Η Κίνα προχωρεί με ραγδαίους ρυθμούς στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, τώρα και τέσσερις δεκαετίες, με μία ταχύτητα, διάρκεια και κλίμακα ανόδου τέτοιας έκτασης, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ η ιστορία των καπιταλιστικών κρατών.
Έχοντας εξασφαλίσει στο διάστημα αυτό ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από 10% ετησίως μέχρι και το 2012, το ΑΕΠ της εκτοξεύτηκε σε μία 25ετία από 350 δις δολάρια το 1990 σε 12 τρις δολάρια το 2015, μία αύξηση δηλαδή 35 φορές πάνω, όταν την αντίστοιχη περίοδο το ΑΕΠ των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας) αυξήθηκε κατά μιάμιση έως δυόμιση φορές το πολύ.
Το μερίδιο των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικών χωρών στο παγκόσμιο ΑΕΠ έφτασε το 2015 στο 53%, από 38% που ήταν το 1990. Ειδικά, Κίνα και Ινδία αύξησαν το βάρος τους από 6,8% σε 24,3% αντίστοιχα, με μόνη την Κίνα να παράγει σήμερα το 17 % του παγκόσμιου ΑΕΠ. Στο διάστημα αυτής της 25ετίας οι ΗΠΑ είδαν το μερίδιό τους στο παγκόσμιο ΑΕΠ να μειώνεται από το 34% στο 20,5%.
Στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας και ενόσω ο δυτικός καπιταλιστικός κόσμος και η Ιαπωνία βυθίζονταν στην οικονομική κρίση, η Κίνα υπερσκέλισε σε οικονομική δύναμη τη Βρετανία, τη Γερμανία και την Ιαπωνία και αναδείχθηκε δεύτερη οικονομική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο, κάτω από την κυριαρχία ενός αντιδραστικού πολιτικού καθεστώτος άγριας οικονομικής εκμετάλλευσης και πολιτικής καταπίεσης του κινέζικου λαού.
Παρ’ ότι την τελευταία πενταετία ο ρυθμός ανάπτυξής της έχει πέσει κάτω από το 10%, και το 2016-17 βρέθηκε στο 7%, αυτός ο ρυθμός είναι τριπλάσιος και τετραπλάσιος από αυτούς των ανταγωνιστών της, ενώ το ποσοστό της Κίνας στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2016 ανήλθε στο 47%, μεγαλύτερο από ότι ήταν το αντίστοιχο ποσοστό των ΗΠΑ και της Ευρώπης μαζί.
Αν συνεχίσει με αυτούς τους ρυθμούς, στο ορατό μέλλον το ΑΕΠ της θα φτάσει και θα ξεπεράσει αυτό των ΗΠΑ, και θα αναδειχθεί πρώτη οικονομική δύναμη, μεταβάλλοντας τους παγκόσμιους οικονομικούς και πολιτικούς συσχετισμούς, προκαλώντας τεκτονικές ανατροπές και ανακατατάξεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό και καπιταλιστικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούσε αποκλειστικά η Δύση τους δύο – τρεις τελευταίους αιώνες.
Ήδη, μάλιστα, αν υπολογιστεί το ΑΕΠ όχι ονομαστικά σε ένα νόμισμα, αλλά σε Ισοτιμία Αγοραστικής Δύναμης (ΡΡΡ), που αρκετοί διεθνείς οικονομικοί παράγοντες θεωρούν πιο αξιόπιστο τρόπο υπολογισμού, αφού κάνει συγκρίσιμο το κόστος των προϊόντων και υπηρεσιών σε διαφορετικές χώρες και απεικονίζει συγκριτικά την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, τότε με βάση την παγκόσμια κατάταξη του ΔΝΤ για το 2016, το ΑΕΠ της Κίνας ήταν πρώτο με 21 τρις δολάρια, της ΕΕ δεύτερο με 20 τρις δολάρια και των ΗΠΑ τρίτο με18,5 τρις δολάρια.
Έχοντας εξασφαλίσει μια τεράστια συσσώρευση αποθεματικών κεφαλαίων με τις συνθήκες καπιταλιστικού κάτεργου που έχει επιβάλει στην εργατική τάξη και το λαό της, ο κινεζικός καπιταλισμός διεισδύει οικονομικά και επεκτείνει τη δράση του σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου, ασκώντας ιμπεριαλιστική πολιτική, και αποτελεί τη μόνη κρατική δύναμη που μπορεί να ανταγωνιστεί σε παγκόσμια κλίμακα τις ΗΠΑ στο οικονομικό επίπεδο, ενισχύοντας διαρκώς την οικονομική και πολιτική του επιρροή.
Επενδύει τρισεκατομμύρια δολάρια στο κολοσσιαίο σχέδιο που αποκαλεί “Μία ζώνη – ένας δρόμος”, μία ζώνη ελεύθερου εμπορίου, σε ένα τεράστιο διηπειρωτικό δίκτυο που θα ενώνει με προνομιακές οικονομικές συμφωνίες την Κίνα με την υπόλοιπη Ασία, Αφρική, Ευρώπη. Δημιούργησε τη Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα των BRICS, την Ασιατική Επενδυτική Τράπεζα υποδομών με τη συμμετοχή Βρετανίας, Γαλλίας, Γερμανίας και συνολικά 57 κρατών, εκτός ΗΠΑ, παρέχοντας τεράστια κεφάλαια χρηματοδοτήσεων, επιδιώκοντας να εμφανιστεί σαν μία νέα, άφθαρτη και “ήρεμη δύναμη”, φορέας “ήπιας” παγκόσμιας ισχύος, διαφορετικής φύσης από τον αποικιοκρατικό και νεοαποικιοκρατικό χαρακτήρα των δυτικών ανταγωνιστών της. Την ίδια στιγμή βέβαια δαπανά τεράστια ποσά για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη των στρατιωτικών της δυνάμεων, στη βάση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, και επιδίδεται σε μια κούρσα εξοπλισμών, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάπτυξη της δύναμης του πολεμικού της ναυτικού, για να προστατεύσει τις τεράστιες θαλάσσιες μεταφορές των προϊόντων που εξάγει και των πρώτων υλών, ιδιαίτερα πετρέλαιο και αέριο, που εισάγει. Ήδη το 2017 εγκαινίασε την πρώτη στρατιωτική της βάση στο εξωτερικό, στο Τζιμπουτί, που βρίσκεται στις πύλες εισόδου της Ερυθράς Θάλασσας και προετοιμάζει τη δεύτερη βάση της στο λιμάνι του Γκουαντάρ στο Πακιστάν, για να μπορεί να ελέγχει την κατάσταση στα στενά του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο, που αποτελούν το πιο νευραλγικό θαλάσσιο πέρασμα.
