Με το χοντροκομμένο ψέμα πως η κυβέρνηση «στηρίζει σταθερά και στα πλαίσια των δυνατοτήτων της οικονομίας το διαθέσιμο εισόδημα όλων των συμπολιτών μας, ειδικά των πιο αδύναμων» ανακοινώθηκε μια ευτελής αύξηση του κατώτατου μισθού.
Από την 1η Απρίλη ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα αυξήθηκε κατά 6,02%, στις μικτές αποδοχές των εργαζομένων, φτάνοντας στα 880 ευρώ. Η αύξηση αυτή σημαίνει ότι οι μικτές αποδοχές αυξάνονται κατά 50 ευρώ τον μήνα, φέρνοντας τις καθαρές στα 743 ευρώ, αφού υπολογιστούν όλες οι κρατήσεις και οι ασφαλιστικές εισφορές.
Ο κατώτατος μισθός είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάνε όλοι οι υπόλοιποι μισθοί. Θυμίζουμε ότι αυτός είναι το κατώτατο όριο αμοιβής για ανειδίκευτη εργασία, πλήρους – κανονικού ωραρίου. Ότι πάνω από αυτόν πρέπει να κινούνται όλοι οι υπόλοιποι μισθοί που αμείβουν ειδικευμένη εργασία. Αυτός καθορίζει και το ύψος των τριετιών, δηλαδή της αύξησης της αμοιβής ανάλογα με τα χρόνια εργασίας. Καθορίζει ακόμα μια σειρά επιδόματα, συνολικά 19 (όπως το επίδομα μητρότητας, γάμου και γονικής άδειας), με βασικότερο αυτό του επιδόματος ανεργίας.
Παρόμοια αύξηση θα δουν και εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα. Συνολικά, θα καθορίσει τις αμοιβές περίπου 1,5 εκατομμυρίων εργαζομένων. Η κυβέρνηση και τα στελέχη της ΝΔ κοροϊδεύουν τους χειμαζόμενους εργαζόμενους με το να παρουσιάζουν την πενιχρή αυτή αύξηση ως ένα ικανοποιητικό βήμα, όταν, στην πραγματικότητα, αντιστοιχούν για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα 34 ευρώ καθαρά τον μήνα, δηλαδή μόλις 1,1 ευρώ την ημέρα, με το αντίστοιχο ποσό να είναι πολύ μικρότερο για τους εργαζόμενους στο δημόσιο.
Η κυβέρνηση εξακολουθεί να συμπιέζει τον κατώτατο μισθό που έχει καταβαραθρωθεί από την εποχή των μνημονίων έχοντας, ήδη από πέρυσι, ψηφίσει νόμο (που μονιμοποίησε τον αντίστοιχο μνημονιακό νόμο του 2012) με τον οποίο κατάργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και μονομερώς καθορίζει όπως θέλει αυτή το ύψος του κατώτατου μισθού. Με τον τρόπο αυτό και με το γεγονός ότι μόνο το 25% των εργαζομένων καλύπτεται από κάποια Συλλογική Σύμβαση (στοιχεία του 2024) οι εργαζόμενοι έχουν γίνει έρμαια στις απαιτήσεις των εργοδοτών και η αγοραστική δύναμη των μισθών τους βρίσκεται σε μια πορεία βύθισης.
Μπορεί ο Κ. Μητσοτάκης να επιδίδεται στην ψευδολογία ότι «βασικός στόχος είναι η ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των μισθωτών και της αγοραστικής τους δύναμης», όμως τα στοιχεία της Eurostat φέρνουν τη χώρα μας στη 26η θέση από τους 27 του ευρωπαϊκού μπλοκ σε αγοραστική δύναμη, καταρρίπτοντας όχι μόνο τις δηλώσεις, αλλά και τα όποια ψευτοεπιχειρήματα προσπαθεί να επιστρατεύσει η κυβέρνηση.
Δεν είναι όμως μόνο η πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που επηρεάζει την αγοραστική δύναμη του εργαζόμενου. Είναι και το γεγονός ότι αφήνει αμετάβλητα για μια ακόμη χρονιά τα όρια του αφορολόγητου εισοδήματος και οι εργαζόμενοι που θα το υπερβούν λόγω της αύξησης θα πρέπει να καταβάλουν τμήμα της στην εφορία. Δηλαδή να το επιστρέψουν στα κρατικά ταμεία και να έχουν μικρότερη αύξηση στον καθαρό τους μισθό. Η ονομαστική αύξηση 6,02% που εξάγγειλε η κυβέρνηση, στην πραγματικότητα, είναι μόλις 4,8% στην καθαρή αμοιβή που παίρνει στα χέρια του ο εργαζόμενος.
Παράλληλα η ακρίβεια καλπάζει. Καθώς οι τιμές των βασικών ειδών πρώτης ανάγκης σημείωσαν διψήφια ποσοστά αυξήσεων, την τελευταία τετραετία, και ο κατώτατος μισθός είχε μονοψήφια ποσοστά αύξησης και με δεδομένο ότι ο κατώτατος μισθός δαπανάται σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης είναι φανερό πως έχουμε πτώση της αγοραστικής δύναμής του. Από το 2011 μέχρι την τωρινή αύξηση, δηλαδή μετά από 14 ολόκληρα χρόνια, ο ονομαστικός κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί μόλις 129 ευρώ (!). Σύμφωνα με ορισμένους υπολογισμούς ο πραγματικός αποπληθωρισμένος κατώτατος μισθός το 2024 παρέμενε κατά 28 ευρώ (-3,8%) μικρότερος εκείνου του 2011 !
Έτσι την ώρα που το 46% των μισθωτών έχουν μέσο μισθό κάτω από τα 1.000 ευρώ μικτά και το 10% κάτω και από τα 500 ευρώ μικτά η κυβέρνηση καμώνεται ότι έχει προβεί σε αυξήσεις μισθών και στην καλυτέρευση της ζωής των εργαζομένων. Στην πραγματικότητα όμως πανηγυρίζει για τη νεοφιλελεύθερη – αντιλαϊκή πολιτική της, για το μεγάλο κεφάλαιο που αφήνεται να αισχροκερδεί και να διογκώνει τα κέρδη του και την ακρίβεια να καλπάζει, για τις ιδιωτικές κλινικές που κατεδαφίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας, για την παιδεία που καθημερινά βάλλεται, για τους καθηλωμένους μισθούς φτώχειας, για τους εργαζόμενους χωρίς συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Τελικά, πανηγυρίζει για την ικανή παροχή υπηρεσιών που προσφέρει στο μεγάλο κεφάλαιο, τα αφεντικά της.