Συνεχίζονται με αμείωτη ένταση οι λαϊκές κινητοποιήσεις με αφορμή τη σύλληψη του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης, Ιμάμογλου, και άλλων 100 ατόμων, την Τετάρτη (19/3).
Η Τουρκία είναι «καζάνι που βράζει», λόγω της αστυνομοκρατίας και του μπαράζ συλλήψεων τουλάχιστον 2.000 διαδηλωτών, κύρια φοιτητών και μαθητών, που βασανίζονται στα κρατητήρια της Κωνσταντινούπολης. Δεκάδες έχουν τραυματιστεί, ενώ τουλάχιστον δέκα δημοσιογράφοι, έχουν συλληφθεί.

Η πλατεία Ταξίμ, «καρδιά» της Πόλης, έχει αποκλειστεί από την περασμένη Κυριακή, ανήμερα των προκριματικών εκλογών του κεμαλικού CHP, όταν 15 εκατομμύρια πολίτες (από τα οποία μόνο τα 1,6 εκατ. ήταν μέλη του CHP) υπερψήφισαν τη μοναδική προεδρική υποψηφιότητα για τις προεδρικές εκλογές, του Ιμάμογλου, όποτε αυτές προκηρυχθούν, παρότι είχε προφυλακιστεί το ίδιο πρωί για την κατηγορία της διαφθοράς και της παροχής βοήθειας στο ΡΚΚ. Η διαφθορά, που διαποτίζει ολόκληρο το αστικό πολιτικό σύστημα, αποτελεί τετριμμένο πια όπλο για τη «δικαστική» εξόντωση των αντιπάλων, που δεν μπορούν να νικηθούν με την εξαγορά, την εκλογική παραπλάνηση και τη δημαγωγία. Το κυβερνών κόμμα και ο Ερντογάν με τα προκλητικά παλάτια και τον ζάπλουτο οικογενειακό του περίγυρο δε δικαιούται να επικαλείται την κάθαρση. Όσο για την κατηγορία της προσέγγισης με το «τρομοκρατικό» ΡΚΚ, αυτή συνέπεσε με την έκκληση Οτσαλάν, που προετοίμασε και πανηγυρικά υποδέχθηκε ο Ερντογάν, προκειμένου να προσεγγίσει τον πολυάριθμο κουρδικό πληθυσμό με στόχο να κερδίσει μια νέα προεδρική θητεία. Σύμφωνα με το ισχύον τουρκικό Σύνταγμα ο Ερντογάν δε θα έχει δικαίωμα να θέσει ξανά υποψηφιότητα για την προεδρία το 2028. Ωστόσο, μπορεί να είναι υποψήφιος πριν το 2028 σε πρόωρες εκλογές ή …να αλλάξει το Σύνταγμα.

Η απροσχημάτιστα αυταρχική διακυβέρνηση του σουλτάνου είναι αυτή που ξεχειλίζει τη λαϊκή οργή. Παρά την αστυνομική βία, συνεχίζονται οι διαδηλώσεις, όχι μόνο στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και τη Σμύρνη, αλλά και σε μικρότερες πόλεις και κωμοπόλεις της Τουρκίας, σε μια ισχυρή έκφραση της κοινωνικής δυσαρέσκειας και της αντίθεσης προς την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος και του Τούρκου προέδρου. Σχεδόν κάθε βράδυ, δεκάδες χιλιάδες, διαδηλωτές γεμίζουν την πλατεία έξω από το δημαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Αψηφούν τα δακρυγόνα, τις αντλίες νερού και τις σφαίρες από καουτσούκ. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί πολύμορφοι. Τα αυτοκίνητα και λεωφορεία που μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη υποβάλλονται σε αυστηρό έλεγχο, το Διαδίκτυο υπολειτουργεί. Εκατοντάδες συλλήψεις διαδηλωτών πραγματοποιούνται με αστυνομικές επιδρομές σε σπίτια και εκπαιδευτικά ιδρύματα. Σε πείσμα της εκτεταμένης διαπλοκής κλείνουν επιχειρήσεις που «πρόσκεινται» στην αντιπολίτευση, ενώ «κατέβηκε» ακόμα και η πλατφόρμα του μποϊκοτάζ που εξήγγειλε το αντιπολιτευόμενο CHP ενάντια σε επιχειρήσεις, που συνδέονται με την κυβέρνηση. Μετά και τη σύλληψη και του συνηγόρου του προφυλακισμένου Ιμάμογλου (ο συνήγορος αργότερα αφέθηκε ελεύθερος υπό όρους) η αντιπολίτευση έκανε λόγο για κυβερνητικό «πραξικόπημα κατά της δημοκρατίας» από την κυβέρνηση του AKP.