Πριν ένα χρόνο περίπου, στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΚίνας, εκφράστηκαν οι αχαλίνωτες φιλοδοξίες της ηγεσίας της για την ανάδειξή της στις επόμενες δυο-τρεις δεκαετίες σε παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη με “ένα στρατό παγκόσμιας κλάσης”.
Την ίδια στιγμή που το αντιδραστικό καθεστώς έχει ρίξει τον κινεζικό λαό στα καπιταλιστικά τάρταρα και διευρύνεται συνεχώς το χάσμα ανάμεσα στον πλούτο μιας χούφτας δισεκατομμυριούχων καπιταλιστών και τη φτώχεια της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού της, επιδίδεται σε μία τεράστια προπαγανδιστική εκστρατεία διαστρέβλωσης, παραχάραξης και καπηλείας της επαναστατικής ιδεολογίας, εμφανίζεται σαν σοσιαλιστικό καθεστώς που καθοδηγείται από τον μαρξισμό – λενινισμό και συνεχίζει το έργο του Μάο Τσετούνγκ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα. Αξιοποιεί έτσι τη ρεβιζιονιστική ιδεολογία σαν όπλο για τη χειραγώγηση και ενσωμάτωση του κινεζικού λαού, πιστοποιώντας ταυτόχρονα πως τέσσερις δεκαετίες μετά την ανατροπή της επαναστατικής εξουσίας, δεν κατάφερε να εξαλείψει από τη συνείδηση του λαού όλα εκείνα που πρόσφερε το κομμουνιστικό κίνημα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, και επιβεβαιώνοντας την ισχυρή απήχηση που εξακολουθεί να διατηρεί το επαναστατικό έργο του Μάο.
Το κέντρο βάρους της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης μεταφέρεται στην Ασία, η οποία ήδη έχει γίνει ο μεγαλύτερος παγκόσμια παραγωγός, αλλά και καταναλωτής προϊόντων και υπηρεσιών, ασκώντας τεράστιες οικονομικές και πολιτικές πιέσεις στον δυτικό καπιταλιστικό κόσμο.
Ο ορισμός του στρατηγικού κινδύνου για τις ΗΠΑ, που είναι η ανάδειξη μιας δύναμης ή συνδυασμού δυνάμεων που θα κυριαρχήσουν στην Ευρασία, εμφανίζεται απειλητικά στον ορίζοντα.
Και καθώς η προοπτική να εκθρονίσει τα επόμενα χρόνια η Κίνα τις ΗΠΑ από την κορυφή φαντάζει σαν κάτι αδιανόητο, που δεν μπορεί να χωνέψει η αμερικανική ηγεσία, αυτή κηρύσσει φανερά και απροσχημάτιστα τον οικονομικό και πολιτικό πόλεμο ενάντια στην Κίνα. Στη βάση αυτή προχωρεί σε κλιμάκωση των πιέσεων, των εκβιασμών και των απειλών σε όλα τα επίπεδα -οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό- ενάντια στην Κίνα, ξεκίνησε ένα παγκοσμίων διαστάσεων εμπορικό πόλεμο, θέτοντας δασμούς σε όλα σχεδόν τα εισαγόμενα εμπορεύματα της Κίνας, επιταχύνει τη μεταφορά του μεγαλύτερου μέρους των στρατιωτικών της δυνάμεων από άλλα μέρη στη ζώνη της Ασίας-Ειρηνικού, και πραγματοποιεί γιγαντιαίων διαστάσεων αεροναυτικές ασκήσεις πολέμου συνεχώς στις θάλασσες της Ανατολικής Ασίας και του Ειρηνικού, ενώ οξύνει εκρηκτικά την κρίση στην Κορεατική Χερσόνησο και προκαλεί στρατιωτικά επεισόδια για τα διαφιλονικούμενα νησιά στις θάλασσες της Ανατολικής και Νότιας Κίνας, με σκοπό να πλευροκοπήσει την Κίνα από παντού, να την περιορίσει, καθυστερώντας όσο μπορεί την παγκόσμια οικονομική και πολιτική της επέκταση και επιρροή.
Όταν κλιμακώνεται η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα με τη συνέχιση των στρατιωτικών επεμβάσεων και πολέμων, που απειλούν να οδηγήσουν σε παγκόσμια ανάφλεξη, πρέπει σταθερά και επίμονα να θέσουμε στην πρώτη γραμμή το ζήτημα της αντιπολεμικής – αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Να ξεσκεπάσουμε την ιμπεριαλιστική υποκρισία και να καταδείξουμε τους πραγματικούς σκοπούς των πολέμων τους. Να σταθούμε στο πλευρό των λαών και των χωρών που γίνονται θύματα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας.