κι αν το δρόμο μου χάνω σε τόση μαυρίλα,
αντηχάνε βαθειά στης καρδιάς μου τα φύλλα
της οργής οι μεγάλες βροντές

Πολύ συχνά οι θρύλοι που συνοδεύουν τα ερειπωμένα και χορταριασμένα -πλέον- κάστρα της πατρίδας μας ζωντανεύουν, δείχνοντας σε μας ένα μονοπάτι για τη ζωή μας. Μια ζωή που θέλουν να τη συντρίψουν οι ισχυροί, για να μας μετατρέψουν σε πειθήνια ανθρωπάκια.

Τα παλιά τα χρόνια, γύρω στο 1200, τη Μάνη -και την Πελοπόννησο- την είχαν κατακτήσει οι Φράγκοι. Και, σαν σωστοί κατακτητές, έκαναν κουμάντο για τα κάστρα της και την άμυνά της. Ένα από τα κάστρα που έχτισαν ήταν και ο Πασσαβάς, δέκα χιλιόμετρα από το Γύθειο, και αποτελούσε σημαντικό σημείο ελέγχου για τη μοναδική ανατολική είσοδο στη Μάνη. Το όνομά του λέγεται πως προέρχεται από τη γαλλική πολεμική κραυγή «Passe-Avant», που σημαίνει «Προχώρα».
Το 1715 η Πελοπόννησος ανακαταλήφθηκε από τους Τούρκους και το κάστρο του Πασσαβά επίσης. Η Μάνη ελεύθερη από τον τουρκικό ζυγό, αποτελούσε πονοκέφαλο για τους σουλτάνους, που ζήτησαν από τον σεβαστό προύχοντα, Γρηγοράκη, σε αντάλλαγμα για την αυτονομία των Μανιατών, να γίνει «Μπέης» των Τούρκων. Αυτός αρνήθηκε να γίνει μπέης. Οι Τούρκοι τον κάλεσαν μπαμπέσικα για «διαπραγματεύσεις» στην Τρίπολη, όπου μετά από φρικτά βασανιστήρια τον κρέμασαν.

Τα νέα έφτασαν στη Μάνη και ο θρύλος αναφέρει: «Την ίδια ώρα οι γυναίκες που μαζεύτηκαν στο αρχοντικό (πύργος των Γρηγοράκηδων), άρχισαν να σκούζουν και να μοιρολογούν. Πλησίασαν τη μάνα του κρεμασμένου με σεβασμό και συμπόνια… Τότε η γριά μάνα με άγρια φωνή φώναξε: -Όχι! Όχι λόγια… Και σήκωσε το χέρι δείχνοντας στη μεριά του Πασσαβά. –Στον Πασσαβά να με γδικιώστε». Σκηνή από αρχαία τραγωδία; Ή το αντίστροφο; Οι αρχαίες τραγωδίες αποτύπωσαν αιώνια τις στιγμές όπου ο άνθρωπος ξεπερνάει το «μέγεθός του». Η προσταγή της Μάνας -ο θρύλος δε διέσωσε το όνομά της, μα μόνο την ιδιότητά της- ξεσήκωσε τους Μανιάτες που αναρριχήθηκαν -κυριολεκτικά- στα τείχη του κάστρου, το κυρίευσαν και έσφαξαν όλους ανεξαιρέτως τους Τούρκους. Γδικιώστε! Και η εκδίκηση γίνεται δίκη.

Για τη «βαρβαρότητα» της εκδίκησης των λαών άλλη φορά.
Με έναν μικρότερης έντασης χαιρετισμό, ο Πασσαβάς χαιρετάει τα Τέμπη. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια αιώνων βάρβαρη σκλαβιά ενός έθνους. Μα έχουμε να κάνουμε με μανάδες και πατεράδες που τους δολοφόνησαν τα παιδιά τους. Με προβεβλημένη μορφή τη Μάνα. Τη Μαρία Καρυστιανού. Δε φοράει κουρέλια, δεν έχει ξεσκισμένα μάγουλα και ατημέλητα μαλλιά, δεν περιφέρεται αλλόφρων στους δρόμους καταρώμενη το θεό, ούτε κλείστηκε σε μοναστήρι, εκλιπαρώντας την παρηγόρια του ύψιστου, περιμένοντας να συναντηθεί με το παιδί της στον παράδεισο. Αλλόφρονα, ηττημένη, θα την ήθελαν οι Θεόληπτοι ιεράρχες, που έχουν σκίσει από τις σελίδες του ευαγγελίου τους αυτήν που γράφει το «αγάπα τον πλησίον σου»…

Ελπίζουμε και ευχόμαστε, να στέκεται όρθια, δίπλα στη Μάνα Φύσσα, στις «Μητέρες της Πλατείας του Μαΐου» (Asociación Madres de Plaza de Mayo). Οι Μητέρες της Πλατείας τού Μαΐου, στην πλειονότητά τους απολίτικες νοικοκυρές, ήταν εκείνες που τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν όταν η αμερικανόπνευστη δικτατορία τού Βιντέλα βρισκόταν στην ακμή της. Ήταν οι αργεντινές μητέρες που απαιτούσαν να βρεθούν τα παιδιά τους που «εξαφανίστηκαν» στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν το στρατιωτικό καθεστώς απήγαγε, βασάνισε και σκότωσε χιλιάδες πολιτικούς αντιπάλους, εξαφανίζοντας κάθε ίχνος των θυμάτων.

Δεν έχουμε πρόθεση να αγιοποιήσουμε τη ΜΑΝΑ. Άλλωστε υπάρχει η Μήδεια, η φόνισσα Φραγκογιαννού και η Μάνα Κουράγιο. Για αυτές μίλησαν οι πλάστες τους, ο Ευριπίδης, ο Παπαδιαμάντης και ο Μπρεχτ. Παρουσιάζοντας τη γυμνή αλήθεια της αποτρόπαιας πράξης, μέσα σε ένα το ίδιο αποτρόπαιο κοινωνικό περιβάλλον.
Πάντα όμως θα είμαστε με τις εκατομμύρια μάνες του πλανήτη μας που υποφέρουν. Με τις μάνες των σκοτωμένων παιδιών από τους πολέμους. Των πεινασμένων παιδιών. Των παιδιών που τα υποχρεώνουν να εργάζονται από τα 5 χρόνια τους. Με τις μάνες των πνιγμένων παιδιών στα γνωστά ναυάγια των μεταναστών προσφύγων.

Τάνια