Η πανδημία του κορονοϊού έφερε στην επιφάνεια την πολιτική της υποβάθμισης, της απαξίωσης και των χιλιάδων κενών στη δημόσια υγεία με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπος ο λαός μας. Μπροστά στο ενδεχόμενο εμφάνισης στην Ελλάδα φαινομένων Ιταλίας και Ισπανίας, οι οποίες μετράνε ήδη πολλές χιλιάδες νεκρούς από τον ιό, ακριβώς επειδή και στις χώρες αυτές το δημόσιο σύστημα υγείας αποσαρθρώνεται εδώ και χρόνια, η κυβέρνηση της ΝΔ κατέφυγε σε μια σειρά μέτρων με σκοπό υποτίθεται τον περιορισμό της μετάδοσης της ασθένειας. Αντί για την ουσιαστική ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας, επιβάλλει απαγόρευση κυκλοφορίας. Αντί να προσλάβει νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, κάνει έκκληση στους πολίτες να συμβάλουν εθελοντικά στην αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Αντί να επιτάξει ΜΕΘ ιδιωτικών νοσοκομειακών μονάδων, αφήνει ιδιωτικούς φορείς υγείας να κερδοσκοπούν ανελέητα στις πλάτες του λαού μας.
Την ίδια στιγμή σπέρνει τον τρόμο και τον πανικό σε μεγάλα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας καλλιεργώντας ένα κλίμα πρωτοφανούς υστερίας. Συνεπικουρούμενη από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης προβάλλει το αφήγημα της «ατομικής ευθύνης» που έχουν οι πολίτες προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοση της πανδημίας. Στόχος της είναι η μετακύλιση των δικών της πολιτικών ευθυνών στον «απείθαρχο λαό» που δεν εφάρμοσε μέχρι κεραίας τα πρωτοφανή μέτρα της κυβέρνησης, σε περίπτωση που καταστεί ανεξέλεγκτη η μετάδοση του ιού.
Και ενώ έχει στήσει μια νέα βιομηχανία προστίμων τιμωρώντας ως συνωστισμό τη συνάθροιση ελάχιστων ατόμων, την ίδια στιγμή συνεχίζει να στοιβάζει σαν τα ζώα τους πρόσφυγες στα κέντρα κράτησης – στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί δηλαδή που χρειάζονται μέτρα πρόληψης και αποσυμφόρησης, όπου σε κέντρα ορισμένης χωρητικότητας στριμώχνεται δεκαπλάσιος αριθμός ανθρώπων, η κυβέρνηση της ΝΔ και το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου αφήνει χιλιάδες μετανάστες στο έλεος όχι μόνο του κορονοϊού, αλλά και των άθλιων συνθηκών υγείας που έχουν δημιουργηθεί δείχνοντας με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο το πραγματικό, αποκρουστικό πρόσωπο της πολιτικής της. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πληθυσμούς, που ενίοτε ξεπερνούν τις 10.000, όπως αυτός στο ΚΥΤ της Μόριας, υπολογίζεται ότι αντιστοιχεί μια βρύση σε 1.300 άτομα, μια τουαλέτα σε 167 άτομα και ένα ντους σε 242 άτομα, καθιστώντας την τήρηση κανόνων προσωπικής υγιεινής αδύνατη.
Από αυτή την άποψη μόνο ως αστεία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η τοποθέτηση στελέχους του υπουργείου Μετανάστευσης πως «κάνουμε το καλύτερο δυνατό υπό αυτές τις συνθήκες», την ώρα μάλιστα που η κατάσταση έχει επιδεινωθεί καθώς το προσωπικό που εργάζεται στις υπάρχουσες δομές λιγοστεύει μέρα με τη μέρα. Σύμφωνα με στοιχεία του συλλόγου εργαζομένων της Υπηρεσίας Ασύλου στην αρχή του μήνα εντός του ΚΥΤ της Λέσβου, στη Μόρια, εργάζονταν περίπου 1.000 άτομα. Όμως, αρκετοί έχουν ήδη αποχωρήσει λόγω των μέτρων που λαμβάνονται για τον περιορισμό του κορονοϊού, σύμφωνα με τα οποία εντός των δομών πρέπει να παραμένει το απολύτως απαραίτητο προσωπικό. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα υπηρεσίες που λειτουργούν στα πλαίσια των ΚΥΤ να έχουν κλείσει, ενώ καταγράφονται και ελλείψεις σε τρόφιμα και νερό. Σε αυτό το κλίμα, σε μια κυνική δήλωσή του, ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση και το υπουργείο αντιμετωπίζουν το ζήτημα, ο εκλεγμένος με τη στήριξη της ΝΔ περιφερειάρχης Νοτίου Αιγαίου Γιώργος Χατζημάρκος είπε πως: «Η κατάσταση στα ΚΥΤ είναι αυτή που είναι. Οι επιλογές είναι περιορισμένες…» και πως «απαιτείται ρεαλισμός».
