Αργήσαμε, σύντροφε. Αργήσαμε πολύ.
Πρέπει να πούμε το δικό μας τραγούδι.

Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ‘σουν δυο φορές το χρόνο. Ο μήνας ο Συκολόγος, (συγκομιδή των σύκων), ο Πεντεφάς, (επειδή από την αφθονία των καρπών, μπορείς να φας και πέντε φορές την ημέρα), ο Τραπεζοφόρος.

Αύγουστος και αντάμωση – παλιές φιλίες – αναμνήσεις παιδικές – ερήμωση – ξενιτιά.

Αύγουστος και πανηγύρια. Στην άκρη, της μιας άκρης της πατρίδας. Στην Ήπειρο. Εκεί που το πανηγύρι δεν είναι, ακόμα, κακή απομίμηση των μπουζουξίδικων. Όπως και σε κάθε άκρη.

Τι άλλο είναι τα πανηγύρια, από τραγουδισμένες αναμνήσεις, ανέκδοτα του χωριού και του σογιού, παραμύθια και θρύλοι, έκκληση στην απαγορευμένη αγάπη. «Μωρή κοντούλα λεμονιά/ με τα πολλά λεμόνια, Βησσανιώτισσα/ δε σ’ είδα ψες κι αρρώστησα/ κι ούτε γιατρό δε φώναξα/…/Χαμήλωσε τους κλώνους σου να κόψω ένα λεμόνι…». Κατάρα για τη μαύρη ξενιτιά. «Ο θάνατος κι η ξενιτιά, η πίκρα κι η ορφάνια/ τα τέσσερα ζυγίστηκαν, βαρύτερα ειν’ τα ξένα».

Το Ωωω! του ανθρώπου, ανταπάντηση στη λαλιά του κλαρίνου. Η λαλιά του κλαρίνου, ανταπάντηση στον άνεμο στη χαράδρα του πανύψηλου βουνού.

Ο παππούς που επιβλέπει με στοργή τη «φούρλα» της εγγονής, κρατώντας περήφανα το χέρι της. Αυστραλία. Ποιός υπολογίζει την απόσταση… Η μωρομάνα με το μωρό στην αγκαλιά, στις στροφές του χορού. Κι οι νιούτσικοι, παρέες -παρέες στον κύκλιο χορό. Σκαλισμένοι στη μνήμη οι ήχοι των τραγουδιών της πατρίδας.

Το απλωμένο χέρι του πρώτου στο χορό, για το ίσο, την ισορροπία, για τη λεβεντιά των λαϊκών ανθρώπων. Ωωωχ! Ωωω! Το απλωμένο χέρι του τελευταίου του χορού, προσκαλεί τον επόμενο να συμμετέχει, να προστεθεί στην ατέλειωτη σπείρα της ζωής.

Στενεμένοι οικονομικά οι προπαππούδες, μα το πανηγύρι ήταν για όλους. Για τις νιές και τις γριές. Για τις ωραίες και τις άσχημες. Για τους γέρους και τα παλληκάρια. Για τους αρχόντους και τους ποπολάρους. Ταξική συνεργασία; Όχι. Σπονδή για την κοινωνία όπου όλοι θα είναι ίσοι. Στενεμένα και τα δισέγγονα, που γυρίζουν για λίγο στις ρίζες, για να βρεθούν με τον παππού και τη γιαγιά. Στενότητα οικονομική, ίσως όχι σαν των παππούδων, μα το ταξίδι της επανένωση, σχεδιάζεται προσεχτικά στον ετήσιο οικονομικό κορβανά. Ταξίδι προς το χωριό, από τις πόλεις, τις χώρες, τις τέσσερεις γωνιές της γης. Ταξίδι σε δρόμους φιδίσιους, στενούς, που σκαρφαλώνουν το βουνό για να φτάσουν στα, σκηνογραφικά αξεπέραστα, χωριά, που ο «Τουρισμός -βαριά βιομηχανία» δεν τα μαγάρισε, αλλά το χειμώνα η ερήμωση τα πλακώνει σαν καταχνιά.

Τα πανηγύρια του Αυγούστου, ενώνουν τις γενιές. Ωωωχ! Ξενιτεμένο μου πουλί, εκεί στα ξένα που ‘σαι…

Όλο και μεγαλύτερη η ανάγκη των νεώτερων, να ακουμπήσουν τις ρίζες. Να μετέχουν στα αστεία και τις θυμοσοφίες των γεροντότερων, που διατηρούν ακέραια τη φρεσκάδα τους και κατά κανόνα δημιουργήθηκαν σε ντοπιολαλιές, που σήμερα φαντάζουν νεκρές. Λαλιές που χάθηκαν (;) από την κοντόθωρη θεώρηση της «καθαρότητας της πατρίδας».

Τα αρβανιτοχώρια της Θήβας, βάλθηκαν να ανακαλύψουν ξανά την αρβανίτικη ντοπιολαλιά. Δυσκολοπρόφερτη λαλιά, μιας και απουσιάζουν συχνά τα φωνήεντα από τις λέξεις. Αποτέλεσμα; Κμπστρμπρ.

Κμπστρμπρ. Και όμως, είναι μια λέξη. Χωρίς κανένα φωνήεν! Για τον στραβοπόδη, τον ατσούμπαλο. Δοκιμάστε τώρα να προσθέσετε το «ου» ανάμεσα στα σύμφωνα για να εξασκηθείτε στην προφορά. Κάντε το, ας πούμε, κουμπουστρουμπουρου. Πείτε το πολλές φορές, για να το συνηθίσετε. Προσπαθήστε ξανά να αφαιρέσετε τα «ου». Δύσκολο ε;
Δεν πάει να σημαίνει ότι θέλει η λέξη. Βάλτε τη στο λεξιλόγιό σας, σε πείσμα των παγκοσμιοποιημένων Αγγλικών, του «πολίτικαλι κορέκτ», του «γκιβ μι φάιβ». Βάλτε κοντά της, οποιαδήποτε άλλη λέξη, από οποιαδήποτε ντοπιολαλιά σας αρέσει. Μόνο όταν ένας λαός ακουμπάει στις λαϊκές του ρίζες, μπορεί να σηκώσει το ανάστημά του. Χορέψτε με Διονυσιακή μέθη, τα τσάμικα, τα καγγέλια και τους μπάλλους. Κάθε λαός έχει τον ολότελα δικό του τρόπο να χαρεί και να θρηνήσει. Κμπστρμπρ.
«Από Μάρτη καλοκαίρι, κι από Αύγουστο χειμώνας»; Χειμώνας μόνο ημερολογιακά. Γιατί από νομοσχέδια; Βιομηχανία.

Τάνια