Μπροστά στη μεγάλη πίεση που της δημιούργησαν τα μεγάλα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη και μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό να επαναληφθεί στις 28 Φλεβάρη η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι φανερό ότι επιδιώκει να κουκουλώσει τις ευθύνες της για το έγκλημα των Τεμπών με το πέπλο συγκάλυψης που μπορεί να της εξασφαλίσει ο «θεσμός της Δικαιοσύνης».

Η επιδίωξη αυτή είναι κυβερνητική γραμμή δυο χρόνια τώρα για την υπόθεση των Τεμπών αλλά και σε τόσα άλλα σκάνδαλα και ζητήματα προώθησης της κυβερνητικής πολιτικής σε όλη τη θητεία της. Στη συνέντευξή του στη ΔΕΘ στις 8/9/2024, ο Κυρ. Μητσοτάκης δήλωνε πως «μόνο η Δικαιοσύνη μπορεί να αποδώσει τις πραγματικές ευθύνες γι’ αυτή την τραγωδία των Τεμπών» και σχεδόν προεξοφλούσε και τι αυτή θα αποφανθεί λέγοντας, με στόμφο, πως «θα φανεί ξεκάθαρα και από την έρευνα της Δικαιοσύνης ότι όλες οι θεωρίες που διακινούνται περί συγκάλυψης είναι απαράδεκτες».

Τα ίδια επανέλαβε και στην τελευταία συνέντευξή του στην «Καθημερινή» δηλώνοντας πως «η Δικαιοσύνη είμαι βέβαιος ότι θα δώσει απάντηση σε κάθε ερώτημα, παλιό και νέο» και πως «σε μια περίοδο που πολλοί αμφισβητούν ευθέως τη Δικαιοσύνη, έχω διπλό χρέος να υψώσω τείχος προστασίας στους λειτουργούς». Σαν ηχώ των λόγων του Μητσοτάκη, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης έσπευσε να «ξεκαθαρίσει» πως η κυβέρνηση θέλει «Δικαιοσύνη μόνο από τους δικαστές», πως «η δικαίωση θα έρθει μέσα από τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και Δικαιοσύνη θα απονείμουν μόνο οι δικαστικοί λειτουργοί», προσθέτοντας εμφαντικά αλλά και αρκετά αποκαλυπτικά «να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη -μάλιστα σε ανώτερο επίπεδο, σε επίπεδο εφετών, εφέτη ανακριτή και εισαγγελέα εφετών- να πάρει τις αποφάσεις της».

Αλλά ποια είναι αυτή η «Δικαιοσύνη» που η κυβέρνηση ζητά από τους πολίτες να την εμπιστευτούν για αποφάσεις και για τις διαδικασίες που ακολουθεί στο ζήτημα των ευθυνών της κυβέρνησης στην υπόθεση των Τεμπών;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που έχει δημόσια επικριθεί, με στοιχεία και συγκεκριμένες αναφορές -από το Σύλλογο των ανθρώπων που είχαν θύματα στα Τέμπη- για «προβληματικές ενέργειες» των λειτουργών της και ακόμα περισσότερο για το ότι «αληθινά αρχεία ήχου και εικόνας που κατασχέθηκαν άμεσα τις πρώτες μέρες από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών, δυο χρόνια μετά δεν έχουν μπει ακόμη από τον ανακριτή στη δικογραφία, ώστε κανείς να μην δει και ακούσει τι έγινε στις 28/02 και στις 01/03»;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που, πρόσφατα, αρχειοθέτησε την υπόθεση του καραμπινάτου σκανδάλου των υποκλοπών στο οποίο είχε άμεση εμπλοκή το μητσοτακικό επιτελείο της Μαξίμου;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που χρησιμοποιήθηκε για τη συγκάλυψη του σκανδάλου της «Novartis», όπου εμπλέκονταν κορυφαία στελέχη της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που έχει δώσει κάλυψη σε παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών και στην τραγωδία της Πύλου;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που έχει δώσει κάλυψη στις τράπεζες και στα funds να αρπάζουν σπίτια ανθρώπων;

Δεν είναι η «Δικαιοσύνη» που ψάχνεις με το μικροσκόπιο αν υπάρχει έστω και μια απόφασή της που να μην βγάζει απεργία των εργαζομένων «παράνομη και καταχρηστική» και να μην την απαγορεύει;

Και όχι μόνο αυτό: Διορισμένοι από την κυβέρνηση δικαστικοί λειτουργοί καταφέρονται κατά όσων ασκούν κριτική στις αποφάσεις, όπως έκανε τελευταία, η διορισμένη από την κυβέρνηση Μητσοτάκη εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, η οποία έφτασε ως το σημείο να αποστείλει στον διευθύνοντα την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών κατεπείγουσα παραγγελία με την οποία ζητά την προκαταρκτική εξέταση για τη διερεύνηση αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, με αφορμή ανάρτηση πολίτη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που «επιτίθεται» λεκτικά στον εφέτη ανακριτή που χειρίζεται την υπόθεση των Τεμπών. Απροκάλυπτα, δηλαδή, διορισμένοι από την κυβέρνηση δικαστικοί λειτουργοί βγαίνουν σαν εξαπτέρυγά της και της δίνουν τη βοήθεια που θέλει.

Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, γιατί δεν υπάρχει «ανεξάρτητη Δικαιοσύνη», όπως θέλει να ισχυρίζεται η αστική προπαγάνδα. Ο θεσμός της Δικαιοσύνης είναι εργαλείο του αστικού κράτους και εξάρτημα της κυβέρνησής του, η οποία ως γνωστό στη χώρα μας διορίζει την ηγεσία της.

Οι πολίτες έχουν κάθε λόγο να μην εμπιστεύονται αυτή τη «Δικαιοσύνη» και δεν μπορεί να επαναπαύονται ότι θα αποδώσει δικαιοσύνη για την υπόθεση των Τεμπών και όχι μόνο. Αυτό πιστοποιούν με χτυπητό τρόπο και όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που εμφανίζουν άλλη 7 στους 10, άλλη 8 στους 10, άλλη 9 στους 10 πολίτες να έχουν αρνητική εικόνα για τη «Δικαιοσύνη»!

Γι’ αυτό ωρύεται ο Κυρ. Μητσοτάκης πως «η αμφισβήτηση της Δικαιοσύνης κρύβει κινδύνους» και διακηρύσσει ότι «έχει χρέος να υψώσει τείχος προστασίας στους λειτουργούς της», και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαιτεί «να αφήσουμε τη Δικαιοσύνη να πάρει τις αποφάσεις της σε ανώτερο επίπεδο», που το ελέγχει και πιο ασφυκτικά η κυβέρνηση. Γιατί, όπως το υπονόησε, σχεδόν ανοικτά, ο υπουργός Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδης αυτή η Δικαιοσύνη είναι «το τελευταίο καταφύγιο της κυβέρνησης» για τη συγκάλυψη των ευθυνών της.