Σε υπαρξιακό ζήτημα εξελίσσεται για την ΕΕ η εκλογή Τράμπ, με τις απειλές επιβολής νέων δασμών στα εισαγόμενα ευρωπαϊκά προϊόντα στις ΗΠΑ, αλλά και με τις απαιτήσεις του για διάθεση περισσότερων χρημάτων από τις χώρες που συμμετέχουν στο ΝΑΤΟ. Την ίδια στιγμή που τα κράτη, του ιδιαίτερου αυτού ευρωπαϊκού σχηματισμού, που έχουν διαφορετική εξωτερική πολιτική και διαφορετικά συμφέροντα, πασχίζουν να περιορίσουν τα αυξανόμενα ελλείμματα και να αντιμετωπίσουν τις τεράστιες οικονομικές πιέσεις που έχουν επιφέρει οι τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα.

Ο κηρυγμένος εδώ και αρκετό καιρό εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας και ο αιματηρός πόλεμος στην Ουκρανία -που πολύ απέχει από μια περιφερειακή σύγκρουση Ρωσίας και Ουκρανίας- οξύνει τα οικονομικά προβλήματα και επιδεινώνει σοβαρά την ευρωπαϊκή συνοχή. Η σχεδόν διακηρυγμένη θέση της Τραμπικής Ουάσιγκτον ότι η Ευρώπη θα πρέπει να επωμιστεί το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της υποστήριξης του Ουκρανικού πολέμου, ενώ έχει η ίδια υποστεί τη μεγαλύτερη ζημιά από αυτόν, φέρνει σε σοβαρά αδιέξοδα τα ευρωπαϊκά επιτελεία.

Μια από τις λύσεις που βιαστικά φαίνεται να προωθεί ο βιομηχανικός βοράς της ΕΕ είναι η Εμπορική Συμφωνία με τις χώρες της Mercosur (Αργεντινή, Βραζιλία, Ουρουγουάη και Παραγουάη). Μια εμπορική συμφωνία που πραγματοποιείται σε πλήρη ιστορική αντίθεση, μιας και σήμερα ένας ανοιχτός δασμολογικός πόλεμος είναι προ των πυλών.

Μετά από εικοσιπέντε χρόνια διαπραγματεύσεων, η πρόεδρος της ΚΟΜΙΣΙΟΝ Ούρσουλα φον ντε Λάιεν, σπεύδει επειγόντως στην Ουρουγουάη όπου στις αρχές Δεκέμβρη, έπεσαν οι πρώτες υπογραφές για μια εμπορική συμφωνία, που οι διαστάσεις της δεν έχουν προηγούμενο. Στην ευρωπαϊκή αγορά θα προστεθούν άλλα 300 εκατομμύρια καταναλωτές και θα δημιουργηθεί μια εμπορική ζώνη χωρίς δασμούς, διευκολύνοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τις εμπορικές συναλλαγές των χωρών που συμμετέχουν.

Πιεσμένη από τους Αμερικανούς «συμμάχους» στη Δύση και από τον γιγαντισμό της Κίνας στην Ανατολή που απλώνει τα πλοκάμια της σε όλο τον πλανήτη, η ΕΕ ή καλύτερα αυτοί που σέρνουν το «κάρο» της Ενωμένης Ευρώπης, βλέπουν μια διέξοδο σε μια αγορά που θα καταργήσει δασμούς ύψους 4 δις € για τις εξαγωγές ευρωπαϊκών προϊόντων σε αυτές. Μια αγορά που η Κίνα έχει αρχίσει ήδη την εξάπλωσή της. Η αναπτυγμένη Ευρώπη επιδιώκει να διαθέσει σε αυτή την αγορά προϊόντα τεχνολογίας, όπως για παράδειγμα τα αυτοκίνητα που θα δώσουν μια σοβαρή ανάσα στην ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία, που χειμάζει εδώ και καιρό, αλλά βέβαια όχι μόνο σε αυτή.

Προφανώς την ΚΟΜΙΣΙΟΝ δεν την ενδιαφέρουν πολύ οι επιπτώσεις που θα έχουν οι αντισταθμιστικές εισαγωγές αγροτικών προϊόντων από τη Λατινική Αμερική. Δεν την απασχολεί ότι η ευρωπαϊκή αγορά θα πλημμυρίσει με φθηνά αγροτικά προϊόντα από την Λ. Αμερική, μιας και αυτά παράγονται με συνεχή αποψίλωση των τροπικών δασών του Αμαζονίου, αλλά και της παραγωγής τους με πολύ χαμηλότερα παραγωγικά στάνταρ, όσο αφορά τη χρήση φαρμάκων και λιπασμάτων με άμεση συνέπια στους Ευρωπαίους καταναλωτές.

