γεγονός ότι αυτός αγώνας είναι ο αναγκαίος και αναπόφευκτος δρόμος μέσα από τον οποίο περνάει η πάλη για την απαλλαγή του λαού από τα κοινωνικά δεινά και για το άνοιγμα του δρόμου προς τον σοσιαλισμό υπογραμμίζει πόσο αναγκαία είναι σήμερα η ανάπτυξη του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος που στηρίζει και τον προωθεί αυτόν τον αγώνα με όλες του τις δυνάμεις.


*

Η διακήρυξη του 20ου Συνέδριου του ΚΚΣΕ για το δρόμο του “ειρηνικού περάσματος” ή όπως αλλιώς λέγεται για“το πέρασμα στο σοσιαλισμό με τον κοινοβουλευτικό δρόμο” πρόβαλε ένα δρόμο διαμετρικά αντίθετο από εκείνον της Οκτωβριανής Επανάστασης καθώς και όλων των νικηφόρων επαναστάσεων που καθοδηγήθηκαν από κομμουνιστικά κόμματα. Με τη γραμμή αυτή ο ρεβιζιονισμός ανέτρεψε την επαναστατική κατεύθυνση του κομμουνιστικού κινήματος. Η γραμμή του “κοινοβουλευτικού δρόμου” δηλητηρίασε τα κομμουνιστικά κόμματα και μεταμόρφωσε την πολιτική τους σε μια ρεφορμιστική πολιτική.

Η ρεβιζιονιστική ηγεσία που επιβλήθηκε πραξικοπηματικά στο ΚΚΕ τη μετέφερε και στην Ελλάδα και το αποτέλεσμα της ήταν την επαναστατική πολιτική του κομμουνιστικού κινήματος για την ανατροπή του καθεστώτος κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού να την μεταλλάξει σε μια ρεφορμιστική πολιτική προσαρμογής στο αστικό σύστημα.

Η ρεφορμιστική μετάλλαξη έβαλε στη θέση του επαναστατικού προγράμματος του κομμουνιστικού κινήματος ρεφορμιστικά πολιτικά προγράμματα που έχουν ως πυρήνα τους τη ρεβιζιονιστική θεωρία της πραγματοποίησης του μετασχηματισμού του καπιταλιστικού συστήματος σε σοσιαλισμό μέσω βαθμιαίων διαρθρωτικών αλλαγών. Αντικατέστησε τον επαναστατικό και ανεξάρτητο χαρακτήρα της πολιτικής του κομμουνιστικού κινήματος με μια πολιτική συμβιβασμού με το αστικό σύστημα και ουράς στα αστικά κόμματα. Έθεσε σε πρώτη μοίρα την κοινοβουλευτική πάλη και την αλλαγή κοινοβουλευτικών συσχετισμών και υποβάθμισε την εξωκοινοβουλευτική πάλη, ορθώνοντας εμπόδια στην ανάπτυξη των μαζικών λαϊκών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Στη θέση του αγωνιστικού-ταξικά ασυμβίβαστου πνεύματος πάλης για την επίτευξη των μικρών και μεγάλων στόχων της εργατικής τάξης και του λαού προώθησε το πνεύμα του ταξικού συμβιβασμού.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό αντιπαρατέθηκε διαχρονικά σε όλες τις εκφράσεις ρεφορμιστικής πολιτικής που προώθησαν τα ρεβιζιονιστικά κόμματα:

Η “Αναγέννηση” υπέβαλε σε συστηματική κριτική το ρεφορμιστικό πρόγραμμα που πρόβαλε η ηγεσία της ΕΔΑ με την πολιτική του “αναπτυγμένου και ολοκληρωμένου πρόγραμματος ουσιαστικού εκδημοκρατισμού σε όλους τους τομείς” και των “ενδιάμεσων φάσεων για την πραγματοποίηση της εθνικοδημοκρατικής αλλαγής. Ξεσκέπασε την πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας της ΕΔΑ ως μια πολιτική άρνησης του ηγετικού ρόλου της Αριστεράς στο κίνημα που στήριξε τις ελπίδες της για μια «αλλαγή» στην Ένωση Κέντρου και μετατράπηκε σε νεροκουβαλητή της πολιτικής του Γεωργίου Παπανδρέου, φτάνοντας ως το σημείο στις βουλευτικές εκλογές του 1964 να παραχωρήσει ανοιχτά ένα μέρος των δυνάμεων της ΕΔΑ στην Ένωση Κέντρου.

