Για να κρατήσει πολύ ένα κοινωνικό καθεστώς, εκτός από τον τομέα της πολιτικής πρέπει να κυριαρχήσει και σ’ αυτόν των ιδεών. Να συγκροτήσει δηλαδή ένα στέρεο και διαρκή, συμπαγή ιστό ιδεολογίας, αποδεκτό από τις μάζες και ικανό να απαντά στα γενικά και ειδικά ερωτήματα του κόσμου.
Η πίστη για παράδειγμα και οι θρησκευτικές εκφάνσεις της, εκτός από το αντικειμενικό τέλος του θανάτου και την ψευδαίσθηση της μετά θάνατον ζωής, επεξεργάστηκαν -όπου γης- ένα σύνολο κοινωνικών λεπτουργημάτων και επεξηγήσεων ώστε ο καθένας να «ψωνίζει» από το απέραντο παντοπωλείο ό,τι ορέγεται η ψυχή του. Από τη δημιουργία του κόσμου ως τα βήματα της επόμενης μέρας. Η ιδεολογία λοιπόν είναι δυνατό οπλοστάσιο για τους κρατούντες· για τα καταπιεστικά καθεστώτα αποτελεί ένα είδος συνειδησιακής φυλακής. Αν οι δυνάμεις κρατικής καταστολής είναι πίσω από την πόρτα, η κυρίαρχη ιδεολογία βρίσκεται εντός του μυαλού μας.
Όμως στη χώρα μας προέκυψε μια αντίφαση από αυτές που συγκροτούν τις παραξενιές της ιστορίας. Η αριστερά, ηττημένη και εξουθενωμένη από τις διώξεις και τον εμφύλιο πόλεμο στη μεγάλη δεκαετία του 1940-1950, βρέθηκε να διαχειρίζεται ένα μεγάλο ηθικό πλεονέκτημα.
Η αριστερά και ο πυρήνας της, οι κομμουνιστές, έγιναν συνώνυμοι της πάλης, της σύγκρουσης, της ανιδιοτέλειας, της αφοσίωσης, του αντιφασισμού, της ειλικρίνειας, του πατριωτισμού, της αυτοθυσίας και όλων εκείνων των χαρακτηριστικών που ανθρωποποιούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να ξεχωρίζει από τα άλλα ζώα. (Αν αποδελτιώσουμε τα πολιτικά φρονήματα των βιαστών, των παιδόφιλων, των παιδοκτόνων και των αντικοινωνικών παρασίτων, θα δούμε ότι ανήκουν στη δεξιά και το φασισμό). Αυτό το μέγα ηθικό πλεονέκτημα έδωσε στην ηττημένη στρατιωτικά αριστερά ένα προβάδισμα. Ήταν αυτό που έκανε τον Άρη Βελουχιώτη ή τον Τσε Γκεβάρα να ’χουν «φωτοστέφανο» και οι αντάρτες πχ στην Ικαρία να περιθάλπονται από δεξιούς πολίτες. Έτσι, στη Γαλλία καταρχάς και στη χώρα μας στη συνέχεια ξεκίνησε από τη δεκαετία του 1990 μία εκστρατεία αποδόμησης και ισοπέδωσης των αριστερών ιδεών.
Στη χώρα μας, ο Ν. Γκατζόγιαννης με το μυθιστόρημα «Ελένη», οι πολιτικοί Βορίδης, Γεωργιάδης και Πλεύρης, οι ιστορικοί Καλύβας και Μαραντζίδης καθώς και ένας συρφετός μικρότερης σημασίας διανοούμενων ξεκίνησε έναν πόλεμο με βασικό μοτίβο «οι ηττημένοι πρέπει να είναι ηττημένοι παντού». «Δεν είναι δυνατόν αυτοί που προκάλεσαν τον εμφύλιο να απολαύουν την ανοχή και τη στήριξη ή ακόμα και την εμπιστοσύνη του λαού». Εργαλεία αυτού του μοντέρνου αντικομμουνισμού στο πεδίο της ιστορίας είναι να φωτιστούν οι αντικομμουνιστικές ομάδες (πχ ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ, ΠΕΑΝ), να επικεντρωθούμε στις προσωπικές μικροϊστορίες, να βρεθούν τα «διαβολικά εγκλήματα» του ΕΑΜ και του ΔΣΕ, να εμβολιαστεί ο κόσμος με τον αντισταλινισμό κλπ.
Όλο αυτό το σχέδιο είναι η αναθεώρηση της ιστορίας μ’ ένα δεξιό μάτι. Σ’ αυτό το δρόμο χέρι βοηθείας δίνουν οι συριζαίοι πολιτικοί και ιστορικοί με το σάκο της λαθολογίας (η αντιιμπεριαλιστική αντίσταση ήταν λάθος) καθώς και η ηγεσία του ΚΚΕ με την εξαφάνιση των ιμπεριαλιστών από το προσκήνιο.
Καταλαβαίνουμε απολύτως το άγχος της δεξιάς και των πολιτικών της. Αν χύσουν το λάδι από το καντήλι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ-ΔΣΕ θά ’χουν σβήσει από τη μνήμη του λαού μας τη μεγάλη δεκαετία, θα ’χουν αμαυρώσει τη δράση του επαναστατικού ΚΚΕ, θα ’χουν ξεριζώσει μια χρυσή εποποιία από την οποία αντλούν διδάγματα και εμπειρίες οι σημερινές γενιές και θα ’χουν σπάσει την ιστορική συνέχεια.
Αυτόν τον ιστορικό χρόνο πρέπει να διαφυλάξουμε λέγοντας, γράφοντας, αποδείχνοντας ότι δεν είμαστε και τότε και τώρα «στη σωστή πλευρά της ιστορίας», αλλά είμαστε η σωστή πλευρά της ιστορίας και ότι δε θα παραδώσουμε τα άγια τοις κυσί (στους σκύλους).
Η αναθεώρηση της ιστορίας δεν αφορά στο χτες, αφορά στο μέλλον. Η αριστερά μπορεί να ηττήθηκε τακτικά, εθνικά και παγκόσμια, εξακολουθεί να ’χει όμως το ηθικό πλεονέκτημα.