Η ΚΟΜΙΣΙΟΝ δε διστάζει να θυσιάσει μεγάλους παραγωγικούς κλάδους της αγροτικής παραγωγής, να ρισκάρει την επισιτιστική ασφάλεια των ευρωπαϊκών πληθυσμών, για να στηρίξει την βιομηχανική της παραγωγή, η οποία έχει μείνει σημαντικά πίσω στην κούρσα του ανταγωνισμού, λόγω της πλήρης απουσίας επενδύσεων χρόνια τώρα. Το άνοιγμα νέων αγορών και η προμήθεια φθηνών πρώτων υλών που μόνιμα αποτελεί το μεγάλο ζητούμενο στην καπιταλιστική οικονομία και στις κορυφώσεις του προκάλεσε δύο παγκόσμιους πολέμους, αναβαθμίζεται με επίδικο πλέον τα μεγάλα αποθέματα λιθίου, νικελίου, χαλκού, γερμάνιου, γάλλιου και άλλες κρίσιμες για τις νέες τεχνολογίες, πρώτες ύλες. Υπολογίζεται ότι η Ν. Αμερική διαθέτει τα μισά παγκόσμια αποθέματα σε λίθιο, βασικό υλικό για την τεχνολογία των μπαταριών, στα οποία σήμερα πρωταγωνιστεί η Κίνα.

Πέρα λοιπόν από μια συμφωνία σημαντική από οικονομική άποψη, η νέα συμφωνία της ΕΕ υπαγορεύεται κύρια από γεωπολιτικά κίνητρα. Δεν είναι όμως όλοι σύμφωνοι για τους όρους της μοιρασιάς. Η ξαφνική επίσκεψη της Προέδρου της ΚΟΜΙΣΙΟΝ στο Μοντεβίδεο και η γρήγορη υπογραφή της συμφωνίας, εξόργισε τη Γαλλία που κατηγόρησε ευθέως την Ούρσουλα φον ντε Λάιεν ότι εκμεταλλεύεται την πολιτική αναταραχή στη Γαλλία. Δεν πρόλαβαν να πέσουν οι πρώτες υπογραφές και διαμορφώθηκε κιόλας ένα μπλοκ χωρών με πρώτες τη Γαλλία και την Πολωνία αλλά και την Αυστρία και την Ιρλανδία που βλέπουν κύρια ωφελημένη την Γερμανική βιομηχανία και σοβαρά ζημιωμένη την δικιά τους αγροτική οικονομία. Από την άλλη Γερμανία, Ισπανία και Σουηδία υπερασπίζονται με σθένος μια συμφωνία στην οποία βλέπουν κυρίως οφέλη. Η Ιταλία βρίσκεται στη μέση. Έπονται επομένως σκληρές διαπραγματεύσεις μέχρι να επικυρωθεί η τελική συμφωνία από τα Εθνικά Κοινοβούλια.

Ισχυρό πλήγμα φέρνει η συμφωνία ΕΕ – Mercosur και σε σειρά ελληνικών αγροτικών προϊόντων. Αν αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που είχε στην ελληνική αγροτική παραγωγή μια ανάλογη στροφή, που είχε πραγματοποιήσει η ΕΕ στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου, μετέπειτα ΠΟΕ) στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μπήκε σε πλήρη εφαρμογή με την «Agenda 2000», μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα το μέγεθος των αλλαγών που έρχονται. Προς όφελος των βιομηχανικών χωρών του βορρά τότε αποδεκατίστηκε η ελληνική γαλακτοπαραγωγική βοοτροφία και εξαφανίστηκε η τευτλοκαλλιέργεια, μαζί με τα πέντε εργοστάσια ζάχαρης που είχε η χώρα, έτσι ώστε να φτάσουμε στο σημείο να μην υπάρχει ούτε ένας κόκκος ζάχαρης ελληνικός στις μέρες μας.

Ανάλογες εξελίξεις μπορούμε να περιμένουμε και μετά την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ – Mercosur που μπορεί να μεταβάλει συνολικά την αγροτική παραγωγή όπως την ξέρουμε σήμερα. Και δυναμώνει ακόμη το ερώτημα, σε ποια παραγωγική βάση θα στέκεται αυτή η χώρα!