Τα παλλαϊκά συλλαλητήρια για τα Τέμπη ανέδειξαν την καθοριστική αξία
του μαζικού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα για τη διεκδίκηση των λαϊκών αιτημάτων

Οι εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου που κατέβηκαν στις πλατείες και στους δρόμους στα πολυάριθμα συλλαλητήρια που έγιναν σε όλη την Ελλάδα στις 26 Γενάρη, ύστερα από το κάλεσμα του «Συλλόγου Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών», έβγαλαν με ορμή στο προσκήνιο την τεράστια αντικυβερνητική αγανάχτηση που κατακλύζει τον ελληνικό λαό. Το μέγεθος των συλλαλητηρίων, που τελευταίο ανάλογο τους είχαμε να δούμε από τα μεγάλα αντιμνημονιακά συλλαλητήρια του 2010-2012, αποτύπωσε με εμ­φα­ντικό τρόπο τις πραγματικές διαθέσεις απέναντι στην κυβερνητική πολιτική που διαπερνούν τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Διαθέσεις που εκδηλώθηκαν με την οργή για το έγκλημα των Τεμπών, όμως, στο βάθος τους συμπεριλαμβάνουν τη σφοδρή λαϊκή αποδοκιμασία και καταδίκη για το σύνολο της κυβερ­νητικής πολιτικής.

Τα μαζικότατα συλλαλητήρια, που συνένωσαν νεότερες και μεγαλύτερες ηλικίες σε ένα ευρύτατο αντικυβερνητικό μέτωπο, αποκάλυψαν την αποτυχία της δίχρονης σκαιής προσπάθειας της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συγκαλύψει τις πολιτικές ευθύνες της για τα Τέμπη. Συμπύκνωσαν, ταυτόχρονα, τη μεγάλη λαϊκή αντίθεση στην πολιτική που εφαρμόζει. Και το πιο σημαντικό, που πρέπει να ξεχωρίσουμε και να υπογραμμίσουμε: μόλις αυτή εκφράστηκε σε παλλαϊκό, μαζικό εξωκοι­νο­βουλευτικό αγώνα, έγινε κρίκος που μετέβαλε το πολιτικό κλίμα, φέρνοντας την κυβέρνηση Μητσοτάκη στην πιο δύσκολη θέση που έχει βρεθεί ποτέ στην θητεία της.

Το κάλεσμα της 26ης Γενάρη για τα Τέμπη πήρε τη διάσταση μιας μεγάλης πανελλαδικής κινητοποίησης με παλλαϊκή μαζική συμμετοχή, χωρίς να έχει προβολή και υποστήριξη από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τα συστημικά μέσα ενημέρωσης, όπως επί δύο χρόνια λειτούργησαν ως φορείς συσκότισης των κυβερνητικών ευθυνών και «καταλαγιασμού» της κοινής γνώμης για το έγκλημα που συντελέστηκε και τις σκανδαλώδεις ενέργειες κουκουλώματος των πολιτικών ευθυνών, έτσι και τις μέρες που προηγήθηκαν των συλλαλητηρίων ενήργησαν για την αποδυνάμωσή τους, «πνίγοντας» το προσκλητήριο τους. Επίσης, την ίδια μέρα που αυτά έγιναν, παρά την αμηχανία τους μπροστά στον ογκώδη χαρακτήρα που προσέλαβαν, κοίταξαν πώς να μειώσουν ή -όπως έκαναν τα κρατικά κανάλια- και να «εξαφανίσουν» την προβολή τους.

Στην προετοιμασία και στην οργάνωση των συλλαλητηρίων της 26ης Γενάρη ήταν, ουσιαστικά, απόντα και τα κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, που, απλά, την τελευταία στιγμή, έσπευσαν να «δηλώσουν» την «υποστήριξή» τους σε αυτά. Δύο χρόνια είχαν εκτός της πολιτικής ατζέντας τους τη λαϊκή κινητοποίηση ενάντια στο μητσοτακικό σχέδιο συγκάλυψης των πολιτικών ευθυνών και στην πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων.