Η “Αναγέννηση” κατάγγειλε τη γραμμή της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας ως μια “γραμμή ευνουχισμού των λαϊκών αγώνων”,“κατευνασμού των αγωνιστικών διαθέσεων του λαού” που “άμβλυνε και εξασθένιζε το αγωνιστικό πνεύμα”.

Στη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας το μαρξιστικό- λενινιστικό κίνημα αντιπαρατέθηκε στη γραμμή προσαρμογής των ρεβιζιονιστών του ΚΚΕ και του ΚΚΕεσ στις μανούβρες των ψευτοδημοψηφισμάτων και της “φιλευθεροποίησης” του φασιστικού καθεστώτος . Ήλθε σε οξεία αντιπαράθεση με τη γραμμή συγκράτησης και υπονόμευσης τού μαζικού αντιφασιστικού κινήματος και άρνησης των αντιιμπεριαλιστικών αιτημάτων που ακολούθησαν οι ρεβιζιονιστές στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, ιδιαίτερα αυτοί του ΚΚΕ που εναντιώθηκαν και συκοφάντησαν την κατάληψη του.

Μετά τη δικτατορία το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα άσκησε επανειλημμένα εξαντλητική κριτική στα ρεφορμιστικά προγράμματα των ρεβιζιονιστικών ηγεσιών του που προβλήθηκαν με τις ποικίλες ονομασίες της δημοκρατίας του λαού”,της “πραγματικής αλλαγής”, “της αλλαγής με κατεύθυνση το σοσιαλισμό”, της “νέου τύπου ανάπτυξης”, της “λαϊκής εξουσίας που μπορεί να προκύψει και από κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών – αντιμονοπωλιακών δυνάμεων με βάση το κοινοβούλιο”, της “εναλλακτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης”, του “προγράμματος προοδευτικής διεξόδου από την κρίση”,τουπρογράμματοςγια την“πρώτη φορά κυβέρνηση της Αριστεράς”. Κατάγγειλε τις ρεβιζιονιστικές προτάσεις για “κυβέρνηση δημοκρατικών δυνάμεων” και για “κυβέρνηση πραγματικής αλλαγής”ως πολιτικές υποβοήθησης της πολιτικής των αστικών κομμάτων και ενσωμάτωσης στο αστικό σύστημα. Και αυτό αποδείχθηκε με την πολιτική της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας του ΚΚΕ που έγινε τις δεκαετίες του 1970-1980 παρακολούθημα της “αλλαγής” του ΠΑΣΟΚ. Με τις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα το 1989 στις οποίες ο ΣΥΝασπισμός του ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη και της ΕΑΡ του Λεωνίδα Κύρκου, έγινε κυβερνητικός συνεταίρος της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Και, τέλος, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, με την οποία ο πρώην “ανανεωτικός” ρεβιζιονισμός κατάληξε να γίνει κόμμα-διαχειριστής των συμφερόντων της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του αμερικανοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα καταδίκασε πολλές φορές μεταπολιτευτικά την άλλοτε συμβιβαστική και υποχωρητική και άλλοτε διασπαστική πολιτική των ρεβιζιονιστών στο μαζικό κίνημα που είχε αρνητική επίδραση σε σημαντικούς αγώνες των εργαζομένων, της αγροτιάς και της νεολαίας. Πολλές είναι οι περιπτώσεις που αυτή πολιτική τους αποδυνάμωσε και ανέκοψε μαζικούς αγώνες.

