Διαχρονικά οι κυβερνήσεις της ντόπιας ολιγαρχίας επαίρονται για τις επιδόσεις του τουρισμού, που αποτελεί τη λεγόμενη “βαριά βιομηχανία της χώρας “. Σύμφωνα μάλιστα με την ανακοίνωση του αρμόδιου υπουργείου (Γενάρης 2019), “το 2018 αποτέλεσε την καλύτερη χρονιά στην ιστορία, τα έσοδα ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο… υπολογίζονται ότι συνολικά θα ξεπεράσουν κατά πολύ τα 21 δις ευρώ. “
Με τη σειρά του το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ) προαναγγέλλει πως “τα καλύτερα έρχονται ” για τους μεγαλοεργοδότες του κλάδου, αφού “το πρώτο εξάμηνο του 2019 παρουσιάζεται αύξηση εσόδων που υπερβαίνει τα 700 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με πέρυσι “.
Πίσω, ωστόσο, από τις φανταχτερές βιτρίνες των χλιδάτων ξενοδοχείων κρύβεται η πραγματικότητα του εργασιακού κάτεργου για τους εκατοντάδες χιλιάδες “απασχολούμενους “, με την “κανονικότητα ” της εξαθλίωσης να επιδεινώνεται δραματικά κατά τη μνημονιακή περίοδο.
Ακόμα και το περιβόητο ΙΝΣΕΤΕ καταγράφει αύξηση της μερικής (μαύρης, συχνά απλήρωτης και υπερεντατικοποιημένης) απασχόλησης κατά 144,2% (από 25.000 σε 60.000) την εν λόγω δεκαετία.
Είναι χαρακτηριστικό πως και “με το γράμμα του νόμου “, οι εργαζόμενοι καθίστανται κυριολεκτικά έρμαιο στις ορέξεις των μεγαλοξενοδόχων. Πιο συγκεκριμένα, στην τελευταία κλαδική σύμβαση προβλέπεται ρητά η καθημερινή εργασία “τους θερινούς μήνες για την περίοδο από 1η Ιουνίου έως 30 Σεπτεμβρίου και τους χειμερινούς μήνες από 15 Δεκέμβρη έως 15 Φλεβάρη, εφόσον η πληρότητα είναι πάνω από 70% “.
Στο όνομα εξάλλου της “ανάπτυξης “, πληθαίνουν και τα ποσοστά των ενοικιαζόμενων (μέσω των κακόφημων “γραφείων ευρέσεως εργασίας “), όπως και των πρακτικάριων φοιτητών, ενώ τα “ατυχήματα ” με φόντο την υπερεκμετάλλευση και την παντελή έλλειψη μέτρων υγιεινής και ασφάλειας αυξήθηκαν κατά 580% την επταετία 2009-2016.
Στα πλαίσια αυτά, οι απειλές και η χρήση βίας εκ μέρους της ασύδοτης εργοδοσίας αποτελούν το απαραίτητο συνοδευτικό της καταστρατήγησης και των στοιχειωδέστερων εργατικών δικαιωμάτων.