Όταν το ξέσπασμα ενός σκανδάλου διαφθοράς και διασπάθισης δημόσιου χρήματος στη σημερινή Ισπανία απειλεί να τραυματίσει ανεπανόρθωτα το κύρος του κυβερνώντος κόμματος, η εμπλεκόμενη (και ευθυνόμενη) ηγεσία αποφασίζει να θυσιάσει τον ραγδαία ανερχόμενο περιφερειακό γραμματέα Μανουέλ Λόπεζ-Βιδάλ.
Ο Βιδάλ αρνείται παρ’ όλα αυτά να “καεί” και ρίχνεται σ’ ένα ξέφρενο αγώνα επιβίωσης, απειλώντας ν’ αποκαλύψει πράγματα και πρόσωπα (μεταξύ των οποίων κορυφαίους κυβερνητικούς αξιωματούχους) που ενέχονται στην υπόθεση.
Η αναμέτρηση είναι βίαιη, αιματηρή και ανελέητη.

Το πολιτικό θρίλερ ως ιδιαίτερο κινηματογραφικό είδος που “πάτησε” στα χνάρια του νουάρ και του αστυνομικού θρίλερ, με ανάλογη έμφαση στην κλιμάκωση της αγωνίας, γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας τη 10ετία του ’70, όταν το φούντωμα του αντιπολεμικού κινήματος που πυροδοτήθηκε μετά την αμερικανική στρατιωτική επέμβαση στο Βιετνάμ, αντανακλούσε σ’ όλο το φάσμα των τεχνών στην εξεγερμένη Αμερική και δη στον κινηματογράφο, όπου τα διαμαντάκια διαδέχονταν το ένα το άλλο: “Σέρπικο” του Σίντνεϊ Λιούμετ (1973), “Υπόθεση Παραλλάξ” του Άλαν Πάκουλα (1974), όπου εκτίθεται απροκάλυπτα ο σκοτεινός ρόλος της CIA στα πολιτικά πράγματα, “Τρεις μέρες του Κόνδορα” (1975), η καλύτερη ίσως ταινία του Σίντνεϊ Πόλλακ που ξεδιπλώνει αριστουργηματικά την εγκληματική φυσιογνωμία της αμερικανικής Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, “Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου” (1976) επίσης του Πάκουλα, η εμπνευσμένη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη της αποκάλυψης του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ από τους δημοσιογράφους της Ουάσιγκτον Ποστ, Μπερνστάιν και Γούντγουορντ.
Εξαιρετικά πολιτικά θρίλερ έκανε και ο Κώστας Γαβράς, για να θυμηθούμε το “Ζ” του 1969 (υπόθεση Λαμπράκη), ή τον “Αγνοούμενο” του 1982, εμπνευσμένο από την πραγματική ιστορία του δολοφονημένου αμερικανού δημοσιογράφου Τσάρλι Χόρμαν στη Χιλή του Αουγκούστο Πινοσέτ.
Ο Τραμπ και οι ακροδεξιές του ακρότητες επαναπυροδότησαν την τάση για πολιτικό σχολιασμό στον αμερικάνικο κινηματογράφο, και το 2018 παρακολουθήσαμε δυο ενδιαφέροντα πολιτικά θρίλερ με άμεση αναφορά στην σχετικά πρόσφατη αμερικάνικη ιστορία (“The Post” του Στήβεν Σπίλμπεργκ, Vice: δεύτερος στην ιεραρχία” του Άνταμ Μακ Κέι).
Καθαρόαιμο πολιτικό σινεμά πρώτης τάξης έκαναν κι οι λατινοαμερικάνοι κινηματογραφιστές μετά την αποκαθήλωση των διαφόρων δικτατοριών (βλ. Χιλή και Αργεντινή), εντρυφώντας κατά μείζονα λόγο στην ευθεία πολιτική καταγγελία, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινότερες λεπτομέρειες των χουντικών εγκλημάτων (“Χουάν Μορέιρα” του Αργεντινού Λεονάρδο Φάβιο, “Η μάχη της Χιλής” και “Υπόθεση Πινοσέτ” του Χιλιανού Πατρίσιο Γκουσμάν). Το θρίλερ ωστόσο στις διάφορες εκδοχές του γνωρίζει νέα άνθιση τα τελευταία χρόνια στην Ισπανία (“Το μπαρ”, “Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου”, “Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει”) κι ο Ροδρίγκο Σορογκογιέν με τη δεύτερη μόλις μεγάλου μήκους ταινία του (μετά το “Κανείς δεν μπορεί να μας σώσει” του 2016), δείχνει να γνωρίζει καλά τους κανόνες του είδους.
Παίζοντας ευφυώς με το σασπένς, ο 38χρονος Ισπανός κινηματογραφιστής τοποθετεί τον ήρωα του στο επίκεντρο μιας τυπικής υπόθεσης πολιτικής διαφθοράς (η οποία παραπέμπει εμμέσως στο σκάνδαλο που προκάλεσε την πτώση του Μαριάνο Ραχόι), όχι τόσο για να φωτογραφίσει την πολιτική πραγματικότητα στη σημερινή Ισπανία, όσο για να σχολιάσει τη διαχρονική φύση της εξουσίας, και σε δεύτερο πλάνο, τον βαθύτερο χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας.