Η ρεβιζιονιστική πολιτική εξακολουθεί και σήμερα να ταλαιπωρεί το κίνημα, να εμποδίζει την ανασύνταξη των δυνάμεων του κομμουνιστικού και αριστερού κινήματος και να υποσκάπτει την ανάκαμψη του αγωνιστικού μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Είναι παρούσα στη θέση της ηγεσίας ΚΚΕ που λέει οτι “σήμερα διαθέτει σύγχρονο, επιστημονικά επεξεργασμένο πρόγραμμα εξουσίας – διακυβέρνησης, το οποίο είναι έτοιμο να το υπηρετήσει από κυβερνητικές θέσεις, όταν ο λαός το επιλέξει» . Η θέση ότι το ΚΚΕ “είναι έτοιμο να αναλάβει τις ευθύνες” και να “εφαρμόσει” ένα κυβερνητικό πρόγραμμα προς όφελος του λαού αν ο λαός το εκλέξει “πρώτο κόμμα”επαναλαμβάνει όλη την απατηλή ουσία της ρεβιζιονιστικής γραμμής του κοινοβουλευτικού δρόμου προς τον σοσιαλισμό. Η αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών εμφανίζεται, έτσι, σαν ο κύριος δρόμος για να επιτύχει το λαϊκό κίνημα τους στόχους του και αυτό ενισχύεται και από δηλώσεις σαν κι αυτές του γ.γ. του ΚΚΕ Δ. Κουτσούμπα, που προεκλογικά έλεγε στους εργάτες της ΛΑΡΚΟ πως τα αποτελέσματα του αγώνα τους εξαρτώνται από την αύξηση της κοινοβουλευτικής δύναμης του ΚΚΕ .

Σε στιγμές κρίσης του αστικού συστήματος, όταν εκδηλώνονταν με ένταση η αντίθεση των λαϊκών μαζών στην πολιτική των κυρίαρχων αστικών κομμάτων, δεν είναι τυχαίο που οι ρεβιζιονιστικές ηγεσίες δεν επέλεξαν να ενισχύσουν τον ανεξάρτητο αγώνα της Αριστεράς και τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα αλλά συναίνεσαν σε μια “διέξοδο από την κρίση” της μέσα από εκλογές και από το αστικό κοινοβούλιο. Το 1989 με τη ρεφορμιστική αντίληψη τους για μια “κυβερνώσα Αριστερά”, δηλαδή,για την κατάληψη κυβερνητικών θώκων από την Αριστερά, έγιναν δεκανίκια των κυβερνήσεων της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και έδωσαν χέρι βοήθειας στα δύο κόμματα της μεγαλοαστικής τάξης να ξεπεράσουν προβλήματα διακυβέρνησης.

Να θυμηθούμε,όμως, και το πιο πρόσφατο φθινόπωρο του 2011, όταν οι πολύ μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στο πρώτο μνημόνιο έφεραν σε δύσκολη θέση τους κυβερνώντες, από την οποία θέλησαν να βγουν με τον ελιγμό των εκλογών. Τότε η ηγεσία του ΚΚΕ είδε και πάλι ως διέξοδο τον κοινοβουλευτικό δρόμο και βγήκε με τη γ.γ. του Αλ. Παπαρήγα, από νωρίς, να ζητήσει και αυτή εκλογές.

Να θυμηθούμε, τέλος, πως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξη μέσα από τις κοινοβουλευτικές εκλογές μιας “κυβέρνησης της Αριστεράς” έγινε βαλβίδα εκτόνωσης του ισχυρού λαϊκού κινήματος ενάντια στα μνημόνια και γέφυρα για την κλιμάκωση της μνημονιακής πολιτικής

Η ρεβιζιονιστική πολιτική είναι γραμμή προσαρμογής στην αστική πολιτική που δίνει προτεραιότητα στον κοινοβουλευτικό δρόμο και όχι στον δρόμο των μαζικών εξωκοινοβουλευτικών αγώνων. Όποτε οξύνεται η αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική αυτό φανερώνεται. Πρόσφατο παράδειγμα ενός τέτοιου φανερώματος είχαμε την περίοδο της πανδημίας, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέβαλε μια πολιτική πρωτόγνωρου για τη μεταπολίτευση αυταρχισμού, βίας και καταστολής και το ΚΚΕ και οι δυνάμεις του σιώπησαν. Απέφυγαν να καλέσουν δημόσιες μαζικές κινητοποιήσεις για το σπάσιμο του καθεστώτος απαγορεύσεων των συλλαλητηρίων και των διαδηλώσεων και στην ουσία “συμμορφώθηκαν” με την κυβερνητική πολιτική.