Στο δρόμο της παθητικής παρακολούθησης του θέματος των Τεμπών κινήθηκαν και οι ηγεσίες των ανώτερων εργατοϋπαλληλικών συνδικαλιστικών οργάνων, παρά τις εξόφθαλμες μεθοδεύσεις κουκουλώματος των κυβερνητικών ευθυνών, παρά τις φωνές των εργαζόμενων στα τρένα για τους κινδύνους του σιδηροδρομικού δικτύου και παρά το γεγονός ότι το έγκλημα συνδέεται άμεσα με την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η οποία έχει ολέθριες συνέπειες και για τους εργαζόμενους. Με αυτή την αδράνεια -και μόνο για να μην εκτεθούν- κατάληξαν να «τρέχουν», την τελευταία ώρα, να απευθύνουν καλέσματα συμμετοχής στα συλλαλητήρια.
Τα κύρια στοιχεία που, δυο χρόνια τώρα, στάθηκαν ενεργητικά εμπόδια στην επιχείρηση «θαψίματος» των ευθυνών της κυβέρνησης της ΝΔ ήταν και παραμένουν, πρώτο, οι γονείς και οι συγγενείς των θυμάτων, που με σθένος συνεχίζουν την δύσκολη προσπάθειά τους για την «απόδοση Δικαιοσύνης». Και, δεύτερο, η μεγάλη κοινωνική ευαισθησία για αυτήν την υπόθεση, που έγινε έναυσμα μιας παλλαϊκής αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας, γιατί στα μάτια του λαϊκού κόσμου καθρεφτίζεται ως μια οξεία έκφραση της αντιλαϊκής και ανάλγητης πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Με αυτούς τους όρους εκκολάφτηκαν τα μεγάλα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη.

Το κάλεσμά τους από το «Σύλλογο Πληγέντων Δυστυχήματος Τεμπών» έπεσε σαν σπίθα πάνω στο εύφλεκτο υλικό που έχει συσσωρεύσει στον ελληνικό λαό η σκληρή αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική της ασυγκράτητης ακρίβειας, των πολύ χαμηλών μισθών, της ανελέητης φορολεηλασίας, της εξάρθρωσης της σταθερής και κανονικής εργασίας, της όλο και πιο σκληρής εργατικής εκμετάλλευσης, της διάλυσης των δημόσιων κοινωνικών συστημάτων της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας, της στέρησης στέγης, των ιδιωτικοποιήσεων. Αυτό το θερμό υλικό της ευρύτατης αντικυβερνητικής δυσαρέσκειας πυροδότησε τις «πυρκαγιές» των λαϊκών κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα. Τα συλλαλητήρια για τα Τέμπη λειτούργησαν σαν μια χαραμάδα μέσα από την οποία ξεχύθηκε στους δρόμους ο έντονος κοινωνικός αναβρασμός ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική. Αυτός αποτυπώθηκε, πριν οκτώ μήνες, και στο αποτέλεσμα των ευρωεκλογών. Δεν στρέφεται μόνο ενάντια στην κυβέρνηση της ΝΔ αλλά «πιάνει» και τα κοινοβουλευτικά κόμματα της συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική.

Στα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη οι λαϊκές διαθέσεις αποδοκιμασίας και αντίστασης στην κυβερνητική πολιτική μπόρεσαν να πάρουν τη μορφή μιας ενωτικής μαζικής εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησης. Αυτοί ακριβώς οι παράγοντες -μαζικός, ενωτικός, παλλαϊκός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας- ήταν που έδωσαν και το θετικό αποτέλεσμα που έφερε την κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο. Της ενέτειναν την πολιτική φθορά και της δημιούργησαν εσωκομματικά προβλήματα. Την υποχρέωσαν σε πισωπατήματα και σε εσπευσμένη τροποποίηση των χειρισμών της. Η πίεση του παλλαϊκού μαζικού εξωκοινοβουλευτικού κινήματος υποχρέωσε και τα μεγάλα αστικά μέσα ενημέρωσης να διαφοροποιήσουν τη στάση που κρατούσαν. Αυτή η απότομη μετατόπιση, αν και περιέχει και αρκετή υποκρισία για να «καλμάρουν τα πνεύματα», δεν παύει να δείχνει πόσο ισχυρή επίδραση άσκησε στο αστικό πολιτικό σκηνικό η εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα.

