Οι αποκαλύψεις σχετικά με την επίμαχη συνομιλία Παππά – Μιονί, πριν καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός από τη δυσώδη υπόθεση Παπαδημούλη, πυροδότησαν νέο κύκλο εσωτερικών αντιπαραθέσεων στο ΣΥΡΙΖΑ. Το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα» της ψευτοαριστεράς του Τσίπρα αποδείχτηκε για άλλη μια φορά «πουκάμισο αδειανό», απειλώντας να ξεθωριάσει τη λουστραρισμένη επιχείρηση πασοκοποίησης που νεκρανασταίνει στη συγκυρία ως ατού για το κόμμα του ο τελευταίος. Προκειμένου να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα, μετά την ένοχη σιωπή των πρώτων ημερών, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε τη δοκιμασμένη -και στην περίπτωση του επικεφαλής της ευρωομάδας του- τακτική του καρότου και του μαστιγίου.
Στο Πολιτικό Συμβούλιο, παρουσία του στενού πυρήνα των συνεργατών του, εξαπέλυσε εμμέσως αιχμές κατά του Παππά χωρίς ωστόσο να τον κατονομάζει, τονίζοντας πως «απέναντι σε ένα αδίστακτο σύστημα εξουσίας, οφείλουμε όλοι και κυρίως τα στελέχη πρώτης γραμμής να προσέχουμε κάθε μας πράξη και κάθε μας λέξη […] ο καθένας μας πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη που του αναλογεί για λάθη, παραλείψεις ή αστοχίες». Ο Παππάς έλαβε το μήνυμα και σε μια επίδειξη υποκριτικής αυτοκριτικής (θυμίζουμε πως σύμφωνα με την ισραηλινή πρεσβεία στη χώρα μας χαρακτηρίζεται ως «απόδειξη της δικομματικής υποστήριξης των σχέσεων Ισραήλ – Ελλάδας») δήλωσε πως στη συνομιλία με τον Μιονί «δεν εκφράστηκαν οι αυθεντικές μου πεποιθήσεις […] λάθη ύφους και ουσίας έδωσαν αφορμή για επιθέσεις εναντίον μας». Κάπως έτσι ο Τσίπρας διεμήνυσε πως «θεωρεί το θέμα λήξαν» ενόψει της επερχόμενης συνεδρίασης της κεντρικής επιτροπής ανασυγκρότησης που θα κήρυττε την περιβόητη «επανεκκίνηση – φυγή προς τα μπρος».
Πράγματι στη συνεδρίαση αυτή, που επικύρωσε στον τίτλο του κόμματος την προσθήκη «Προοδευτική Συμμαχία», ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δημαγώγησε ξανά για «τις παρακρατικές μεθόδους της Δεξιάς που ταυτίζεται με την ολιγαρχία και προσπαθεί να κάνει το άσπρο μαύρο», επιχειρώντας να ανασύρει από το τέλμα το ξεφτισμένο «ηθικό πλεονέκτημα». Διαστρέφοντας την κοινή λογική μάς πληροφόρησε πως η κυβέρνηση της «πρώτη φορά αριστεράς» συμπεριέλαβε «τα όποια λάθη και παραλείψεις στο κείμενο απολογισμού της κεντρικής επιτροπής, σε πλήρη αντίθεση με την αλαζονεία του παλιού πολιτικού συστήματος που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας αλλά ουδέποτε ανέλαβε την παραμικρή πολιτική ευθύνη». Ωστόσο το ενωτικό κλίμα που επιχείρησε να φιλοτεχνήσει με τις δηλώσεις του αυτές ο Τσίπρας, καλώντας εκ του ασφαλούς τη ΝΔ «να τον συμπεριλάβει στο κατηγορητήριο, σε ένα ριμέικ του 1989», τορπιλίστηκε από τις αιχμηρές «συντροφικές διαφοροποιήσεις» τόσο στο ζήτημα της σκανδαλολογίας, όσο και στον τρόπο και την έκταση της επίδικης κεντροαριστερής διεύρυνσης – πασοκοποίησης. Έτσι ο Ν. Φίλης σχολίασε δηκτικά πως «το 1989 η αριστερά συμμετείχε στην κάθαρση ως λύση, όχι ως συνένοχη».
Από την πλευρά του ο Σκουρλέτης εξέφρασε την «επιθυμία» – υπόδειξη «ο ΣΥΡΙΖΑ να μπολιαστεί με τη λαϊκότητα του ΠΑΣΟΚ, χωρίς όμως να ανοίξει την πόρτα στο λαϊκισμό».
Τη σκυτάλη πήρε ο Σ. Κούλογλου, ο οποίος στα μεθεόρτια της κεντρικής επιτροπής ανασυγκρότησης τόνισε πως «ο Παππάς ασφαλώς και έχει ευθύνες ή είναι αφελής».
Κατά τα λοιπά, ο Τσίπρας θεωρώντας προνομιακό το πεδίο της οικονομίας, συμπλέοντας ασφαλώς με τη Δεξιά στις βασικές προτεραιότητες των ξένων αφεντικών και της ντόπιας ολιγαρχίας αναφορικά με τους τομείς όπου θα διοχετευθούν τα χρήματα του ταμείου ανάκαμψης (πράσινη ανάπτυξη – ψηφιακή διακυβέρνηση), εγκαλεί την κυβέρνηση «για αδράνεια λήψης εμπροσθοβαρών μέτρων στήριξης […] η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε υφεσιακή πορεία ήδη από το φθινόπωρο του 2019». Πασχίζοντας να καρπωθεί τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί επαναλαμβάνει μονότονα και δημαγωγικά πως «σε πέντε μόλις μήνες καταστρέφονται όλες οι θυσίες που έχει κάνει ο ελληνικός λαός τα προηγούμενα πέντε χρόνια […] το μεγάλο σκάνδαλο είναι πως η κυβέρνηση παρέλαβε 37 δισ. από το ΣΥΡΙΖΑ και σπαταλάει τα χρήματα αυτά χωρίς να στηρίζει ούτε τους εργαζόμενους, ούτε τους επιχειρηματίες, ούτε τους ανθρώπους του μόχθου και της δημιουργίας».