Η ρεφορμιστική πολιτική, την περίοδο που διανύουμε, έχει βρει και άλλες εκφάνσεις στην πολιτική μιας σειράς μικρών οργανώσεων που έγιναν τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ ως το 2015. Στην πολιτική, επίσης, των λεγόμενων “μεταβατικών” ή “αντικαπιταλιστικών” προγραμμάτων που προβάλουν οι οργανώσεις του τροτσκισμού, του ΝΑΡ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και πρώην κομμάτια του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αιτήματα τους για “εθνικοποίηση των βασικών τομέων της οικονομίας”, για “εθνικοποίηση των επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο”, για “εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος χωρίς αποζημίωση και με κοινωνικό έλεγχο”, για “παύση πληρωμών του χρέους – μη αναγνώριση και διαγραφή του” και άλλα παρόμοια είναι παράγωγα της απατηλής ρεφορμιστικής λογικής που θεωρεί πως, χωρίς απαραίτητα να γίνει ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, μπορούν να προωθηθούν αλλαγές με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση,που να αποτελέσουν βήματα μετάβασης προς τον σοσιαλισμό. Αποτελούν σε μεγάλο βαθμό παραλλαγή παλιότερων ρεβιζιονιστικών αιτημάτων του ΚΚΕ και άλλων που μιλούσαν για διαρθρωτικές αλλαγές σε κατεύθυνση ανεξάρτητης ανάπτυξης της οικονομίας” με την επέκταση του κρατικού τομέα της οικονομίας, για “ουσιαστική συμμετοχή των εργαζομένων στη διαχείριση των επιχειρήσεων” κλπ. Δεν είναι, λοιπόν, παράξενο ότι με τα λεγόμενα “μεταβατικά αντικαπιταλιστικά προγράμματα” αρκετές από αυτές τις οργανώσεις έγιναν, για μια περίοδο, ακόλουθοι του ΣΥΡΙΖΑ.

Για να επανακτήσει το κομμουνιστικό κίνημα επαναστατική πολιτική αναγκαίος όρος είναι όλες οι σημερινές μορφές με τις οποίες εμφανίζεται η ρεφορμιστική πολιτική στο κίνημα να συνεχίσουν να υποβάλλονται σε κριτική και απόρριψη. Αυτό μπορεί να το επιτελέσει και πρέπει να συνεχίζει να το επιτελεί το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα ισχυροποιώντας τον ιδεολογικοπολιτικό αγώνα του και τη δράση του και επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την σύγχρονη αναγκαιότητα του.

*

Η ρεβιζιονιστική στροφή στο κομμουνιστικό κίνημα σήμανε επίθεση και ενάντια στην επαναστατική ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Εκτός από τη συκοφάντηση της περιόδου οικοδόμησης του σοσιαλισμού, που αναφέραμε παραπάνω, ο εγχώριος ρεβιζιονισμός προχώρησε σε μια κατεύθυνση, η οποία -όπως έγραφε η “Αναγέννηση”- “αντί για την αντικειμενική εκτίμηση των λαθών του παρελθόντος, έκανε μια αδίσταχτη καπηλεία λαθών, υπαρκτών και ανύπαρκτων, κατάφωρη διαστρέβλωση πραγματικών γεγονότων, παραμόρφωση τής πραγματικότητας. Αντί για μια αντικειμενική εκτίμηση των επιτυχιών του παρελθόντος έκανε,ουσιαστικά, μια πρωτοφανή προσπάθεια μηδενισμού όλης τής προηγούμενης ιστορίας του κινήματος, διαγραφής των καλύτερων αγωνιστικών του παραδόσεων”.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα κατάγγειλε αυτήν την ρεβιζιονιστική κατεύθυνση εκτίμησης της ιστορίας του ΚΚΕ σαν μέρος “μιας αχαλίνωτης εκστρατείας για την ανατροπή των ίδιων των θεμελίων του κινήματος με τη σημαία της «αλλαγής» και του «νέου πνεύματος»” και αντέταξε στην ρεβιζιονιστική παραχάραξη της επαναστατικής ιστορίας του ΚΚΕ τη θέση του ότι “παρά τα λάθη που διέπραξε στην πορεία της δράσης του, αυτό που κύρια χαρακτηρίζει το ΚΚΕ ως το 1956 είναι η θετική προσφορά του. Με την ίδρυση του και με τη δράση του κοντά τέσσερις δεκαετίες, το ΚΚΕ πρόσφερε τεράστιες και ανεκτίμητες υπηρεσίες στο λαό και τον τόπο μας”.