Έχει σημασία να τονίσουμε πως το παραπάνω θετικό αποτέλεσμα προέκυψε μέσα από ένα κάλεσμα μαζικής παλλαϊκής απεύθυνσης για μια ενωτική κινητοποίηση πάνω σε ένα συγκεκριμένο θέμα. Για μια κινητοποίηση που δεν περιείχε διασπάσεις και διαχωρισμούς σαν αυτές που γίνονται συχνά -με ευθύνη συγκεκριμένων δυνάμεων- και ταλαιπωρούν και αποδυναμώνουν εδώ και χρόνια τις εργατικές και λαϊκές διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Για μια πλατιά κινητοποίηση που δεν γίνεται με το στενό ορίζοντα κάποιων συμπράξεων μερικών οργανώσεων που αδυνατούν να κινητοποιήσουν ευρύτερες μάζες. Κάτι τέτοιο επιχειρήθηκε από ένα μικρό αριθμό εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων και για τις 26 Γενάρη αλλά χάθηκε μέσα στον ποταμό μαζικής προσέλευσης στα συλλαλητήρια που έφερε το μαζικό κάλεσμα του «Συλλόγου των Πληγέντων του Δυστυχήματος των Τεμπών» και στο οποίο στοιχήθηκαν και όσες μαζικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, έστω και την τελευταία στιγμή, κάλεσαν σε στήριξη και συμμετοχή στα συλλαλητήρια.

Μετά από αυτήν την παλλαϊκή συμμετοχή στα συλλαλητήρια για τα Τέμπη, είναι πολύ ουσιαστικό, επίσης, να δούμε ξανά πως μέσα από την πράξη αποκαλύπτεται το άστοχο ή και παραπλανητικό και προσχηματικό διάφορων εκτιμήσεων και ισχυρισμών που έχουν διατυπωθεί τα τελευταία χρόνια, είτε με αφορμή τα αποτελέσματα βουλευτικών εκλογών είτε με αφορμή κινητοποιήσεις που γίνονται ή δεν γίνονται.
Η αλλαγή πολιτικού κλίματος και το «στρίμωγμα» της κυβέρνησης που έφεραν τα παλλαϊκά συλλαλητήρια έδειξαν την ανεδαφικότητα του ισχυρισμού πως «δεν αλλάζει τίποτα ό,τι κι αν κάνουμε», που άλλοτε προβάλλεται σαν δικαιολογία μιας στάσης που δεν θέλει να δώσει αγώνα για να αλλάξει η κατάσταση, άλλοτε γίνεται άλλοθι υποταγής σε ένα προσωρινό συσχετισμό δυνάμεων και άλλοτε εκφράζει μια επιφανειακή και στατική ανάγνωση των πραγμάτων. Η ιστορία έχει δείξει πως ο παλλαϊκός μαζικός αγώνας, ιδιαίτερα όταν είναι αποφασιστικός και παρατεταμένος, μπορεί να θέσει σε κίνηση εξελίξεις και να αλλάξει καταστάσεις και συσχετισμούς δυνάμεων. Και αυτό επιβεβαιώνουν και τα όσα επακολούθησαν του συλλαλητηρίου των Τεμπών.

Η μεγάλη συμμετοχή κόσμου στα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη έδειξε, επίσης, το πόσο αναληθές είναι το επιχείρημα πως «δεν τραβάει ο κόσμος» ή «ο κόσμος είναι του καναπέ» που συχνά επενδύει την επιχειρηματολογία εκείνων των δυνάμεων που δεν θέλουν και αρνούνται να οργανώσουν κινητοποιήσεις των εργαζομένων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Είτε γιατί έχουν συμβιβαστεί με την αντιλαϊκή πολιτική και υπονομεύουν την αγωνιστική αντίσταση σε αυτήν, είτε γιατί έχουν μεταμορφωθεί σε εκφυλισμένα-γραφειοκρατικά σχήματα.