Ο «ρεαλισμός» της απάνθρωπης και ακροδεξιάς πολιτικής, την οποία η κυβέρνηση επιδεικνύει απέναντι στους πρόσφυγες, αποτυπώνεται και στα τελευταία μέτρα που πήρε το υπουργείο Μετανάστευσης τα οποία στην πραγματικότητα δημιουργούν ακόμα δυσμενέστερες συνθήκες για τους πρόσφυγες που διαμένουν στα ΚΥΤ.
Ανάμεσα στα άλλα, αναβάλλεται η καταβολή του πενιχρού μηνιαίου χρηματικού βοηθήματος που χορηγείται στους αιτούντες άσυλο, έως την τοποθέτηση ΑΤΜ εντός των δομών. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση αφήνει τους πρόσφυγες χωρίς καθόλου χρήματα για άγνωστο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, με επιστολή του προς τους δημάρχους Μυτιλήνης, Δυτικής Λέσβου, Χίου, Ανατολικής Σάμου, Λέρου και Κω, ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Νότης Μηταράκης ανακοινώνει πως: «Από 1η Απριλίου, παρά την λήξη της ΠΝΠ για την αναστολή υποβολής αιτημάτων ασύλου, δεν θα λειτουργήσει για λόγους δημόσιας υγείας η Υπηρεσία Ασύλου και κατά συνέπεια για το προσεχές διάστημα δεν θα είναι εφικτή η υποβολή αιτημάτων, από μετανάστες που εισέρχονται από 1η Απριλίου και μετά», εντείνοντας ακόμα περισσότερο το καθεστώς εγκλωβισμού με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι οι αιτούντες άσυλο. Ταυτόχρονα, συνεχίζονται οι απάνθρωπες επαναπροωθήσεις μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους, εκεί δηλαδή που τους περιμένει η εξαθλίωση και ο θάνατος, αφού σύμφωνα με τον υπουργό τριπλασιάστηκαν οι επιστροφές μεταναστών το πρώτο δίμηνο του 2020.
Την ίδια στιγμή, τα όποια μέτρα με τα οποία η κυβέρνηση επιχειρεί να ενισχύσει τις δομές υγείας στα πλαίσια των ΚΥΤ μάλλον κρίνονται ανεπαρκή και δεν θα μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες των δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων που εγκλωβίζονται σε αυτά. Η καθυστέρηση με την οποία άλλωστε, προχωρούν τα μέτρα αυτά, την ώρα μάλιστα που εμφανίστηκαν ήδη τα πρώτα κρούσματα κορονοϊού στους πληθυσμούς των προσφύγων, αποκαλύπτει πως η κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τους πρόσφυγες στην τύχη τους.
Το πώς βέβαια αντιμετωπίζει η κυβέρνηση τους πρόσφυγες αποκαλύπτεται και από την πολιτική που ακολούθησε όλη την προηγούμενη περίοδο. Αρχικά, μετήλθε κάθε μέθοδο προκειμένου να επιβάλει στους νησιωτικούς πληθυσμούς τα σχέδιά της για τη δημιουργία κλειστών κέντρων κράτησης στα νησιά, φτάνοντας μέχρι το σημείο να εκβιάσει τους κατοίκους τους πως αν δεν τα δεχτούν τους περιμένει… ο κορονοϊός. Ταυτόχρονα φιλοτέχνησε για τους πρόσφυγες, μέσω των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης, το προφίλ του εγκληματία εισβολέα και του φορέα κορονοϊού και λοιπών ασθενειών προκειμένου να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του λαού την άγρια αντιπροσφυγική – ακροδεξιά της πολιτική.
Τώρα τους αφήνει ουσιαστικά ανοχύρωτους και στην πραγματικότητα χωρίς καμιά ουσιαστική δυνατότητα πρόσβασης σε δομές υγείας.
Τους καταδικάζει στην πραγματικότητα σε ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση και σε καταστάσεις επικίνδυνες ακόμα και για τη ζωή τους.