Σε συνέντευξή του, με αφορμή την κυκλοφορία του “Ο έκπτωτος”, ο ίδιος σημειώνει: “Εμπνεύστηκα την ταινία μου στο μεγαλύτερο μέρος της από ένα πραγματικό περιστατικό πολιτικής διαφθοράς στη χώρα μου πριν από 3-4 χρόνια, το οποίο εμφανίστηκε στις ειδήσεις και πήρε αμέσως μεγάλες διαστάσεις. Αυτό το περιστατικό το διάνθισα με διάφορες άλλες επινοημένες ή πραγματικές καταστάσεις και περιφερειακούς χαρακτήρες, προκειμένου να γίνει η ταινία κινηματογραφικά και αφηγηματικά πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και προκειμένου να μην υπάρχει άμεσα συσχέτιση με τα πραγματικά γεγονότα. Άλλαξα σίγουρα τα ονόματα, ένωσα κάποιες φορές δύο υπαρκτές προσωπικότητες σε έναν ήρωα της ταινίας, έκανα διάφορες σεναριακές αλχημείες προκειμένου να είναι η ταινία ένα προϊόν μυθοπλασίας εμπνευσμένο από πραγματικά και γνώριμα γεγονότα.
Θα ήταν πολύ θλιβερό να ομολογήσουμε πως υπάρχει ένα γονίδιο διαφθοράς στους μεσογειακούς λαούς, ωστόσο πιστεύω πως υπάρχει ένας κοινός τρόπος συμπεριφοράς στην πολιτική ζωή, στον δημόσιο λόγο και βίο και κυρίως στην αντιμετώπιση των πολιτικών κρίσεων. Είμαστε πιο ανεκτικοί στα φαινόμενα διαφθοράς γιατί έχουμε συνηθίσει σ’ αυτά σ’ όλες τις βαθμίδες διοίκησης, από τα χαμηλότερα μέχρι τα υψηλότερα κλιμάκια. Κι ίσως τελικά να έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν, αφού αυτοί αντικατοπτρίζουν το πολιτικό μας ήθος. Γι’ αυτό και η ταινία μου κλείνει με μια ερώτηση που απευθύνεται ουσιαστικά προς το θεατή, ο οποίος καλείται να δώσει τη δική του απάντηση.
Δεν ήθελα να κάνω ένα συνηθισμένο πολιτικό θρίλερ. Επιδίωξα έναν ασθματικό ρυθμό προκειμένου να συντονιστεί ο θεατής με την πορεία του κεντρικού ήρωα, να ζήσει ακριβώς την ίδια περιπέτεια, χωρίς να μπορεί ούτε αυτός να προλάβει να σκεφτεί δεύτερη φορά, να ζυγίσει τις επιλογές του ή να υποκύψει στις αμφιβολίες του. Από την αρχή υπάρχει μια διαρκής ένταση που ωθεί στη δράση, χωρίς ερωτήματα και δεύτερες σκέψεις. Και φυσικά δεν ήθελα ο θεατής να βαρεθεί ούτε ένα δευτερόλεπτο.
Αισθάνομαι πολύ τυχερός και ευτυχής που ο ισπανικός κινηματογράφος γνωρίζει τα τελευταία χρόνια τόσο μεγάλη εμπορική και καλλιτεχνική απήχηση διεθνώς. Αυτό βέβαια συμβαίνει κατά καιρούς με διάφορες εθνικές κινηματογραφίες, όπως πχ με την έκρηξη του μεξικανικού σινεμά πρόσφατα. Αυτό είναι από μια άποψη λογικό. Από μια άλλη, είναι και θέμα τύχης. Οι δύο προηγούμενες ταινίες μου είχαν πολλούς θεατές σε πολλές χώρες και φυσικά χαίρομαι γι’ αυτό, αλλά δεν αισθάνομαι ότι ανήκω σε κανένα κύμα αναγέννησης του ισπανικού θρίλερ. Ούτε πιστεύω πως ανήκω σε κάποιο καλλιτεχνικό κίνημα. […] ”
Χαρακτηριστικά ρεαλιστικοί διάλογοι και καταστάσεις, φρενήρης ρυθμός, αριστοτεχνική χρήση της κάμερας, κι ένα απρόσμενο, ανατρεπτικό φινάλε, σ’ αυτήν την τολμηρών προθέσεων, καλοφτιαγμένη ταινία, που υπηρετείται υποδειγματικά όχι μόνο από τον βασικό πρωταγωνιστή, τον Αντόνιο ντε Λα Τόρε, αλλά κι απ’ όλους τους ερμηνευτές που τον πλαισιώνουν.
Επτά βραβεία Γκόγια, μεταξύ των οποίων καλύτερης σκηνοθεσίας, πρώτου και δεύτερου ανδρικού ρόλου.

Θέμις