Η κάθοδος, τέλος, εκατοντάδων χιλιάδων κόσμου στα συλλαλητήρια έδειξαν και το λάθος των αντιλήψεων που βιάστηκαν να εμφανίσουν, με αφορμή κάποια συγκυριακά εκλογικά αποτελέσματα, τον κόσμο «συντηρητικοποιημένο». Η μαζικότητα των συλλαλητηρίων των Τεμπών φανέρωσε πως ο κόσμος δεν έχει σταματήσει να αντιδρά και να αντιστέκεται στην αντιλαϊκή πολιτική και στις κυβερνήσεις που την εφαρμόζουν. Στην πολιτική, δηλαδή, που είναι η κατ’ εξοχήν έκφραση της αντιδραστικής, δεξιάς συντηρητικής αντίληψης.
Τα οξυνόμενα προβλήματα αναπόφευκτα γεννούν μέσα στις λαϊκές μάζες διαθέσεις αντίστασης. Διαθέσεις αντίστασης που μπορούν να εκφρασθούν και εκφράζονται και με αυθόρμητους αγώνες, με διάφορες αφορμές και γεγονότα. Αλλά που μπορούν να μετασχηματισθούν και σε διεξαγωγή αγώνων που να είναι αποτελεσματικοί. Γι’ αυτό, όμως, χρειάζονται και ορισμένες άλλες προϋποθέσεις. Πρέπει οι λαϊκές διαθέσεις αντίστασης να συνδεθούν με μια πολιτική και να κινηθούν από μια πολιτική που να δώσει σωστό προσανατολισμό στον αγώνα τους και να τον οργανώσει με συγκεκριμένους στόχους, έτσι ώστε να αποκτήσει τη μεγαλύτερη συσπείρωση, μαζικότητα και ενότητα των λαϊκών δυνάμεων και να δείξει ανθεκτικότητα και αποφασιστικότητα.

Εκείνο που προέχει τώρα, εξάγοντας και από τα συλλαλητήρια της 26ης Γενάρη το θεμελιώδες συμπέρασμα πως ο μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας είναι το καθοριστικό μέσο με το οποίο η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα μπορούν να προωθήσουν και να επιτύχουν τα αιτήματά τους, είναι να ριχθεί όλο το βάρος στο να δοθεί συνέχεια στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα για την υπόθεση των Τεμπών. Μια συνέχεια εξωκοινοβουλευτικού αγώνα που θα ενισχύεται από τη συνολική πάλη ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική αλλά και θα ενισχύει την συνολική πάλη ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.

Πολλοί επιδιώκουν να εκμεταλλευθούν τώρα το αποτέλεσμα που έφεραν τα συλλαλητήρια των Τεμπών. Κόμματα της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης και της ακροδεξιάς παρεμβαίνουν τώρα με στόχο να εγκλωβίσουν τις εξελίξεις σε ένα δρόμο που διόλου δεν αμφισβητεί την αντιλαϊκή πολιτική. Καιροσκοπικά εμφανίζονται τώρα να υποστηρίζουν τον αγώνα για τα Τέμπη, που μέχρι χθες τον είχαν ξεχάσει, με σκοπό στην πραγματικότητα να επωφεληθούν από αυτόν και να τον χρησιμοποιήσουν για την κοινοβουλευτική ενδυνάμωσή τους.
Ο αγώνας για τα αιτήματα των Τεμπών και για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής θα πρέπει να προφυλαχθεί από τέτοιες επιδιώξεις. Θα πρέπει να κρατηθεί και να ανυψωθεί σαν μαζικός εξωκοινοβουλευτικός αγώνας και να προχωρήσει δεμένος με το συνολικό αγώνα ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική που είναι η αιτία διαρκώς αναπαραγομένων οικονομικών και κοινωνικών καταστροφών, εγκλημάτων και σκανδάλων.

Το επόμενο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι να κάνουμε την 28η Φλεβάρη, που θα κλείσουν τα δύο χρόνια από το έγκλημα των Τεμπών, μέρα πανελλαδικής 24ωρης απεργίας, μέρα μιας ακόμα ισχυρότερης πανεργατικής-παλλαϊκής κινητοποίησης ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, ενάντια στην αντιλαϊκή πολιτική.