Η χρονική συγκυρία είναι, χωρίς αμφιβολία, ιδιαίτερα κρίσιμη: το πολυνομοσχέδιο για τα εργασιακά ψηφίζεται στη Βουλή αυτή την εβδομάδα. Ένα πολυνομοσχέδιο που κάνει ευθεία επίθεση σε θεμελιώδη δικαιώματα των εργαζομένων: αχρηστεύει στην πράξη τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, δίνοντας προτεραιότητα στην αύξηση των επιχειρηματικών κερδών. Προωθεί το φακέλωμα των μελών των σωματείων από το κράτος, μέσω της ηλεκτρονικής ψήφου στις διαδικασίες τους και της κατάρτισης ηλεκτρονικού μητρώου στο Υπουργείο Εργασίας. Ταυτόχρονα, καταφέρνει πλήγμα και στο δικαίωμα της απεργίας.
Την ίδια στιγμή, στον ιδιωτικό τομέα η εργοδοσία έχει ήδη αποθρασυνθεί και βρίσκει τα κατάλληλα πατήματα για να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τους εργαζόμενους. Είναι ήδη γνωστές οι κραυγαλέες περιπτώσεις της πτώχευσης του τουριστικού κολοσσού Thomas Cook, με χιλιάδες άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους εργαζόμενους που έμειναν στον αέρα, καθώς και η περίπτωση της NOKIA, που προγραμματίζει μαζικές απολύσεις μέχρι το τέλος του χρόνου – χαρακτηριστικά παραδείγματα εταιριών που εκπροσωπούν την καπιταλιστική ανάπτυξη.
Και τα παραπάνω είναι μόνο η αρχή – επίκειται η ψήφιση του νέου προϋπολογισμού, αφού πρώτα περάσει από τα γραφεία των θεσμών και ενσωματώσει όλα τα νέα μέτρα εις βάρος του εισοδήματος των φυσικών προσώπων. Αλλά και το ασφαλιστικό νομοσχέδιο είναι προ των πυλών και θα κατατεθεί στο άμεσο διάστημα, με στόχο να ισοπεδώσει ταμεία και ασφαλισμένους, προς όφελος του κεφαλαίου.
Ποια είναι, ωστόσο, η σημερινή στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών μπροστά σ’ αυτή την πολιτική;
Υποχώρηση, διάσπαση, απογοήτευση και, τελικά, αποδυνάμωση.
Αντί να θέσει φρένο στα επερχόμενα μέτρα, αντί να ενημερώσει και να βγάλει τους εργαζόμενους και τους ανέργους στο δρόμο, κρατάει το κίνημα συνειδητά καθηλωμένο. Μετά τις ασυντόνιστες προσπάθειες για απεργία και τις μικρής μαζικότητας διαδηλώσεις στις 24 Σεπτεμβρίου και στις 2 Οκτωβρίου, είναι χαρακτηριστικό ότι τα ανώτερα συνδικαλιστικά όργανα της χώρας, ΓΣΕΕ (με διορισμένη πλέον ηγεσία) και ΑΔΕΔΥ, αλλά και οι Ομοσπονδίες και τα Εργατικά Κέντρα τήρησαν σιγή ιχθύος την εβδομάδα ψήφισης του “αναπτυξιακού πολυνομοσχεδίου”.
Αντί να υπάρξει συνέχεια στους αγώνες που ξεκίνησαν της 24.9 και 2.20, οι ελεγχόμενες από τις ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ συνδικαλιστικές ηγεσίες πάγωσαν κάθε συνδικαλιστική κινητοποίηση, υποταγμένες στα σχέδια της κυβέρνησης και των εργοδοτών. Αντί να δοθεί μια μαζική διέξοδος στους εργαζόμενους, να ανοιχθεί ο δρόμος να διεκδικήσουν και να παλέψουν για τα δικαιώματά τους, τους επιβάλλεται σιωπή.
Από την άλλη πλευρά το ΠΑΜΕ “απαντά” σε αυτήν την πολιτική των ηγεσιών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, των Ομοσπονδιών και των Εργατικών Κέντρων με την επαναλαμβανόμενη πρακτική της διάσπασης απεργιακών κινητοποιήσεων (όπως έκανε στις 24.9 και στις 2.10) και με μια παραταξιακή κινητοποίηση, όπως αυτή του ΠΑΜΕ της 17. 10 που δεν μπορεί να φέρει μαζική αγωνιστική κινητοποίηση.
Με αυτά τα δεδομένα και καθώς τα αντεργατικά μέτρα της κυβέρνησης της ΝΔ θα έρχονται απανωτά τι πρέπει να γίνει;
Για την ΕΡΓΑΣ η απάντηση στην παρούσα κατάσταση είναι μία:
Οι εργαζόμενοι πρέπει να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, να μιλήσουν για τα προβλήματά τους, να ενεργοποιηθούν στους χώρους δουλειάς και, κατ’ επέκταση, στα σωματεία τους, και να ξεφύγουν από την αδράνεια που τους επιβάλλουν οι κυρίαρχες συνδικαλιστικές δυνάμεις.
Πρέπει να επιμείνουν στην πάλη τους για την αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στα συνδικάτα, να εναντιωθούν στην παθητικότητα που προκαλεί η απογοήτευση και η στάση των συνδικαλιστικών ηγεσιών, να εναντιωθούν σε λαθεμένες αντιλήψεις που μπροστά στις συνδικαλιστικές δυσκολίες κηρύττουν την φυγή από τα συνδικάτα και βάζουν στη θέση του συνδικαλιστικού αγώνα μεταμφιεσμένα παραταξιακά υποκατάστατα, να ξεπεράσουν τα όποια εκφυλιστικά και διασπαστικά φαινόμενα και να πιέσουν για να ανοίξουν μαζικές διαδικασίες στους χώρους δουλειάς και να ληφθούν αποφάσεις για την ανάπτυξη ενός πραγματικά μαζικού και ενωτικού αγώνα, που θα υψώσει φράγμα στην εξελισσόμενη νέα αντεργατική επίθεση της κυβέρνησης της Δεξιάς.