Στο στόχαστρο μπήκαν και τα τηλεοπτικά κανάλια που μετέδιδαν τις κινητοποιήσεις: ανεστάλη η άδειά τους από το Ανώτατο Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (RTÜK). Παρότι έχουν απαγορευθεί οι συγκεντρώσεις, αυτό δεν εμπόδισε κύρια τη νεολαία, να συνεχίσει τις κινητοποιήσεις, και το CHP να πραγματοποιήσει μεγάλη συγκέντρωση στο Μάλτεπε, το περασμένο Σάββατο, για την απελευθέρωση του Ιμάμογλου. Στο μεταξύ τριπλασιάστηκε η αργία για το Ραμαζάνι από τρεις σε εννέα μέρες, για να διευρυνθεί με ισλαμικούς όρους η απαγόρευση των συγκεντρώσεων.
Το υπόβαθρο της θυελλώδους αντιπαράθεσης και της όξυνσης της πολιτικής κρίσης βρίσκεται στον ενισχυμένο ρόλο που διαδραματίζει η τουρκική πλουτοκρατική ολιγαρχία στη διεθνή σκηνή, τα τελευταία χρόνια. Η υποβόσκουσα σύγκρουση των ανταγωνιζόμενων μερίδων της μεγάλης αστικής τάξης της Τουρκίας σχετικά με τον γενικό προσανατολισμό της χώρας, τροφοδοτεί και ανατροφοδοτείται από την πολιτική αντιπαράθεση.

Σε μια ευνοϊκή διεθνή συγκυρία, ο Ερντογάν δεν αισθάνεται καμιά πίεση από το εξωτερικό. Η Ουάσιγκτον διαπιστώνει ότι «υπάρχουν πολλά καλά, θετικά νέα που έρχονται από την Τουρκία» και ο ίδιος ο Τραμπ λέει για την Τουρκία ότι είναι «μια καλή χώρα» και ο Ερντογάν ένας «καλός ηγέτης». Ταυτόχρονα οι Βρυξέλλες πιστοποιούν ότι «η Τουρκία πρέπει να αναγνωρίζεται ως κεντρικός εταίρος σε όλες τις προσπάθειες» ειδικά στους τομείς της «ευρωπαϊκής άμυνας». Έτσι ο Τούρκος πρόεδρος αποδίδει στην αντιπολίτευση ότι επιδιώκει το χάος μιλώντας για «τα περιστατικά που μετατράπηκαν σε βίαιο κίνημα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα». Αντίθετα ο επικεφαλής του CHP, Οζέλ, εμφανίζεται σαν πιστότερος υποστηριχτής των δυτικών ιμπεριαλιστών υποστηρίζοντας «την ενσωμάτωση της χώρας μας στη Δύση και μια ισχυρή συμμαχία με το ΝΑΤΟ» σε αντιδιαστολή με την κυβέρνηση του ΑΚΡ, που οι πολιτικές της, κατά τον Οζέλ, «αποτελούν εμπόδιο και παρασύρουν την Τουρκία σε παράνομο μονοπάτι», συμπεραίνοντας ότι «οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και άλλες δημοκρατικές χώρες θα πρέπει να συνεχιστούν με τη μορφή ανοιχτού διαλόγου».

Σ’ αυτό το πλαίσιο οι αντιδράσεις στις πραξικοπηματικές μεθοδεύσεις του Ερντογάν των κατά τα άλλα υποστηρικτών των «δημοκρατικών αξιών και ελευθεριών» είναι από ανύπαρκτες μέχρι απλά παραινετικές. «Δε μας αρέσει να βλέπουμε τέτοια αστάθεια στη διακυβέρνηση μιας χώρας που είναι τόσο στενός σύμμαχος», δηλώνει ο Αμερικανός ΥΠΕΞ, Ρούμπιο, συμπληρώ­νοντας ότι ο Τραμπ είχε «πολύ καλή σχέση εργασίας με τον κ. Ερντογάν κατά την πρώτη του θητεία» και σαν σύμμαχοι «θέλουμε να συνεργαστούμε μαζί τους στη Συρία και αλλού». Αλλά και ο Μακρόν, συνυπολογίζοντας και τις «δικές του» δικαστικές επιχειρήσεις ενάντια στη Λεπέν, υποστήριξε ότι «η Τουρκία χρειάζεται την Ευρώπη και η Ευρώπη χρειάζεται την Τουρκία», αποδίδοντας μάλιστα στην Τουρκία ρόλο υπεράσπισης των ευρωπαϊκών συνόρων καθώς «η Ευρώπη χρειάζεται όμως μια Τουρκία που αναλαμβάνει τις ευθύνες της για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, (και) συνεχίζει τη δημοκρατική της πορεία σεβόμενη τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει», υπονοώντας έμμεσα και το τείχος προστασίας από τις μεταναστευτικές ροές. Στην ίδια κατεύθυνση και το βρετανικό Φόρεϊν Όφις επισήμανε ότι «αναμένουμε σεβασμό για τις διεθνείς δεσμεύσεις που μοιραζόμαστε» με την Τουρκία, στο πλαίσιο μιας ισχυρής και σημαντικής σχέσης με την Τουρκία.