Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.

Οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 σημαδεύτηκαν από την ανέγερση των πολυκατοικιών στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Η στέγαση σε αυτές, τότε, αποτελούσε δείγμα κοινωνικής ανόδου για τους κατοίκους τους. Σήμερα πολλές από αυτές τις πολυκατοικίες, απαξιωμένες πολιτισμικά, διατηρούν ακόμα σημάδια της παλιάς αριστοκρατικής τους προέλευσης. Τις συναντάς σε ομοίως, (μέχρι σήμερα), απαξιωμένες – υποβαθμισμένες γειτονιές. Σαν την Κυψέλη, τα Πατήσια, τα Εξάρχεια.

Σε αυτή την π.Π. εποχή, την «προ Πλυντηρίου» εποχή, οι ταράτσες των πολυκατοικιών, σφύζανε από ζωή. Αιτία; το Πλυσταριό. Πλύσιμο ρούχων και άπλωμα της μπουγάδας από τις παρακόρες – υπηρέτριες της εποχής. Κοινωνική κριτική, δηλαδή κουτσομπολιό, ξεμαλλιάσματα, εκμυστηρεύσεις, απονενοημένα διαβήματα. Κάποιες από αυτές, τις πολυκατοικίες, διέθεταν και ατομικά πλυσταριά, ιδιοκτησίας ενός διαμερίσματος, όπως περίπου σήμερα τα διαμερίσματα έχουν ιδιόκτητα πάρκινγκ. Άλλοι καιροί, άλλες προτεραιότητες.

Τα χρόνια πέρασαν, το ηλεκτρικό πλυντήριο κυριάρχησε στη ζωή των γυναικών, κυρίως, γιατί οι άντρες… δεν. Οι ταράτσες εγκαταλείφθηκαν από τους ανθρώπους τους. Τα ανθεκτικότατα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και τα δακρυγόνα πουλιά, τα περιστέρια, κατέλαβαν ειρηνικά στους ελεύθερους από τους ανθρώπους χώρους, μέχρις…

Μέχρις ότου, κηρύχθηκε ο προσχηματικός Πόλεμος της Ταράτσας. Στα Εξάρχεια. Κηρύχτηκε πριν από περίπου 2 χρόνια και καλά κρατεί στην εικονική πραγματικότητα των ΜΜΕ. «Πηδάνε από ταράτσα σε ταράτσα και πετάνε μολότοφ και άλλα αντικείμενα», πληροφορούσαν οι ενσωματωμένοι δημοσιογράφοι, μαζί με μια χιλιοπαιγμένη εικόνα, στα δουλικά ΜΜΕ. Αφού αυτή ήταν η «πληροφόρηση», οι άνθρωποι άρχισαν να φαντάζονται πως τα Εξάρχεια, είναι μια γειτονιά, διαβολική, στην οποία δεν κυκλοφορείς μόνο από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αλλά υπάρχουν και άλλοι υπερυψωμένοι, μυστηριακοί δρόμοι, κοντά στον ουρανό, που μπορείς να τους διαβείς.

Το έργο παίχτηκε στο φετινό γιορτασμό του Πολυτεχνείου. Μέρες πριν η αστυνομία του Μητσοτάκη και του Χρυσοχοΐδη, προανήγγειλε: «η προσοχή της αστυνομίας, είναι στραμμένη στις ταράτσες…». Από τις χιλιάδες ταράτσες της γειτονιάς των Εξαρχείων, δυο επιλέχτηκαν για «σκηνικό» της αστυνομικής θεατρικής επιχείρησης. Τίποτα πρωτότυπο. Σε τέτοιες επιχειρήσεις, το τηλεοπτικό κοινό είναι εξοικειωμένο από τις χολυγουντιανές αστυνομικές σειρές, που βρίθουν στα σκουπιδοκάναλα. Πάνοπλες ομάδες των αμερικανικών ειδικών μονάδων, σπάζουν την πόρτα του κτιρίου που βρίσκονται οι «κακοί» και νικούν οι «καλοί».

Αλήθεια, τις σπασμένες πόρτες, ποιος θα τις πληρώσει; Οι κάτοικοι, ή η αστυνομία του Χρυσοχοΐδη; Και ο συνειρμός δημιουργείται αβίαστα. Αφού έτσι κάνουν στην προοδευμένη Αμερική, έτσι πρέπει να κάνουμε και εδώ στην Ελλάδα. Μόνο που στην Αμερική η θλιβερή πραγματικότητα των ραμποειδών και όχι της χολυγουντιανιάς, έχει αποτέλεσμα την εν ψυχρώ δολοφονία αναρίθμητων έγχρωμων εφήβων, ακόμα και ανθρώπων που βρίσκονται σε αναπηρικό καροτσάκι.

Το έργο παίχτηκε, επιλεκτικά, σε φωτιστικές συνθήκες Πίσα – Σκοτάδι. Για να μη φαίνεται ο άγριος ξυλοδαρμός περαστικών, η αστυνομική βία και τρομοκρατία, στα ερασιτεχνικά βίντεο των κινητών τηλεφώνων, που τραβούσαν οι περίοικοι. Τα ευρήματα από τον πόλεμο της Ταράτσας, θλιβερά ανόητα.

Μετά τον πόλεμο της Κορέας, τον «Άγνωστο Πόλεμο» της χούντας, ήρθε και ο πόλεμος της Ταράτσας. Και έπεται συνέχεια.

★★★

Η στήλη οφείλει να σας ενημερώσει. Για να γνωρίζετε. Να μην είστε αδαείς. Η Ντόρα, πατρός Μητσοτάκη, έβγαλε τον καλό της εαυτό και τον περιέφερε στα κανάλια: «Πρόσφυγες και μετανάστες να χρησιμοποιηθούν, (όσοι θέλουν), ως εργάτες γης. Με σπίτι και δουλειά…

Με ενοχλεί πάρα πολύ η έλλειψη ανθρωπιάς». Επίκληση ανθρωπιάς από την παράταξη του Άδωνι και του Πλεύρη, τώρα που η ΝΔ έχει κάτσει στα αγκάθια του μεταναστευτικού και προσπαθεί να χειριστεί τις ρατσιστικές της ρητορικές των προηγούμενων, χρόνων πολλών. Για να συμπληρώσει: «Είμαι περίεργη, πόσοι από τη Μόρια θα θελήσουν να δουλέψουν». Είναι πονόψυχη, μα αν οι άλλοι είναι απλώς… τεμπέληδες, παύει να πονά η ψυχή της.

Μα πού να δουλέψουν μανδάμ; Στα φραουλοχώραφα της Μανωλάδας, ή στις ελιές της Κρήτης. Και να μείνουν πού; Στα στρατιωτικά τολ, στα πέτρινα ερείπια της υπαίθρου, (χωρίς ηλεκτρικό και νερό), ή στην καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά; Και από τους φασιστο-νταήδες της περιοχής, θα τους προφυλάξετε προσωπικώς;

Τάνια