Διαστρεβλωτικές, μειωτικές έως και απορριπτικές εκτιμήσεις της επαναστατικής ιστορίας ΚΚΕ αλλά και συνολικότερα της γενικής γραμμής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ως το 1956 συνεχίζονται να προβάλλονται μέχρι τις μέρες μας από τα ρεύματα του ρεβιζιονισμού, του τροτσκισμού και του λεγόμενου “αντικαπιταλισμού”. Ειδικά η ηγεσία του ΚΚΕ έχει προχωρήσει, σήμερα, σε μία νέα αναθεώρηση της ιστορίας του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος, τροτσκορεβιζιονιστικού τύπου, έχοντας βγάλει λαθεμένη την γραμμή της Τρίτης Κομμουνιστικής Διεθνούς, τη γραμμή της Μεγάλης Αντιφασιστικής Νίκης κατ’ επέκταση της γραμμής που δημιούργησε την εποποιία του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα μια από τις πιο πολύτιμες υπηρεσίες που έχει προσφέρει και πρέπει να συνεχίσει προσφέρει, σήμερα, είναι η καταπολέμηση των ρεβιζιονιστικών αναθεωρήσεων της επαναστατικής ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος και η υπεράσπιση της επαναστατικής κληρονομιάς του που περιέχει μεγάλα διδάγματα, θετικά και αρνητικά, απαραίτητα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, που έχει βγει από τα σπλάχνα του επαναστατικού ΚΚΕ, χρειάζεται να αξιοποιήσει αυτά τα διδάγματα. Χρειάζεται, όμως, να διδαχθεί και από τις θετικές και αρνητικές εμπειρίες της δικής του 60χρονης πορείας. Διαθέτει γνώση από την αδιάλειπτη συμμετοχή του στους κοινωνικούς και αντιιμπεριαλιστικούς αγώνες. Διαθέτει εμπειρίες στα ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής πάλης, της εσωτερικής λειτουργίας μιας μαρξιστικής-λενινιστικής οργάνωσης, της πολιτικής τακτικής και του στυλ της πολιτικής δουλειάς, της μετωπικής πολιτικής και της δουλειάς στο μαζικό κίνημα.

Πρέπει να αξιοποιήσει το θετικό κεφάλαιο που έχει συσσωρεύσει για την στήριξη της πολιτικής δουλειάς του πρώτα και κύρια στις δικές του δυνάμεις, για τη διεξαγωγή του αγώνα ενάντια στο καθεστώς κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, για την πάλη ενάντια στην πολιτική των αστικών κομμάτων και ενάντια στις σύγχρονες εκφράσεις της ρεβιζιονιστικής ιδεολογίας και της ρεφορμιστικής πολιτικής, για την ερμηνεία της καπιταλιστικής παλινόρθωσης και τα ιστορικά συμπεράσματα που έχει βγάλει από αυτήν, για την αγωνιστική ανασύνταξη του μαζικού εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Το μαρξιστικό -λενινιστικό κίνημα πρέπει, όμως, να μάθει και από τα σφάλματα που έκανε στον τρόπο επίλυσης εσωκομματικών διαφωνιών, στη καθοδηγητική και οργανωτική λειτουργία του, στην πολιτική τακτική του και σε άλλους τομείς της πολιτικής δουλειάς του. Γι’ αυτό το σκοπό το Μ-Λ ΚΚΕ στο 6ο συνεδριο του, το 2018, προχώρησε στην εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων για την αγωνιστική πορεία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Έκανε αυτοκριτική τοποθέτηση για τα λάθη του, κατέθεσε την βασική εκτίμηση του για τις αιτίες που τα προκάλεσαν και υπογράμμισε πως “το κύριο χαρακτηριστικό της δράσης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος είναι η θετική συνεισφορά στον αγώνα του λαού μας”.

Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε πως το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα ακόμα και τον καιρό των διασπάσεων του δεν έπαψε να είναι στο στίβο του αγώνα. Οι ιδεολογικοπολιτικές του βάσεις, το αγωνιστικό πνεύμα του είναι ο λόγος που, μετά από μια περίοδο εξασθένησης του, άρχισε να ανακάμπτει . Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι το Μ-Λ ΚΚΕ.

Το Μ-Λ ΚΚΕ συνεχίζει το δρόμο που χάραξε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα από την ίδρυση του,αναδεικνύοντας μέσα στους ιδεολογικοπολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες την ορθότητα, την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα της γραμμής του. Επιδιώκει τη δημιουργική εφαρμογή και ανάπτυξη αυτής της γραμμής για να ανταποκρίνεται στις σημερινές απαιτήσεις του κινήματος και στην μεγάλη ανάγκη της αναδημιουργίας ενός πραγματικού και μαζικού κομμουνιστικού κόμματος. Μια ανάγκη που επιβεβαιώνεται δεκαετίες από την πραγματικότητα και το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, από την ίδρυση του, έχει θέσει την εκπλήρωση της ως κορυφαία αποστολή του.

Η εξάπλωση του κινήματος μας κρίνεται και θα κριθεί, πρώτα απ’ όλα, από την στάση του και την πάλη του για τα προβλήματα της εργατικής τάξης και του λαού μας. Από την πάλη του ενάντια στο καθεστώς κυριαρχίας της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική των κυβερνήσεων και των αστικών κομμάτων. Από τη συμβολή του στην ανάπτυξη της μαζικής εργατικής και λαϊκής πάλης και στο αντιιμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό κίνημα. Από τη πρωτοπόρα δράση του στον αγώνα για το ψωμί, τη δουλειά,τη δημοκρατία, την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία και τον σοσιαλισμό.

Για να δυναμώσει το κίνημα μας χρειάζεται να συνεχίσουμε τον ιδεολογικοπολιτικό αγώνα ενάντια στη ρεβιζιονιστική γραμμή του ΚΚΕ,ενάντια στα κατάλοιπα των σοσιαλδημοκρατικών-ρεφορμιστικών αντιλήψεων του ΣΥΡΙΖΑ, ενάντια σε λαθεμένες κατευθύνσεις που προβάλλονται από οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς

Χρειάζεται να συνδεθούμε περισσότερο με τις λαϊκές μάζες, με τα προβλήματα και τις ανάγκες τους και να ενισχύουμε τη παρέμβαση μας και το ρόλο μας στο μαζικό κίνημα.

Χρειάζεται να συνεχίσουμε την προσπάθεια μας για τη δημιουργία των όρων συνένωσης της βασικής μάζας των μαρξιστών-λενινιστών, των οργανωμένων και ανένταχτων πραγματικών κομμουνιστών σε ένα κόμμα που θα μπορέσει να συσπειρώσει την εργατική τάξη και τον ελληνικό λαό σε ένα νικηφόρο αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και την ντόπια μεγαλοαστική τάξη.

Σύντροφοι και συντρόφισσες, φίλες και φίλοι

Η 60χρονη εμπειρία πάλης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος έχει δείξει πως ο δρόμος για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος είναι μακρύς και ελικοειδής. Έχει δείξει, ταυτόχρονα, πως το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα διαθέτει τα ιδεολογικοπολιτικά και αγωνιστικά εφόδια και τις αντοχές να τον διανύσει ξεπερνώντας τις δυσκολίες του.

60 χρόνια από τότε που οι πρωτοπόροι κομμουνιστές μαρξιστές-λενινιστές του επαναστατικού ΚΚΕ ήλθαν σε ρήξη με τον αντεπαναστατικό και διαλυτικό ρεβιζιονισμό και ξεκίνησαν την μεγάλη πορεία “ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ”, εμείς έχοντας πάρει την αγωνιστική σκυτάλη για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος από το σημείο που αυτοί την έφτασαν, καλούμαστε, σήμερα, με αγωνιστικό πνεύμα, δύναμη και αισιοδοξία να την προχωρήσουμε πιο μπροστά.

Βιντεοσκόπηση της εκδήλωσης στο ΣΗΜΑ (19-10-2024)